— Ἔχεις ἀγοραφοβία, εἶπε
κάποιος.
— Θὲς νὰ πεῖς τσιγκουνιά;
Ἡ κοπέλα, ποὺ ἄκουγε γιὰ πρώτη φορὰ τὴ λέξη, τὴν συνδύασε μὲ τὶς ἀκριβὲς
τιμὲς τῶν κέντρων στὰ ὁποῖα πήγαινε ἡ ὑπόλοιπη παρέα. Οἱ ἄλλοι γέλασαν.
— Δὲν τσιγκουνεύομαι. Ἁπλῶς δὲν μ' ἀρέσουν τὰ ψεύτικα καὶ τὸ στριμωξίδι.
Ἡ συζήτηση γινόταν στὸ σπίτι του. Ἔβαλε οὐίσκι στὰ ποτήρια τους, «ἕνα
γιὰ τὸν δρόμο», καὶ τοὺς ξεπροβόδισε ὣς τὴν πόρτα. Ἐκεῖνος δὲν ἄγγιζε
τὸ οὐίσκι. Μέσα ἔκαιγαν ὅλα τά φῶτα καὶ μύριζε βαριά. Ἄδειασε τὰ
σταχτοδοχεῖα, ἄνοιξε τὸ παράθυρο κι ἔσβησε τὰ φῶτα στὸν διάδρομο
καὶ στὸ καθιστικό, ἐκτὸς ἀπ' τὴ λάμπα ποὺ ἔκαιγε πάνω ἀπ' τὸ μεσιανὸ
τραπέζι ποὺ γυάλιζε σὰν μετάξι, ἀλέκιαστο ὅ,τι κι ἂν εἶχαν ἀκουμπήσει
πάνω του.
«Δὲν μ' ἀρέσουν οἱ ψεύτικες ξανθές. Ὅλες ἴδιες», μουρμούρισε. Σκεφτόταν
τὰ καστανὰ κορίτσια τοῦ παλιοῦ καιροῦ, ποὺ τὸ καθάριο βλέμμα τους ἔφεγγε
πάνω στὸ σταρένιο δέρμα εἴκοσι χρόνια πιὸ πρίν. Σ' ἐκεῖνες μποροῦσες
ν' ἀνοίξεις τὴν καρδιά σου. Στὶς ὁμοιόμορφες ξανθιές, τί νὰ πεῖς; Ὁμοιόμορφα
καὶ κοινότοπα.
Περνώντας δίπλα ἀπ' τὸ τραπέζι, ἔσυρε ἀπάνω του τὰ δάχτυλά του, γιὰ
νὰ χαρεῖ τὴν ἁφὴ τοῦ λείου ξύλου.
«Μὰ τί βερνίκι βάζεις;» εἶχε ρωτήσει τὸν τεχνίτη ποὺ τὸ δούλευε.
«Ἔλα νὰ δεῖς.»
Τὸ βερνίκι ἦταν συνηθισμένο, ἐκεῖνος ὅμως τὸ ἔστρωνε ψιλὸ-ψιλὸ πάνω
στὴν ἐπιφάνεια ποὺ εἶχε ξύσει μὲ τὸ γυαλόχαρτο, γιὰ νὰ βγάλει τὸ περίσσευμα
τῆς πρώτης στρώσης.
«Θὰ τὸ κάνω πέντε-ἕξι φορὲς ἀκόμα, γιὰ νὰ μπεῖ ἡ γυαλάδα μέσα καὶ νὰ
γίνει ἕνα μὲ τὸ ξύλο. Ὕστερα πιά, δὲν παθαίνει τίποτα.»
«Δὲν μ' ἀρέσουν τὰ ψεύτικα», εἶχε πεῖ. «Θέλει δουλειὰ ἡ γυαλάδα, γιὰ
νὰ μπεῖ μέσα στὸ ξύλο», μουρμούρισε μαζεύοντας τὰ ποτήρια τοῦ οὐίσκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου