Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

Καζαμπλάνκα, για πάντα...




Θα παιχθεί το βράδυ της 13ης προς 14η Φεβρουαρίου, στην ΑΛΚΥΟΝΙΔΑ (φυσικά)
 
Ρομαντικό δράμα, B/W, ΗΠΑ, 1942, 102’

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Michael Curtiz
ΣΕΝΑΡΙΟ: Julius J. Epstein, Philip G. Epstein, Howard Koch, από το θεατρικό των Murray Burnett -Joan Alison "Everybody Comes to Rick's"
ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Hal B. Wallis, Jack L. Warner         .
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:  Arthur Edeson    
ΜΟΥΣΙΚΗ: Max Steiner (βραβευμένος 3 φορές με Όσκαρ)

ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ: Humphrey Bogart, Ingrid Bergman, Paul Henreid, Claude Rains, Sydney Greenstreet, Peter Lorre, Dooley Wilson


Η ΤΑΙΝΙΑ
Στη δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η εξωτική Καζαμπλάνκα στο Μαρόκο αποτελεί σταυροδρόμι όλων των λαών, που ψάχνουν μια διέξοδο από τα δεινά της Ευρώπης και ένα εισιτήριο προς την ελεύθερη Αμερική. Εδώ βρίσκουν καταφύγιο πολιτικοί πρόσφυγες, τυχοδιώκτες, απατεώνες, καταζητούμενοι, καιροσκόποι, αντιστασιακοί, ένα σωρό διαφορετικοί άνθρωποι, που όλοι τους αναζητούν μια ελπίδα για επιβίωση.
Εδώ βρίσκεται και ο Ρικ,  Αμερικανός ιδιοκτήτης ενός κλαμπ. Ο Ρικ είναι κυνικός, απόμακρος και σκληρός. Κατά βάθος όμως κρύβει μια ηρωική καρδιά και σύντομα θα χρειαστεί να το αποδείξει… Μια μέρα εμφανίζεται στο κλαμπ του η πρώην αγαπημένη του, Ίλσα, με την οποία έζησε έναν μεγάλο έρωτα στο Παρίσι, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Η Ίλσα τότε τον είχε εγκαταλείψει ανεξήγητα. Τώρα, η ξαφνική της επανεμφάνιση, τον αναστατώνει, καθώς ο έρωτας ανάμεσά τους ξαναφουντώνει. Ο Ρικ σύντομα καταλαβαίνει ότι η Ίλσα τον άφησε τότε από υποχρέωση στο σύζυγό της, Βίκτωρ Λάζλο, έναν θρυλικό αντιστασιακό, που καταζητείται από τους ναζί. Ο Ρικ θα αντιμετωπίσει έτσι ένα ηθικό δίλημμα: να διεκδικήσει ξανά τον μεγάλο του έρωτα ή να θυσιαστεί για χάρη ενός ανώτερου σκοπού, όπως είναι ο παγκόσμιος αγώνας ενάντια στη ναζιστική φρίκη, και να βοηθήσει τον Βίκτωρ και την Ίλσα να δραπετεύσουν στην Αμερική;
Τι να πει κανείς για την Casablanca, μια ταινία-μύθο, τόσο κλασική και λατρεμένη, που όλοι μας την ξέρουμε; Μια μεγάλη ερωτική ιστορία, που συνεχίζει να συγκινεί γενιές και γενιές, με ένα ονειρικό κοσμοπολίτικο φόντο: εξωτική Αφρική, διεθνείς ίντριγκες, αντιστασιακοί αλλά και αδίστακτοι vαζί, όλα μαζί σε μια υπέροχη ταινία, που έχει γίνει μια από τις πιο αγαπημένες όλων των εποχών και θεωρείται από τις κορυφαίες στιγμές της έβδομης τέχνης! Μια περίπλοκη, συναρπαστική ιστορία με έντονο πολιτικό και πατριωτικό παρασκήνιο, που περιγράφεται αριστοτεχνικά με τη λιτή αφήγηση του σκηνοθέτη Μάικλ Κερτίζ, και ένα πρωταγωνιστικό δίδυμο-φωτιά, Μπόγκαρτ-Μπέργκμαν, που η κινηματογραφική τους χημεία άναψε τη μεγάλη οθόνη με έναν έρωτα που δεν έχει σβήσει από τότε!
Ο ικανός τεχνίτης Μάικλ Κερτίζ ανέμειξε σε σωστές δόσεις το δράμα, το μελόδραμα, την κωμωδία και την ίντριγκα, δημιουργώντας ένα σφιχτοδεμένο σύνολο. Όλα τα στοιχεία στην Casablanca, το σενάριο, η ηθοποιία, η φωτογραφία, η σκηνοθεσία, η μουσική, βρίσκονται μεταξύ τους σε υπέροχη αρμονία, χωρίς κανένα να επικρατεί και να υπερτερεί του άλλου, κάτι σαν ένα κλασικό μουσικό κομμάτι, που όλα τα ισάξια κομμάτια δίνουν ένα εκπληκτικό σύνολο.
Η ταινία βασίστηκε στο θεατρικό των Μάρεϊ Μπάρνετ-Τζόαν Άλισον «Everybody comes to Rick's». Ξεκίνησε σαν ένα συνηθισμένο φιλμ προπαγάνδας αλλά τελικά έγινε μια από τις πιο ρομαντικές ταινίες όλων των εποχών. Παρά την αρχική φήμη ότι τον πρωταγωνιστικό ρόλο θα είχε ο Ρόναλντ Ρίγκαν, ο παραγωγός της ταινίας, Χαλ Ουόλις, είχε τον Μπόγκαρτ στο μυαλό του από την πρώτη στιγμή. Επίσης, οι παραγωγοί είχαν σκεφτεί αρχικά στο ρόλο της Ίλσα, τη γαλλίδα σταρ Μισέλ Μοργκάν. Επέλεξαν όμως τελικά την Ίνγκριντ Μπέργκμαν -και αυτή ήταν μια απόφαση που δεν θα τη μετάνιωναν ποτέ, όπως απέδειξε η ιστορία!
Εκτός όμως από τις επιτυχημένες επιλογές του πρωταγωνιστικού ζευγαριού και οι υπόλοιπες επιλογές του καστ έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην επιτυχία της ταινίας: Πράγματι, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε κάποιον άλλο ως Γάλλο διοικητή Ρενό από τον Κλοντ Ρέινς. Όπως επίσης έξοχοι ήταν και οι Πίτερ Λόρε και Σίντνεϊ Γκρίνστριτ, που είχαν συνεργαστεί ξανά με τον Μπόγκαρτ στο Γεράκι της Μάλτας. Όλοι οι χαρακτήρες ζωντάνεψαν έξοχα σε αυτή την ταινία. Κι αυτό, γιατί το στούντιο της Ουόρνερ είχε διαθέσιμο έναν πλούτο καταξιωμένων ηθοποιών, ο οποίος είχε αυξηθεί ακόμα περισσότερο με τον πόλεμο, με πολλούς ευρωπαίοι πρόσφυγες ηθοποιούς. Ηθοποιοί που ήταν αστέρια στην Ευρώπη δέχτηκαν με χαρά μικρούς ρόλους εδώ, δίνοντας εξαιρετική υποκριτική ποιότητα στην ταινία. Έτσι, 34 περίπου εθνικότητες απαρτίζουν συνολικά τον καστ της ταινίας και μας θυμίζουν πώς ήταν η Καζαμπλάνκα την εποχή του πολέμου.
Τη μουσική της ταινίας έγραψε ο βραβευμένος με Όσκαρ συνθέτης Μαξ Στάινερ, με κορυφαία στιγμή τη «μάχη των τραγουδιών», όπου Σύμμαχοι και Γερμανοί αντιπαρατίθενται συμβολικά στο κλαμπ του Ρικ, τραγουδώντας οι μεν τη «Μασσαλιώτιδα», οι δε ένα ναζιστικό ύμνο. Και φυσικά, μια από τις κορυφαίες στιγμές της ταινίας είναι και το τραγούδι «As Time Goes By» του Χέρμαν Χάπφελντ, πάνω στο οποίο ο Στάινερ έχτισε όλο το του μουσικό θέμα, κάνοντάς το μια από τις πιο κλασικές μελωδίες στην ιστορία του σινεμά. Το τραγούδι αυτό, όχι μόνο ήταν το ερωτικό θέμα του ζευγαριού, αλλά και το κύριο συνδετικό τέχνασμα του Στάινερ για τους χαρακτήρες. Συνδέει τον Ρικ με την Ίλσα, το παρόν με το παρελθόν, το κοινό με τους χαρακτήρες.
Είναι γνωστό ότι το κείμενο διαμορφώθηκε με την συνδρομή πολλών σεναριογράφων, που έφτιαξαν αξεπέραστους διαλόγους και ένα από τα επιτυχημένα σενάρια που έγιναν ποτέ, το οποίο τιμήθηκε με Όσκαρ. Είναι επίσης γνωστό, ότι το σενάριο δουλευόταν και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ώστε να προκύψει το πιο άρτιο και εμπνευσμένο αποτέλεσμα, που να ταίριαζε ρεαλιστικά στα αδιέξοδα των ηρώων. Η ταινία χαρακτηρίζεται από την αβεβαιότητα που αποπνέουν τα πλάνα της, και ακόμα περισσότερο, από την αγωνία και την ανασφάλεια στα μάτια της Μπέργκμαν, η οποία μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν ήξερε ποιον από τους δύο ήρωες θα ακολουθούσε τελικά η Ίλσα! Όμως, αυτή η αβεβαιότητα είναι που έδωσε τελικά τη συναρπαστική νουάρ ατμόσφαιρα που καθηλώνει τους θεατές.
Η υποδοχή της ταινίας από το κοινό υπήρξε αμέσως θερμή. Με εισπράξεις 3,7 εκατομμυρίων δολαρίων, αποτέλεσε μια από τις εμπορικότερες ταινίες του 1943. Το 1944 η Casablanca κατέκτησε 3 βραβεία Όσκαρ (διασκευασμένου σεναρίου, σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας) και ήταν υποψήφια για άλλα 5! Μεταπολεμικά, και ύστερα από το θάνατο του Μπόγκαρτ το 1957, η ταινία άρχισε να προβάλλεται ξανά σε αφιερώματα στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης. Και από τότε, όσα ακολούθησαν ήταν ιστορία! Ο κόσμος ανακάλυψε ξανά αυτό το κινηματογραφικό διαμάντι και η φήμη του μεγάλωνε όλο και περισσότερο στις δεκαετίες’60 και ’70, περνώντας πια για πάντα στη σφαίρα του κλασικού, ως ένα από τα πιο αγαπημένα φιλμ που έγιναν ποτέ…
Η Casablanca κατέχει σταθερά θέση σε πολυάριθμες κινηματογραφικές λίστες ανά τον κόσμο, που αποδεικνύουν την αγάπη του κοινού και των κριτικών όλα αυτά τα χρόνια. Μερικές από τις πιο σημαντικές είναι:

«Καλύτερο σενάριο όλων των εποχών» από το Αμερικανικό Συνδικάτο Σεναριογράφων.

3η καλύτερη αμερικανική ταινία όλων των εποχών, από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου, πίσω μόνο από το «Πολίτης Κέιν» και το «Ο Νονός».

6 ατάκες της βρίσκονται στις λίστα με τις κλασικότερες όλων των εποχών, στον πίνακα του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου:

«Here's looking at you, kid»-Στην καλή σου τύχη, μικρή (5η θέση)
«Louis, I think this is the beginning of a beautiful friendship»-Λούι, νομίζω ότι αυτή είναι η αρχή μιας υπέροχης φιλίας (20η)
«Play it, Sam. Play “As Time Goes By”» -Παίξ’ το Σαμ. Παίξε το τραγούδι “As Time Goes By” (28η)
«Round up the usual suspects»-Μαζέψτε τους συνήθεις ύποπτους (32η)
«We 'll always have Paris»- Θα έχουμε πάντα το Παρίσι (43η)
«Of all the gin joints in all the towns in all the world, she walks into mine»-Απ’ όλα τα μπαρ σε όλες τις πόλεις του κόσμου, αυτή μπαίνει στο δικό μου (67η)




ΜΑΪΚΛ ΚΕΡΤΙΖ
Ο δημιουργός της Casablanca, Μάικλ Κερτίζ, γεννήθηκε το 1888, στην Ουγγαρία. Σπούδασε στην Βασιλική Ακαδημία της Ουγγαρίας, εργάστηκε για λίγο ως ηθοποιός αλλά σύντομα άρχισε να σκηνοθετεί στο θέατρο και έπειτα στον κινηματογράφο. Είχε ήδη γυρίσει 62 βωβές ταινίες στην Ευρώπη, όταν έφυγε για την Αμερική το 1926, κατευθείαν για το στούντιο της Ουόρντερ.
Ο Κερτίζ ήταν αξιόπιστος σκηνοθέτης και το στούντιο του ανέθεσε μια πληθώρα ταινιών. Τα έργα του, τις δεκαετίες ’30 και ’40, κάλυπταν σχεδόν κάθε είδος ταινίας, με αποκορύφωμα το αριστούργημά του, Casablanca, που έγινε μια από τις πιο κλασικές ρομαντικές ταινίες στην ιστορία του σινεμά.
Δούλεψε με σπουδαίους ηθοποιούς και ήταν πολύ ικανός να τους κατευθύνει, καθώς 10 από τους ηθοποιούς με τους οποίους συνεργάστηκε λάβανε υποψηφιότητα για Όσκαρ: Πολ Μιούνι, Τζον Γκάρφιλντ, Τζέιμς Κάγκνεϊ, Ουόλτερ Χιούστον, Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Κλοντ Ρέινς, Τζόαν Κρόφορντ, Ανν Μπλάιθ, Ιβ Άρντεν, Γουίλιαμ Πάουελ ενώ οι 2 από αυτούς (ο Κάγκνεϊ και η Κρόφορντ) τιμήθηκαν με Όσκαρ για ερμηνείες σε ταινίες του.
Αν και εκατομμύρια κόσμος έχει ευχαριστηθεί τις ταινίες του όλα αυτά τα χρόνια, ο Κερτίζ θεωρείται ένας από τους υποτιμημένους σκηνοθέτες. Όμως, ο Κερτίζ αποτέλεσε μια σταθερή αξία στο Χόλλυγουντ, καθώς ήταν εργατικός και επαγγελματίας, και μεταξύ ’30-’40, σκηνοθέτησε περισσότερες ταινίες από οποιονδήποτε άλλο σκηνοθέτη στο Χόλλυγουντ. Είχε αποκτήσει τεράστια εμπειρία κατευθύνοντας μια τεράστια γκάμα ηθοποιών, πολύ διαφορετικών μεταξύ τους. Με τις ταινίες του, βοήθησε να υπάρχει πάντα δουλειά, να επιβιώνουν πολλοί ηθοποιοί ανάμεσα στις «μεγάλες» ταινίες τους και να καθιερώνονται στη μνήμη του κοινού. Όπως είπε ο διάσημος θεωρητικός και κριτικός Άντριου Σάρις: «Σκηνοθέτησε πολλές από τις «βιοποριστικές» ταινίες της Μπέτι Ντέιβις, μοιράστηκε τον κύκλο ταινιών του Έρολ Φλιν με τον Ραούλ Ουόλς, οδήγησε τον Κάγκνεϊ και την Κρόφορντ σε Όσκαρ, βοήθησε τις αδελφές Λέινς να τα βγάλουν πέρα την εποχή της οικονομικής ύφεσης. Συνέβαλε στο να προβληθούν οι αξιομνημόνευτες αναρχικές προσωπικότητες των Κάγκνεϊ, Μπόγκαρτ, Γκάρφιλντ και Μιούνι, με ενδιάμεσες ταινίες, όχι τόσο αξιομνημόνευτες».
Το αριστούργημά του, η Casablanca, θεωρείται η πιο ευτυχής στιγμή της καριέρας του, η πιο τυχερή σκηνοθετική του συγκυρία, καθώς εκεί όλα φάνηκαν να «δένουν» με έναν μαγικό τρόπο. Όμως, αν κοιτάξουμε το φιλμ καλύτερα, θα δούμε ότι τίποτα δεν ήταν θέμα τύχης ή σύμπτωσης, για έναν τόσο πεπειραμένο σκηνοθέτη. Ήταν η πιο ώριμη στιγμή μιας μακροχρόνιας καριέρας, που χαρακτηριζόταν από ικανότητα και επαγγελματική ευσυνειδησία.
Εκτός από την Casablanca, το έργο του περιλαμβάνει πολλές αξιόλογες ταινίες όπως: Κερένιες μάσκες (1933), 20.000 χρόνια στο Σιγκ-Σιγκ (1933), Η επέλαση της ελαφράς ταξιαρχίας (1936), Ο Ρομπέν των δασών (1938), Κολασμένες ψυχές (1938), Θύελλα σε μητρική καρδιά (1945), Δεν είμαστε άγγελοι (1955) και πολλές ακόμα.
Τη δεκαετία του ’50 ο πολυγραφότατος Κερτίζ συνέχισε να γυρίζει ταινίες, οι περισσότερες ευχάριστες οικογενειακές ταινίες, απ’ όπου θυμόμαστε περισσότερο το μιούζικαλ «Λευκά Χριστούγεννα», με το ομώνυμο κλασικό τραγούδι.
Πέθανε το 1962, έχοντας γυρίσει συνολικά 173 ταινίες, ανάμεσά τους, την πιο κλασική αμερικάνικη ταινία όλων των εποχών.

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ

The Comancheros (1961) Κομαντσέρος
The Proud Rebel (1958) Αλύγιστος αντάρτης
We're No Angels (1955) Δεν είμαστε άγγελοι
White Christmas (1954) Λευκά Χριστούγεννα
Force of Arms (1951) Οι καμπάνες του Αγίου Πέτρου
I'll See You in My Dreams (1951) Σε βλέπω στα όνειρά μου
The breaking point (1950) Παράνομο φορτίο
Life with Father (1947) Η ζωή με τον πατέρα
Night and day (1946) Νύχτα και μέρα
Mildred Pierce (1945) Θύελλα σε μητρική καρδιά
Mission to Moscow (1943) Αποστολή στη Μόσχα
Casablanca (1942)
Yankee Doodle Dandy (1942) Ο ουρανός της δόξας
The Sea Wolf (1941) Ο θαλασσόλυκος
Santa Fe Trail (1940) Σάντα Φε
The Sea Hawk (1940) Ο αετός των θαλασσών
Angels with Dirty Faces (1938) Κολασμένες ψυχές
The Adventures of Robin Hood (1938) Ο Ρομπέν των δασών
The Charge of the Light Brigade (1936) Η επέλαση της ελαφράς ταξιαρχίας
Captain Blood (1935) Κάπταιν Μπλουντ
Black fury (1935) Μαύρη κόλαση
Mystery of the Wax Museum (1933) Κερένιες μάσκες
20,000 Years in Sing Sing (1932) 20.000 χρόνια στο Σιγκ-Σιγκ


ΧΑΜΦΡΕΪ ΜΠΟΓΚΑΡΤ
Ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ ή Bogey, όπως συνήθιζαν να τον λένε οι φίλοι του, (παρατσούκλι που του είχε κολλήσει ο φίλος του ηθοποιός Σπένσερ Τρέισι), γεννήθηκε το 1899 στη Νέα Υόρκη. Ήταν ένα κράμα ευσυνειδησίας, καλοσύνης, ταλέντου αλλά και μεγάλος φαν της οινοποσίας, του καπνίσματος και της άστατης ζωής. Αγαπούσε πολύ το διάβασμα, το σκάκι, την κλασική μουσική και απέφευγε όσο μπορούσε τα καλούπια. Είχε πολλούς φίλους ηθοποιούς που τον βοήθησαν να παίξει μικρούς ρόλους στο Broadway. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 υπογράφει συμβόλαιο με την Fox, αλλά επειδή δεν έρχεται η πολυπόθητη επιτυχία, αυτό διακόπτεται.
Απτόητος ο Βogey, το 1936, θα παίξει στην κινηματογραφική μεταφορά της θεατρικής επιτυχίας του Ρόμπερτ Σέργουντ Το Απολιθωμένο Δάσος, όπου θα υποδυθεί τον φονιά Ντιούκ Μάντι, μετά από επίμονη προτροπή του μεγάλου ηθοποιού Λέσλι Χάουαρντ. Μετά από αυτό υπογράφει συμβόλαιο με την Warner, παίζοντας σε δεύτερους ρόλους, (1936-1940) μέχρι που πρωταγωνιστεί στο Γεράκι της Μάλτας (1941). Όλο αυτόν τον καιρό, έχει αρχίσει και καταξιώνεται και ως ηθοποιός (υποδυόμενος συνήθως τον γκάνγκστερ ή τον μαφιόζο), αλλά και ως άνθρωπος, που μάχεται για ένα δίκαιο κόσμο μέσα στη διεφθαρμένη κοινωνία εκείνης της εποχής, εκφράζοντας έντονα την αντίθεσή του για τον Μακάρθι.
Στο Γεράκι της Μάλτας, του Χιούστον, υποδύεται τον χαρακτήρα που έγινε το σήμα κατατεθέν του, αυτό του κυνικού αλλά και συνάμα έξυπνου και ευαίσθητου ιδιωτικού ντετέκτιβ. Ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία και διεθνής αναγνώρισή έρχεται όμως με τη γνωστή σε όλους μας και κλασική πια, Casablanca, στην οποία συνεργάστηκαν ιερά τέρατα, όπως ο Μαξ Στάινερ, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, σε σκηνοθεσία Μάικλ Κερτίζ.
Ακολούθησαν οι ταινίες Η σειρήνα της Μαρτινίκα (1944), το πολύ καλό φιλμ νουάρ Ο μεγάλος ύπνος (1946), στο οποίο συμπρωταγωνιστεί και η μετέπειτα γυναίκα του, Λορίν Μπακόλ. Πρωταγωνίστησε και στην αγέραστη ταινία Ο θησαυρός της Σιέρρα Μάντρε (1948), καθώς και στη Βασίλισσα της Αφρικής, το 1951, με την Κάθριν Χέμπορν, για το οποίο πήρε και Όσκαρ α’ ανδρικού ρόλου. Μια από τις τελευταίες του ταινίες ήταν το Σαμπρίνα, με συμπρωταγωνίστριά του την αξιολάτρευτη Όντρεϊ Χέμπορν (1954).
Παντρεύτηκε 4 φορές, με διάφορες ηθοποιούς, έχοντας με κάποιες από αυτές θυελλώδεις σχέσεις, αλλά τον έρωτα τον γνώρισε στο πρόσωπο της Λορίν Μπακόλ, με την οποία έμεινε και ως το τέλος της ζωής του. Ήταν πάρα πολύ ταιριαστοί, όπως λένε πηγές από εκείνη την εποχή, συμπότες, συνοδοιπόροι, με πολύ χιούμορ και οι δύο και είχαν μεταξύ τους απίστευτη τρυφερότητα και αγάπη.
Ο Bogey, χαρακτηρίστηκε ως ο μεγαλύτερος κινηματογραφικός σταρ όλων των εποχών, έγινε γραμματόσημο το 1997 στις ΗΠΑ αλλά και αγαπήθηκε όσο λίγοι, για τον αδέκαστο και τίμιο χαρακτήρα του, καθώς και για τις κινηματογραφικές επιτυχίες του. Στο τέλος της ζωής του, η υγεία του είχε κλονιστεί από το τσιγάρο και το αλκοόλ, σε πολύ μεγάλο βαθμό, αλλά αυτός δεν πτοούνταν, ούτε έχανε το χιούμορ του. Πέθανε το 1957 από καρκίνο του οισοφάγου. Η τελευταία ατάκα αυτού του gentleman του ασπρόμαυρου κινηματογράφου, είναι διανθισμένη από αυτή την αίσθηση του χιούμορ του: «Γαμώτο, δεν θα έπρεπε ποτέ να το γυρίσω από το ουίσκι στο μαρτίνι!»


ΙΝΓΚΡΙΝΤ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ
Η πανέμορφη Ίνγκριντ Μπέργκμαν γεννήθηκε στη Σουηδία το 1915. Από την παιδική της ηλικία κιόλας ήξερε ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός. Στα 19 της ξεκίνησε να παίζει στον κινηματογράφο και πρωταγωνίστησε σε πολλές ταινίες στην Ευρώπη. Στην Αμερική συστήθηκε στο κινηματογραφικό κοινό με ένα ρομαντικό ρόλο, στο Ιντερμέτζο, ριμέικ μιας σουηδικής ταινίας στην οποία πρωταγωνιστούσε η ίδια.
Το αμερικανικό κοινό της λάτρεψε αμέσως. Με την αγέρωχη, αγγελική ομορφιά της, η Μπέργκμαν ενσάρκωνε την τέλεια γυναίκα. Πότε δυναμική και ιδεαλίστρια, πότε ευαίσθητη και θύμα της αγάπης, η Μπέργκμαν αποτέλεσε, σύμφωνα με την St. James Encyclopedia of Popular Culture, «τον ορισμό του ιδανικού για την αμερικανίδα γυναίκα». Οι Αμερικανοί την εξύμνησαν ως μια ξεχωριστή σταρ, φυσική, χωρίς ανάγκη μακιγιάζ. Ο κριτικός Τζέιμς Άτζι  έγραφε: «Όχι μόνο θυμίζει απίστευτα μια αληθινή και προσιτή ανθρώπινη ύπαρξη αλλά ξέρει πραγματικά και να παίζει, με ένα μείγμα ποιητικής χάρης και  ήσυχου ρεαλισμού». Σύμφωνα με τον ιστορικό Ντέιβιντ Τόμσον, η Μπέργκμαν «πάντα πάλευε να είναι μια «αληθινή» γυναίκα» και έτσι πολλές γυναίκες ταυτίζονταν έτσι μαζί της: «Υπήρχε μια εποχή στα μέσα του ’40 που η Μπέργκμαν προκαλούσε ένα είδος αγάπης στην Αμερική που πολύ σπάνια έχει ξαναγίνει».
Επίσης, όλες οι ταινίες της είχαν πολύ καλή τύχη εμπορικά. Το περιοδικό Life έγραφε στην αρχή της αμερικανικής καριέρας της ότι: «όλες της οι ταινίες είναι ευλογημένες» και πηγαίνανε πολύ καλά. Αλλά και η ίδια ήταν πολύ ευχαριστημένη με τους ρόλους που εξασφάλιζε, καθώς επιζητούσε πάντα έξοχους δραματικούς ρόλους, μεγάλες ηρωίδες, χωρίς να τη νοιάζει τόσο το χρηματικό ζήτημα. Είχε πει: «Είμαι ηθοποιός και με ενδιαφέρει να παίζω, όχι να κάνω χρήματα».
Ο «σκηνοθέτης των γυναικών», Τζορτζ Κιούκορ είπε κάποτε στην Μπέργκμαν: «Ξέρεις τι λατρεύω ειδικά σε σένα, αγαπητή μου Ίνγκριντ; Τη φυσικότητά σου. Η κάμερα λατρεύει την ομορφιά σου, την ηθοποιία σου και τη μοναδικότητά σου. Ένας σταρ πρέπει να είναι μοναδικός. Η μοναδικότητα σε κάνει μια μεγάλη σταρ». Μερικούς από τους κυριότερους πρωταγωνιστικούς της ρόλους ήταν στις ταινίες Για ποιον χτυπά η καμπάνα, Εφιάλτης (για το οποίο τιμήθηκε με Όσκαρ), Οι καμπάνες της Αγίας Μαρίας, Ιωάννα της Λωρραίνης αλλά και στις ταινίες του Χίτσκοκ Υπόθεση Νοτόριους, Νύχτα αγωνίας, Στον αστερισμό του Αιγόκερω.
Στη δεκαετία του ’50, έχοντας απολαύσει μια δεκαετία εκπληκτικής φήμης στο Χόλλυγουντ, η Μπέργκμαν τους εκπλήσσει όλους παίζοντας στο ιταλικό δράμα Στρόμπολι του Ρομπέρτο Ροσελίνι, με τον οποίο ξεκίνησε μια θυελλώδη παράνομη σχέση. Δρώντας όπως οι ρομαντικές ηρωίδες που υποδυόταν, η Μπέργκμαν δεν υπολόγισε τις κοινωνικές συμβάσεις και προκάλεσε σκάνδαλο, που δυσαρέστησε πολλούς από τους αμερικανούς θαυμαστές της. Παρέμεινε τότε στην Ευρώπη και γύρισε μια σειρά ταινιών με τον Ροσελίνι, από τις οποίες ξεχώριζαν το Ταξίδι στην Ιταλία, και Ο φόβος ενώ πρωταγωνίστησε και στο αριστούργημα του Ζαν Ρενουάρ, Η Έλενα και οι άντρες της. Αφού παντρεύτηκε τον Ροσελίνι, οι θαυμαστές της έδειχναν έτοιμοι να την υποδεχτούν ξανά με αγάπη: και φάνηκε με την χολλυγουντιανή επιστροφή της, την ταινία Αναστασία, που υποδυόταν τη χαμένη κόρη των Ρομανόφ, για την οποία τιμήθηκε με το 2ο Όσκαρ της καριέρας της.
Τη Μπέργκμαν τη θυμόμαστε επίσης από την κομψή κομεντί Αδιακρισίες, δίπλα στον Κάρι Γκραντ, τη δεκαετία του ’50, Το αγκάθι, Αντίο για πάντα και Η κίτρινη Ρολς-ρόις τη δεκαετία του ’60 και δύο σημαντικούς ρόλους τη δεκαετία του ’70: στο Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές, που της χάρισε το 3ο της Όσκαρ, και τη συγκλονιστική ερμηνεία της στην ταινία του συμπατριώτη της, Ίγκμαρ Μπέργκμαν, Φθινοπωρινή σονάτα.
Σύμφωνα με το βιογράφο της, Ντόναλντ Σπότο, η Μπέργκμαν «ήταν ίσως η πιο διεθνής σταρ στην ιστορία της κινηματογραφικής ψυχαγωγίας. Είχε ερμηνεύσει ρόλους σε 5 διαφορετικές γλώσσες, έπαιξε στο θέατρο, στο σινεμά, στην τηλεόραση…».
Η Μπέργκμαν κέρδισε συνολικά στη ζωή  της 3 Όσκαρ, 2 Emmy και ένα Tony. Έχει ψηφιστεί 4η στη λίστα με τις μεγαλύτερες σταρ του αμερικανικού κινηματογράφου και 4η στη λίστα με τους μεγαλύτερους γυναικείους κινηματογραφικούς θρύλους (Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου). Επίσης, βρίσκεται μέσα στη λίστα του περιοδικού Empire με τις 100 πιο σέξι σταρ στην ιστορία του κινηματογράφου και στη λίστα του περιοδικού Premiere με τους 50 σπουδαιότερους κινηματογραφικούς σταρ όλων των εποχών.
Το 1980 η Μπέργκμαν εξέδωσε την αυτοβιογραφία της, που έγινε μπεστ σέλερ.
Πέθανε δύο χρόνια μετά, στα 67 γενέθλιά της, στο Λονδίνο.



Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΝΟΣ ΜΥΘΟΥ: ΑΠΟ ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΟΘΟΝΗ
Τη δεκαετία του ’40 το στούντιο της Ουόρνερ ξεκίνησε τη δημιουργία της Casablanca, στοχεύοντας σε μια μέση οικονομική παραγωγή, που θα απέφερε ικανοποιητικά στα ταμεία. Ακολουθήθηκε λοιπόν η στάνταρ διαδικασία των στούντιο για μια καλή επαγγελματική δουλειά, διανέμοντας προσεκτικά τις αρμοδιότητες στους κατάλληλους ανθρώπους.
Τον πιο σημαντικό ρόλο όμως στην επιτυχία της ταινίας έπαιξαν ο παραγωγός, Χαλ Ουόλις, και ο σκηνοθέτης, Μάικλ Κερτίζ, που κατεύθυναν την πορεία της ταινίας με τέτοιο τρόπο που την οδήγησαν σε αυτό το εκπληκτικό αποτέλεσμα.
Γύρω στο 1941 το θεατρικό έργο των Μάρεϊ Μπάρνετ-Τζόαν Άλισον «Everybody Comes to Rick's», που εκτυλισσόταν σε ένα κοσμοπολίτικο κλίμα στην κατεχόμενη Ευρώπη, κυκλοφορούσε στους κύκλους των χολλυγουντιανών στούντιο, χωρίς να έχει εκδηλωθεί μεγάλο ενδιαφέρον για την αγορά του. Όμως, με την Αμερική να έχει μόλις μπει στον πόλεμο, το έργο απέκτησε ξαφνικά μεγαλύτερο νόημα και επικαιρότητα και οι Ουόρνερ το αγοράσανε.
Η πρώτη επιλογή του Ουόλις για σκηνοθέτη ήταν ο Ουίλιαμ Ουάιλερ. Όμως, αυτό τελικά δεν προχώρησε και τότε στράφηκε στον φίλο του, Μάικλ Κερτίζ. Ο Χαλ Ουόλις θυμάται: «Στη δεκαετία μεταξύ ΄30-’40 ο Κερτίζ σκηνοθέτησε 45 ομιλούσες ταινίες. Μπορεί να ήταν ένα συνονθύλευμα από μελοδράματα, ταινίες τρόμου, πειρατικές, γουέστερν και γκανγκστερικές… Αλλά όλες του οι ταινίες είχαν κάτι κοινό. Τις έφτιαχνε πάντα στην ώρα τους, σπάνια ξεπερνούσε το μπάτζετ και συνήθως πάντα έφερναν λεφτά στο ταμείο…». Ήταν λοιπόν ένας σκηνοθέτης που μπορούσες να βασιστείς πάνω του, ικανός και επιτυχημένος εμπορικά.
Τον Φεβρουάριο του 1942 ο Ουόλις συζήτησε το έργο με δύο από τους καλύτερους σεναριογράφους του στούντιο, τους αδελφούς Έπσταϊν. Αυτοί κατενθουσιάστηκαν: «Πιστέψαμε ότι το θεατρικό μπορούσε να γίνει μια υπέροχη ταινία. Είχε πολύ «ζουμί». Και λατρεύαμε τον χαρακτήρα που θα υποδυόταν ο Μπόγκαρτ» είπε ένα από τους αδελφούς. Οι Έπσταϊν ήταν γνωστοί για τον σπιρτόζο διάλογό τους. Κι άλλοι σεναριογράφοι δούλευαν παράλληλα για το σενάριο της Καζαμπλάνκα αλλά στους Έπσταϊν οφείλονται τα εξής σημαντικά στοιχεία:
-η μεταμόρφωση του χαρακτήρα διοικητής Ρενό, από έναν ποταπό γυναικά στον πανέξυπνο, πνευματώδη φίλο του Ρικ.
-η μεταμόρφωση του Ρικ από έναν πικρόχολο δικηγόρο σε έναν κυνικό άντρα, με απρόσμενα αποθέματα τρυφερότητας, δύναμης και ενδιαφέροντος για τον συνάνθρωπο.
-τα απολαυστικά πειράγματα που ανταλλάσσουν μεταξύ τους ο Ρικ και ο διοικητής Ρενό.
-οι σκηνές με τις οποίες ο Ρικ «συστήνεται» στο κοινό, ώστε να καταλάβουμε καλύτερα τον χαρακτήρα του
-το έξυπνο χιούμορ της ταινίας.
Καθώς οι Έπσταϊν παρέδωσαν στον Ουόλις το κομμάτι που είχαν ολοκληρώσει, ο παραγωγός στράφηκε και σε έναν άλλο σεναριογράφο, τον Χάουαρντ Κοτς, για να κάνει τις δικές του υποδείξεις. Ο Κοτς ήταν νεότερος, και πιο πολιτικοποιημένος (αργότερα, θα βρεθεί στη μαύρη λίστα του Μακάρθι). Έδωσε λοιπόν έδωσε και τη δική του πρόταση για κάποια αλλαγή στο σενάριο:
«Υπάρχει κίνδυνος η θυσία του Ρικ στο τέλος να φανεί θεατρική και ψεύτικη, εκτός κι αν, νωρίς στην ιστορία, δείξουμε και την πλευρά του χαρακτήρα του που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυτή την τελική απόφαση. Θα ήταν ενδιαφέρον λοιπόν να βάλουμε τον Ρενό να εισχωρήσει στον μυστήριο χαρακτήρα του Ρικ, όταν μαντεύει ότι ο κυνικός Αμερικανός είναι κατά βάθος, ένας αισθηματίας. Ο Ρικ γελά με την ιδέα και τότε ο Ρενό αναφέρει τα αποδεικτικά στοιχεία για τον ισχυρισμό του: πέρασε όπλα στην Αιθιοπία, πολέμησε στον πλευρό των Κυβερνητικών στον Ισπανικό Εμφύλιο. Ο Ρικ λέει ότι πληρώθηκε καλά και στις δύο περιπτώσεις. Ο Ρενό απαντά ότι θα μπορούσε να είχε πληρωθεί πολύ καλύτερα από την πλευρά που κέρδισε. Ο Ρικ αρνείται τον υπαινιγμό του Ρενό αλλά, σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, βλέπουμε αποδείξεις για την ανθρωπιά του, την οποία κάνει ό, τι μπορεί για να την κρύψει».
Οι σοφές υποδείξεις του επικράτησαν και ο Κοτς έκανε εξαιρετική λεπτοδουλειά, προσθέτοντας πολλές λεπτομέρειες που εμπλούτισαν την ταινία, όπως το νεαρό ζευγάρι Βουλγάρων, που ο Ρικ βοηθάει κρυφά στη ρουλέτα, ενισχύοντας έτσι τον ηρωικό του χαρακτήρα.
Προς τα τέλη Μαΐου, το σενάριο ήταν σχεδόν έτοιμο για να ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Αλλά ο Ουόλις ένιωθε ότι υπήρχαν ακόμα προβλήματα με τον χαρακτήρα της Ίλσα και το τέλος της ταινίας. Εκεί βοήθησε ένας ακόμα σεναριογράφος, ο Κέισι Ρόμπινσον, ο οποίος έδωσε και το δικό στίγμα, με τις παρακάτω παρατηρήσεις: «Η εντύπωσή μου εξακολουθεί να είναι ότι η Casablanca είναι ένα καλογυρισμένο μελόδραμα, με εξαιρετικό χιούμορ, αλλά η ιστορία αγάπης είναι ανεπαρκής. Θα έβαζα λοιπόν μια σκηνή, όπου η Ίλσα προσπαθεί να μάθει από τον Σαμ πού βρίσκεται ο Ρικ. Σκεφτείτε μια στιγμή τα γεγονότα της ερωτικής ιστορίας και θα καταλάβετε. Το κορίτσι έχει μόνο ένα πράγμα στο μυαλό του, να βρει τον Ρικ και να του πει γιατί δεν πήγε ποτέ στο ραντεβού τους στο σταθμό του τρένου. Αφού τον αγαπά τόσο πολύ και υποψιάζεται ότι και αυτός την αγαπά ακόμα, πρέπει να το ξεκαθαρίσει αυτό. Δεν χρειάζεται να φανερώσει το κίνητρό της στον Σαμ, ούτε το κοινό θα πρέπει να το καταλάβει. Όμως, αυτή η υπόθεση λειτουργεί ως μια πολύ καλή κλιμάκωση στην ερωτική ιστορία, θα κεντρίσει το ενδιαφέρον του κοινού και θα κάνει τη συνάντηση ανάμεσα στην Ίλσα και τον Ρικ πολύ έντονη και αποτελεσματική». Οι παραπάνω υποδείξεις δεν υλοποιήθηκαν ακριβώς έτσι, αλλά πολλές παρόμοιες υποδείξεις του ακολουθήθηκαν και ο Ρόμπινσον συνέβαλλε ουσιαστικά στο σενάριο με τη δημιουργία έντονων συναντήσεων ανάμεσα στον Ρικ και στην Ίλσα.
Και άλλα πράγματα άλλαξαν οι σεναριογράφοι από το θεατρικό έργο, όπως αυτά που έχουν να κάνουν με την αντιμετώπιση των Γερμανών. Στο θεατρικό, ο Ρικ βοηθάει τον Βίκτωρ και την Ίλσα να δραπετεύσουν και στο τέλος συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς. Με τον πόλεμο όμως να έχει ξεκινήσει και την ανάγκη οι ταινίες να εμψυχώνουν τους Συμμάχους και να ανυψώνουν το ηθικό, αποκλειόταν ένα τέλος που να δίνει έστω και μια μικρή νίκη στους Γερμανούς. Οπότε, στην ταινία, η αναμέτρηση μεταφέρθηκε από το κλαμπ στο αεροδρόμιο. Εκεί, ο Γερμανός στρατηγός πυροβολείται και ο Ρενό κάνει τα στραβά μάτια, υποστηρίζοντας φυσικά τον αγώνα της ελευθερίας.
Αλλά και για το τέλος της ταινίας υπήρχε το πρόβλημα πώς να κάνουν πιστευτή την αναχώρηση της Ίλσα και του Λάζλο. Σε αυτό το σημείο ο Ουόλις εξέφραζε την αγωνία του για την έκβαση του σεναρίου: «Ήταν πρακτικά αδύνατο να γράψουμε μια σκηνή ανάμεσα στους δύο, όπου ο Ρικ θα κατάφερνε να πείσει ικανοποιητικά την Ίλσα ότι πρέπει να τον αφήσει. Δεν υπήρχαν επιχειρήματα που να στέκουν επαρκώς για να την μετακινήσουν από την απόφασή της να παραμείνει…» Κάνοντας όμως το έξυπνο τέχνασμα να μετακινήσουν τη δράση στο αεροδρόμιο και να παρευρίσκεται εκεί και ο Λάζλο, πέτυχαν ώστε η Ίλσα να ξαφνιάζεται και να πείθεται από την αναγκαιότητα της άμεσης απόφασης.
Στον Ουόλις, τον πανέξυπνο παραγωγό, οφείλεται τέλος μια από τις πιο κλασικές ατάκες της ταινίας και του σινεμά γενικότερα: «Λούι, νομίζω ότι αυτή είναι η αρχή μιας υπέροχης φιλίας», που έβαλε τον Μπόγκαρτ να την ηχογραφήσει αργότερα στο στούντιο.
Το γράψιμο του σεναρίου συνεχίστηκε και στη διάρκεια των γυρισμάτων και μάλιστα το στούντιο θορυβήθηκε, γιατί θεώρησε ότι είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Ο Κερτίζ, σε γενικές γραμμές, σεβάστηκε τις επιθυμίες των παραγωγών αλλά υποστήριζε τις αλλαγές και έβαλε και αυτός το προσωπικό του στοιχείο: Ο Κερτίζ ήταν αυτός που έβαλε την Ίλσα να σπάζει ένα ποτήρι κρασί με το χέρι της, σε μια σκηνή έντασης στο Παρίσι.  Επίσης, ήταν υπεύθυνος για τη σκηνή όπου το ζευγάρι οδηγεί στην εξοχή, χωρίς καμιά απολύτως ομιλία –μια σκηνή που είχε ανησυχήσει τον παραγωγό, παρέμεινε όμως στην κλασική πια ταινία.
Επίσης, επέτρεψε να γίνουν και κάποιες άλλες αλλαγές, όπως η ατάκα «Καλή σου τύχη», που άλλαξε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων σε «Στην καλή σου τύχη, μικρή», ύστερα από πρόταση του ίδιου του Μπόγκαρτ.
Τέλος, ήταν υπεύθυνος για το γρήγορο και σφιχτό ρυθμό της ταινίας. Ο δυναμικός ρυθμός ήταν άλλωστε και το σήμα κατατεθέν του. Ο Κερτίζ με έξοχη σκηνοθετική οικονομία, παρέμενε σε συζητήσεις και πράξεις των χαρακτήρων μόνο όταν ήταν σημαντικές, αλλιώς προχωρούσε σε επόμενη σκηνή. Και πράγματι, βλέπουμε ότι η Casablanca είναι γυρισμένη με έναν συναρπαστικό ρυθμό, χωρίς τίποτα περιττό.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου