Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

Φούλα Λαμπελέ: Ἡ γυαλάδα




ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ νὰ τοὺς ἀ­κο­λου­θή­σει ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δυ.
— Ἔ­χεις ἀ­γο­ρα­φο­βί­α, εἶ­πε κά­ποι­ος.
— Θὲς νὰ πεῖς τσιγ­κου­νιά;
         Ἡ κο­πέ­λα, ποὺ ἄ­κου­γε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὴ λέ­ξη, τὴν συν­δύ­α­σε μὲ τὶς ἀ­κρι­βὲς τι­μὲς τῶν κέν­τρων στὰ ὁ­ποῖ­α πή­γαι­νε ἡ ὑ­πό­λοι­πη πα­ρέ­α. Οἱ ἄλ­λοι γέ­λα­σαν.
         — Δὲν τσιγ­κου­νεύ­ο­μαι. Ἁ­πλῶς δὲν μ' ἀ­ρέ­σουν τὰ ψεύ­τι­κα καὶ τὸ στρι­μω­ξί­δι.
         Ἡ συ­ζή­τη­ση γι­νό­ταν στὸ σπί­τι του. Ἔ­βα­λε οὐ­ί­σκι στὰ πο­τή­ρια τους, «ἕ­να γιὰ τὸν δρό­μο», καὶ τοὺς ξε­προ­βό­δι­σε ὣς τὴν πόρ­τα. Ἐ­κεῖ­νος δὲν ἄγ­γι­ζε τὸ οὐ­ί­σκι. Μέ­σα ἔ­και­γαν ὅ­λα τά φῶ­τα καὶ μύ­ρι­ζε βα­ριά. Ἄ­δεια­σε τὰ στα­χτο­δο­χεῖ­α, ἄ­νοι­ξε τὸ πα­ρά­θυ­ρο κι ἔ­σβη­σε τὰ φῶ­τα στὸν δι­ά­δρο­μο καὶ στὸ κα­θι­στι­κό, ἐ­κτὸς ἀ­π' τὴ λάμ­πα ποὺ ἔ­και­γε πά­νω ἀ­π' τὸ με­σια­νὸ τρα­πέ­ζι ποὺ γυ­ά­λι­ζε σὰν με­τά­ξι, ἀ­λέ­κια­στο ὅ,τι κι ἂν εἶ­χαν ἀ­κουμ­πή­σει πά­νω του.
         «Δὲν μ' ἀ­ρέ­σουν οἱ ψεύ­τι­κες ξαν­θές. Ὅ­λες ἴ­δι­ες», μουρ­μού­ρι­σε. Σκε­φτό­ταν τὰ κα­στα­νὰ κο­ρί­τσια τοῦ πα­λιοῦ και­ροῦ, ποὺ τὸ κα­θά­ριο βλέμ­μα τους ἔ­φεγ­γε πά­νω στὸ στα­ρέ­νιο δέρ­μα εἴ­κο­σι χρό­νια πιὸ πρίν. Σ' ἐ­κεῖ­νες μπο­ροῦ­σες ν' ἀ­νοί­ξεις τὴν καρ­διά σου. Στὶς ὁ­μοι­ό­μορ­φες ξαν­θι­ές, τί νὰ πεῖς; Ὁ­μοι­ό­μορ­φα καὶ κοι­νό­το­πα.

         Περ­νών­τας δί­πλα ἀ­π' τὸ τρα­πέ­ζι, ἔ­συ­ρε ἀ­πά­νω του τὰ δάχτυ­λά του, γιὰ νὰ χα­ρεῖ τὴν ἁ­φὴ τοῦ λεί­ου ξύ­λου.
         «Μὰ τί βερ­νί­κι βά­ζεις;» εἶ­χε ρω­τή­σει τὸν τε­χνί­τη ποὺ τὸ δού­λευ­ε.
         «Ἔ­λα νὰ δεῖς.»
         Τὸ βερ­νί­κι ἦ­ταν συ­νη­θι­σμέ­νο, ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως τὸ ἔ­στρω­νε ψι­λὸ-ψι­λὸ πά­νω στὴν ἐ­πι­φά­νεια ποὺ εἶ­χε ξύ­σει μὲ τὸ γυ­α­λό­χαρ­το, γιὰ νὰ βγά­λει τὸ πε­ρίσ­σευ­μα τῆς πρώ­της στρώ­σης.
         «Θὰ τὸ κά­νω πέν­τε-ἕ­ξι φο­ρὲς ἀ­κό­μα, γιὰ νὰ μπεῖ ἡ γυ­α­λά­δα μέ­σα καὶ νὰ γί­νει ἕ­να μὲ τὸ ξύ­λο. Ὕ­στε­ρα πιά, δὲν πα­θαί­νει τί­πο­τα.»
         «Δὲν μ' ἀ­ρέ­σουν τὰ ψεύ­τι­κα», εἶ­χε πεῖ. «Θέ­λει δου­λειὰ ἡ γυ­α­λά­δα, γιὰ νὰ μπεῖ μέ­σα στὸ ξύ­λο», μουρ­μού­ρι­σε μα­ζεύ­ον­τας τὰ πο­τή­ρια τοῦ οὐ­ί­σκι.

Πη­γή: Ἄγ­γε­λοι εἶ­ναι, τί ξέ­ρουν; (ἐκδ. Νη­σί­δες).

Φού­λα Λαμ­πε­λὲ (Θεσ­σα­λο­νί­κη) Σπού­δα­σε ἰ­α­τρι­κὴ στὸ Α.Π.Θ. καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς για­τρὸς στὴ Ζυ­ρί­χη. Ὑ­πῆρ­ξε μέ­λος στὴν Ἑ­ται­ρεί­α Λο­γο­τε­χνῶν Θεσ­σα­λο­νί­κης. Συ­νερ­γά­στη­κε μὲ τὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Νέ­α Πο­ρεί­α, Το­μές, Ἐν­τευ­κτή­ριο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου