Ο ΚΟΥΝΑΒΗΣ ἔδεσε τὴ γελάδα
του στὴν γκορτσιά. Νὰ φτάνει μέχρι τὸ πεζουλάκι τοῦ γείτονα τὸ σκοινί.
Τράβηξε γιὰ τὸν μπαξέ. Ἦταν σώγαμπρος καὶ γέρος. Ἡ γυναίκα του πεθαμένη.
Μόνη του περιουσία ἡ γελαδίτσα καὶ τὸ δικαίωμα νὰ ἐργάζεται σὲ τοῦτο
τὸ Ραμέικο χτῆμα – ἕξι στρέμματα. Μετὰ τὸ θάνατό του οἱ Ραμέοι θὰ τὸ
ἔδιναν ἀλλοῦ. Εἶχε μοιράσει τὸ χτῆμα στὰ τρία. Τό 'να τό 'σπερνε σιτάρι.
Τ' ἄλλο τό 'χε φυτέψει καρποφόρα δέντρα. Τὸ τρίτο, μὲ τὸ πηγάδι, ὁ
μπαξές του.
Κρέμασε στὸ φουρτζιάτο, δίπλα στὸ πηγάδι, τὸ σακούλι —ἕνα κομμάτι
ψωμὶ καὶ λίγο τυρὶ εἶχε μέσα— πῆρε τὸ ξινάρι καὶ μὲ τὴ λάτζα πότιζε
σειρὰ σειρὰ τὸν μπαξέ του. Πρώιμα ὅλα. Ἀπὸ δεξιά, δυὸ βραγιὲς ἀγγουράκια
εἶχαν σκάσει φύτρο, δίπλα μελιτζάνες, μπάμιες, φασολάκια μακρυνάρικα.
Πιὸ πίσω πατάτες, ντομάτες – φέτος ἔβαλε τρεῖς σειρὲς περισσότερες.
Καὶ καμιὰ πενηνταριὰ γοῦβες μποστάνι. Πότισμα μόνο σήμερα. Ἀπομεσήμερο
θά 'κοβε λίγα ξύλα ἀπὸ τὸ λόγγο, καὶ μὲ τὸ δείλι θὰ γύρναγε στὸ κονάκι.
Δὲν τὴν μπόραγε τὴ μοναξιά. Ἄλλα καὶ τί νά 'κανε. Δὲν ἔβγαινε καὶ σὲ
κόσμο. Ἦταν λιγόλογος. Τὸν κερνάγανε. Δὲν εἶχε λεφτὰ νὰ κεράσει κι
αὐτὸς κι ἀπόφευγε τὰ βράδια νὰ πηγαίνει στὸ μαγαζάκι.
Στὸ δρόμο, ἅμα
ἀπάνταγε ἄνθρωπο, ρώταγε, μάθαινε νέα. Κάθε Σάββατο ἄναβε καὶ τὸ
καντηλάκι τῆς γυναίκας του στὸ νεκροταφεῖο. Μόνη συντροφιὰ ἡ γελάδα
καὶ τὸ χτῆμα. Πότιζε, ἔκοβε τ' αὐλάκια κι ὅλο συλλογιόταν. Τὰ χρόνια
ποὺ πέρασε μὲ τὴν κυρά του. Χωρὶς παιδιά. Χρόνια φτωχὰ ἀλλὰ καλά. Δούλευε,
σκεφτόταν καὶ φρόντιζε τὸν μπαξέ του. Τὰ φύτρα, τὰ δεντράκια, ἦταν τὰ
παιδιά του. Κορφολόγαγε τὶς φασουλιὲς ν' ἁπλώσουν. Χάζευε τὰ λουλουδάκια
ἀπὸ τὶς μελιτζανιές. Κι ὅπως τό 'χε συνήθειο ἡ γυναίκα του, φύτευε
κι αὐτὸς λογιῶν λουλούδια στὸν μπαξέ, νά 'ναι πιὸ ὄμορφος.
Ἄφησε γιὰ λίγο τὸ πότισμα. Τράβηξε κατὰ τὶς ντοματιές. Τὸν εἶχαν παιδέψει
φέτος. Τὶς ἔκοβε ἡ ψυχαλίθρα. Πῆρε φάρμακο. Ἔριξε στὶς ρίζες τους καὶ
τὶς γλίτωσε. Τώρα εἶχαν γίνει κοτζὰμ δεντράκια, θέλαν φουρκάδες. Αὔριο
θά 'κοβε μουρόκλαρες καὶ θὰ τὶς φούρκιζε. Νὰ ψηλώσουν. Πέρασε μέσα
στὶς ντοματιές. Ἡ πατάτα εἶχε πετάξει ἄσπρα λουλουδάκια. «Καλὴ χρονιὰ
φέτος», σκέφτηκε. Πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες εἶχε πουλήσει καὶ τὸ μοσχαράκι
ποὺ τοῦ 'δωκε ἡ γελάδα του. Ὅλα καλά. Γύρισε. Εἶδε τὸ ζό. Δὲν ἔβοσκε.
«Μπὰς καὶ τυλίχτηκε.» Τράβηξε κατακεῖ. Στεκόταν ἀκίνητο. Μόλις εἶδε
τὸν ἀφέντη νά 'ρχεται καταπάνω του, κούνησε τὴν οὐρά της. Ὁ Κουναβὴς
βιάστηκε. «Θὰ μπερδεύτηκε στὴν γκορτσιά. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σκύψει, νὰ
βοσκήσει.» Ἡ γελάδα τὸν εἶδε. Ἐρχόταν καταπάνω της. Μουγγάνισε.
«Κάτι μοῦ ἔπαθε τὸ ζό.» Ἄρχισε νὰ τῆς μιλάει ἀπὸ μακριά. «Ἔι! Τὰ κατάφερες;»
Πλησίασε στὰ δέκα μέτρα. Ἀκίνητο τὸ ζό. «Κακὸ πού 'παθα», μουρμούρισε
ὁ γέρος. «Ἔρχομαι. Τώρα. Τυλίχτηκες πάλι. Θὰ σὲ ξετυλίξω γώ. Δὲ βρῆκες
βοσκή; Σὲ πάω ἀλλοῦ νὰ χορτάσεις...» Ἔφτασε μιλώντας δίπλα στὸ ζό. Τὸν
κοίταζε στὰ μάτια. «Τί θέλει νὰ μοῦ πεῖ...» Ἅπλωσε τὸ χέρι νὰ τὸ χαϊδέψει.
Στὴ μουσούδα. Τὸ ζὸ γύρισε τὴ μουσούδα καταπίσω. Κάτι τοῦ ἔδειχνε...
Ὁ γέρος κοίταξε.
Ἕνα φίδι. Κοντοσιτέρης. Εἶχε ἀνέβει τὸ δεξὶ πισινὸ πόδι, ἔφτασε
τὸ βυζί της καὶ βύζαινε τὸ γάλα της. Ὁ Κουναβὴς τήραξε μιὰ τὴ γελάδα,
μιὰ τὸ φίδι. Δυὸ βήματα δίπλα ἕνα παλούκι ἀπὸ φράχτη. «Νὰ τό 'παιρνε,
νὰ τὸ κοπάναγε. Ἄλλα ἂν προλάβαινε κεῖνο κι ἔμπηγε τὰ δόντια του στὸ
βυζί της; Θὰ δηλητηριαζόταν ἀμέσως.» Γιατί ὁ κοντοσιτέρης ἔχει
δηλητήριο δυνατότερο κι ἀπὸ κροταλία. Ὁ γέρος τήραξε τὴ γελάδα
στὰ μάτια. Ἄρχισε νὰ τῆς μιλάει... Τῆς μίλαγε, κείνη ἄκουγε, μέχρι
ποὺ χόρτασε γάλα τὸ φίδι καὶ κατέβηκε στὸ χῶμα, παραφουσκωμένο καὶ
βαρύ. Τὰ μάτια τοῦ Κουναβῆ καὶ τῆς γελάδας του ἔσμιξαν. Ζύγιασαν τὸ
φίδι. Μιὰ τοῦ δίνει μὲ τὸ πισινὸ πόδι της, τὸ κοψομεσιάζει. Ὁ Κουναβὴς
ἁρπάζει τὸ παλούκι, δυὸ στὸ κεφάλι καὶ τ' ἀποσώνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου