Ο Γιάννης Γρηγοράκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Σπούδασε νομικά και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου για πάνω από τριάντα χρόνια. Το Αληθινοί και ονειροπόλοι είναι το ένατο μυθιστόρημά του. Από τις Εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορούν επίσης: Ο διαβήτης του Πλάτωνα (2009), Μαύρη πέτρα (2011), Η καταιγίδα έρχεται, συνέχισε να τρέχεις (2012), Τέταρτος κόσμος (2013) και Κόκκινο και γυμνό (2015). Άλλα έργα του: Η μητρόπολη του χάους (1998), Η συνωμοσία των αγγέλων (2001) και Καφέ Προκόπ (2004).
Μέσα δεκαετίας του 1920. Ο αμπελουργός Λέων Αληθινός έχει ένα όραμα ζωής. Να φτιάξει ένα οινοποιείο. Μπορούσε εκείνη την εποχή ο μέσος Έλληνας να κάνει τέτοια όνειρα;
Ο αμπελώνας του είναι μια έκταση ογδόντα στρεμμάτων στην περιοχή της Μαντίνειας. Δεν μπορείς να πεις ότι είναι φτωχός, αλλά δεν είναι και πλούσιος. Όμως υπάρχει μέλλον. Ο γιος του Άγγελος σπουδάζει στη Γεωπονική Σχολή Αθηνών. Μια μέρα θα επιστρέψει στο χωριό επιστήμονας και θα αναλάβει τα ηνία εφαρμόζοντας νέους τρόπους καλλιέργειας, εκμετάλλευσης της γης, και σίγουρα θα φέρει και καινούργια μηχανήματα, εξελιγμένα. Δεν υπάρχουν ακόμη τα μέσα για ένα μεγάλο άλμα, αλλά ο καθένας δικαιούται να ονειρεύεται.
Όλοι ελπίζουν σε ένα καλύτερο αύριο. Το επιζητούν έναντι οποιασδήποτε θυσίας. Στο χωριό ξέρουν ποιο είναι το όραμά του, το συζητάει στο καφενείο. Θα αγοράσει δύο ακόμη εκτάσεις, συνολικά τριακόσια στρέμματα, και θα φτιάξει ένα οινοποιείο. Και μόνο η ιδέα τού να γίνει κάποτε κάποιος, του επιτρέπει να ατενίζει περήφανος τον ορίζοντα.
Όλοι ελπίζουν σε ένα καλύτερο αύριο. Το επιζητούν έναντι οποιασδήποτε θυσίας. Στο χωριό ξέρουν ποιο είναι το όραμά του, το συζητάει στο καφενείο. Θα αγοράσει δύο ακόμη εκτάσεις, συνολικά τριακόσια στρέμματα, και θα φτιάξει ένα οινοποιείο. Και μόνο η ιδέα τού να γίνει κάποτε κάποιος, του επιτρέπει να ατενίζει περήφανος τον ορίζοντα.
Τι τον εμποδίζει να πραγματοποιήσει το όνειρό του;
Τον Οκτώβρη του ’29, το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης καταρρέει. Είναι η αρχή μιας πολυετούς κρίσης, που εξαπλώνεται ραγδαία σε όλο τον κόσμο. Η Ελλάδα, που προσπαθούσε να ανακάμψει μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και το παλιρροϊκό κύμα προσφύγων που είχε δεχτεί, μοιραία πτωχεύει. Ακολουθεί παρατεταμένη φτώχεια, δυστυχία. Ο Λέων Αληθινός δεν μένει ανεπηρέαστος. Το 1932, ο γιος του επιστρέφει στο χωριό με το πτυχίο του γεωπόνου, αλλά και με τη μέλλουσα γυναίκα του, την Ειρήνη, κόρη γνωστού πιλοποιού της Αθήνας, που έχει πτωχεύσει. Οι γονείς της του την έχουν εμπιστευτεί, επειδή σύντομα η τράπεζα θα τους πάρει το σπίτι και θα μείνουν στον δρόμο. Στην Αθήνα οι συνθήκες είναι τραγικές. Για ένα μεγάλο διάστημα χρόνου, το όραμα του Λέοντα παραμένει βουβό αλλά όχι νεκρό. Έπειτα έρχεται η Κατοχή. Με μισή καρδιά ο Λέων Αληθινός κληροδοτεί το όραμα στον γιο του. Σκέφτεται ότι μια μέρα ο πόλεμος θα τελειώσει και τότε… Τότε οι Αληθινοί, που δεν τα παρατάνε ποτέ, θα βρουν πάλι τον δρόμο τους. Ευσεβείς πόθοι.
Μπορεί το όνειρο μιας οικογένειας να αποτελεί βασικό προσανατολισμό για δύο διαδοχικές γενιές;
Ναι, μπορεί. Έχουν δική τους γη, όπως ανέφερα προηγουμένως, αυτόν τον αμπελώνα των ογδόντα στρεμμάτων, έχουν το σπίτι τους, ένα παλιό διώροφο αρχοντικό, επομένως αυτό που πραγματικά απομένει για να αρχίσει ένας καινούργιος κύκλος ζωής, ελπιδοφόρος για το νέο ζευγάρι, τον Άγγελο και την Ειρήνη, είναι να έρθουν καλύτερες μέρες. Να τελειώσει ο πόλεμος, να φύγουν οι κατακτητές, και να κοιτάξουν επιτέλους οι άνθρωποι τη ζωή τους. Έχουν ιδιαίτερη σημασία οι σημειώσεις ημερολογίου του Άγγελου Αληθινού, μεσούντος του πολέμου. Υπάρχει διάχυτη ελπίδα για καλύτερες μέρες, ενόσω ο κόσμος κατεδαφίζεται γύρω του. Συμμετέχει στην Αντίσταση, τον καταπνίγει η ιδέα της σκλαβωμένης χώρας, αλλά διαβάζοντας κανείς τις σημειώσεις του έχει την αίσθηση ότι αυτό το όραμα μελλοντικής ευτυχίας που διατύπωσε κάποτε ο Λέων δεν θα σβήσει με τον προσωπικό του θάνατο, αλλά θα κληροδοτηθεί στον γιο του, Διόνυσο, στα παιδιά του Διόνυσου, και ούτω καθεξής, όσο θα υπάρχουν οι Αληθινοί.
Κουβαλάμε φοβίες και μύθους από την αυγή του πολιτισμού, κουβαλάμε ενοχές, μνήμες και όνειρα νεκρών, το παρόν μας είναι ένα συμπυκνωμένο παρελθόν.
Ποια ήταν η κατάσταση στα οινοποιεία και γενικώς στην παραγωγή κρασιού εκείνη την εποχή;
Πριν από την ύφεση, η οινοποιία στην Ελλάδα είχε αρχίσει να παίρνει πάνω της μετά την περιπέτεια που πέρασε η χώρα και την κρίση που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μεγάλες εταιρείες όπως η Καμπάς, η Ελληνική Εταιρεία Οίνων και Οινοπνευμάτων, γνωστή ως Βότρυς, η εταιρεία Ησαΐας, που ήταν εισηγμένες στο χρηματιστήριο, επέκτειναν τις δραστηριότητές τους, όπως η Καμπάς, που έχτισε ένα ακόμη εργοστάσιο στη Μαντίνεια. Επίσης, η Αχάια Κλάους, από τις παλαιότερες στον κλάδο. Μικρά οινοποιεία υπήρχαν σε όλες τις περιοχές που φημίζονταν για τους αμπελώνες τους. Αλλά η ύφεση που ακολούθησε τα σάρωσε όλα. Σε αυτό συνέβαλε και η απαγόρευση από τις γαλλικές Αρχές της εισαγωγής ελληνικών κρασιών. Ήταν ένα από τα μέτρα που είχε λάβει η γαλλική κυβέρνηση για να τονώσει την αγροτική οικονομία της. Λίγο αργότερα οι αδελφοί Καμπά έχασαν τη διαχείριση της εταιρείας τους από την Εθνική Τράπεζα, και την ίδια τύχη θα είχε και η Οίνων και Οινοπνευμάτων, αν δεν την εξαγόραζε τελικά ο Μποδοσάκης.
Έρχεται λοιπόν ο εγγονός της οικογένειας, ο Διόνυσος, και πραγματοποιεί το όνειρο του πατέρα και του παππού. Και όχι μόνο, αλλά τα κρασιά του αναγνωρίζονται διεθνώς και κερδίζουν απανωτές διακρίσεις. Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας του;
Αυτό γίνεται αρκετά χρόνια μετά, στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Το μυστικό της επιτυχίας του είναι ότι παντρεύει τον μυστικισμό και την ποίηση του παλιού ανθρώπου με την επιστημονική γνώση – σε όλες τις αμπελουργικές εργασίες, αλλά και στη φάση της οινοποίησης. Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί έχει την πάγια πεποίθηση ότι καμιά εξειδίκευση δεν δίνει όλες τις απαντήσεις και ότι η επιστημονική γνώση είναι τρέχουσα σε κάθε περίπτωση. Αύριο θα είναι ξεπερασμένη, παρωχημένη, άχρηστη ως έναν βαθμό, αφού θα αντικατασταθεί από μια άλλη γνώση που κι εκείνη θα είναι υπό προθεσμία. Το κυριότερο: Oι αναζητήσεις των επιστημόνων προσανατολίζονται συνήθως με γνώμονα το κέρδος. Αυτό είναι ένα σημείο όπου η σκέψη του ραγίζει. Το κέρδος δεν μπορεί να γίνεται εμμονή. Τουλάχιστον όχι όταν έχεις να κάνεις με πράγματα που ανασαίνουν. Ο αμπελώνας είναι κάτι που ανασαίνει. Έχει επομένως την εσωτερική του αλήθεια, όλα αυτά τα μυστικά που του χάρισε η φύση. Ο Διόνυσος σέβεται τον αμπελώνα του, γίνεται επιτηρητής και φύλακας της εσωτερικής του αλήθειας, της εσωτερικής του ανάγκης, αρκείται σε ένα λελογισμένο κέρδος. Κατά έναν παράξενο τρόπο επικοινωνεί με τον αμπελώνα του. Ξέρει τι θέλει σε κάθε εποχή του χρόνου, μπορεί και σκέφτεται για λογαριασμό των φυτών του. Αποτέλεσμα: Εξυψώνει την παρασκευή κρασιού σε τέχνη, σε ύψιστη ομορφιά. Δεν είναι κάποιος ελαφρύς στο μυαλό άνθρωπος. Έχει σπουδάσει χημεία στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών και οινολογία στο Πανεπιστήμιο της Ντιζόν. Απλά πιστεύει ότι ο κόσμος είναι πιο πολύπλοκος απ’ όσο νομίζουν οι επιστήμονες και ότι όλα τα πράγματα που ανασαίνουν κρύβουν μέσα τους ένα μυστήριο που η επιστήμη ποτέ δεν πρόκειται να λύσει. Είναι μια αλυσίδα από επιμέρους άλυτα μυστήρια, εγκιβωτισμένα το ένα μέσα στο άλλο σαν ρώσικες κούκλες. Να γιατί χρειάζεται να τα συνθέτουμε όλα, ποίηση, μυστικισμό και γνώση, αν θέλουμε να λυτρωθούμε από την άγνοια. Δεν θα πούμε τι ακριβώς κάνει ο Διόνυσος Αληθινός για να φτάσει να υμνείται το κρασί του από διάσημους σομελιέ, ελπίζω ο αναγνώστης να αντιλαμβάνεται το άρωμα ουτοπίας που κρύβει αυτό το επίτευγμα και να σπεύσει ν’ αγοράσει το βιβλίο.
Ωστόσο, παρά τη διεθνή αναγνώριση στις αρχές του καινούργιου αιώνα, η επιχείρηση αρχίζει να καταρρέει. Η οικονομική κρίση δεν έχει πλήξει ακόμη την Ελλάδα. Τι έφταιξε;
Συνέβησαν πολλά που δεν μπορούμε να αναφέρουμε, γιατί θα αποκαλύψουμε όλο το βιβλίο. Επιπλέον τα παιδιά του Διόνυσου, ο Ίκαρος, η Θέλξη και η Ξένη, έχουν κάνει τις επιλογές τους. Δεν θέλουν να ασχοληθούν με το αμπέλι και το κρασί. Έχουν τη δική τους ζωή, που μόνο βιολογικά είναι προέκταση της ζωής των γονιών τους. Δεν μπορείς να τους κατακρίνεις. Ένα άλλο θέμα που τους φέρνει σε ευθεία γραμμή, αναφορικά με την απόφαση που πήραν, είναι ότι όλοι έχουν σοβαρά προσωπικά θέματα. Για παράδειγμα, ο Ίκαρος, που είναι αρχαιολόγος, πάσχει από ψυχικές διαταραχές. Ένα κομμάτι της ύπαρξής του φωτίζεται ξαφνικά από ψευδαισθήσεις και τότε μπορεί να δει τη νεκρή μητέρα του και αρχίζει να μιλάει μαζί της. Αυτό κρατάει ελάχιστα, αλλά όπως και να το κάνουμε είναι ένα αγιάτρευτο τραύμα, ασχέτως αν εκείνος χαίρεται γι’ αυτή τη συνάντηση, για την όποια συνάντηση, γιατί δεν βλέπει μόνο τη μητέρα του, μπορεί να δει τη Μύρτιδα, ένα εντεκάχρονο κοριτσάκι που πέθανε στο δεύτερο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου και το πρόσωπό του, που η επιστήμη κατάφερε να αναπλάσει, εκτίθεται στο Μουσείο της Ακρόπολης. Θέματα εντελώς προσωπικά, το καθένα με τη δική του βαρύτητα, έχουν και οι αδελφές του. Η Ξένη έχει πρόβλημα με τη σεξουαλική της ταυτότητα. Η Θέλξη έχει άλλο. Υπάρχει αλληλεγγύη ανάμεσα στα αδέλφια και συμπόρευση. Την πονάνε την επιχείρηση, αλλά μέχρι εκεί. Η οποία επιχείρηση έχει, σημειωτέον, τα χρέη της. Αυτή είναι η εικόνα λίγο πριν ενσκήψει η παρούσα κρίση.
Γιατί επιλέξατε την περιοχή της Μαντίνειας ως τόπο δράσης;
Επέλεξα τη Μαντίνεια για την ιστορία της και για την παράδοση των κρασιών της. Φημίζονται από την αρχαιότητα, όπως και της γειτονικής Νεμέας. Δεν είναι τυχαίο ότι η διονυσιακή λατρεία ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στην περιοχή της Αρκαδίας. Μερικά χιλιόμετρα βορειότερα διασώζεται το αρχαιότερο κλήμα στον κόσμο. Το ανακάλυψε ο Παυσανίας κατά τη διάρκεια των περιηγήσεών του. Είναι τριών χιλιάδων ετών περίπου. Του είχε προκαλέσει εξαιρετική εντύπωση το μέγεθός του. Οι Γερμανοί είχαν επιχειρήσει να το ξηλώσουν, προκειμένου να περάσουν οι μηχανοκίνητες μονάδες τους στον δρόμο προς τα Καλάβρυτα, και παρά τις σοβαρές ζημιές που του είχαν προκαλέσει εκείνο κατάφερε να επιζήσει. Εδώ νομίζω ότι δικαιώνεται ο Διόνυσος Αληθινός, που πιστεύει στη μνήμη και στην ψυχή των πραγμάτων. Εκτείνεται σε μήκος εκατό μέτρων και οι κορμοί του είναι τεράστιοι. Έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο της φύσης.
Η ιστορία της οικογένειας Αληθινού δεν μοιάζει με μια ιστορική αναδρομή στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας;
Είναι μια ιστορική αναδρομή. Ίσως η ιστορία της οικογένειας να είναι μια μικρογραφία της σύγχρονης ιστορίας της χώρας. Στο μεγαλύτερο μέρος του έργου, οικογένεια και χώρα βρίσκονται ανάμεσα σε ερείπια που προκάλεσαν η ύφεση του ’29 και ο πόλεμος του ’40. Προσπάθησα να ανασυνθέσω τις εποχές στον αναγκαίο βαθμό. Το φόντο πρέπει να είναι πειστικό. Πρέπει να αναπλάσεις τον τόπο. Πώς ήταν η Αθήνα την εποχή της μεγάλης ύφεσης, πώς η Αρκαδία την εποχή της Κατοχής. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα. Μέσα στο μυαλό μου ο τόπος είναι ένας οιονεί ήρωας του έργου. Όπως και το σπίτι των Αληθινών. Κάπου πενήντα σελίδες πριν από το τέλος σκέφτηκα πως όταν όλα θα τελείωναν, όταν πια η ιστορία της οικογένειας θα έχει ειπωθεί, και μαζί η ιστορία του τόπου, ο τόπος θα έπρεπε να μείνει στη σκηνή μόνος του μαζί με το σπίτι. Ένα μακρινό πλάνο σαν σε ταινία. Συν ένα σύντομο κείμενο. Κάτι σαν επίλογος. Το επιχείρησα. Άφησα τον τόπο μόνο του μαζί με το σπίτι.
Το κέρδος δεν μπορεί να γίνεται εμμονή. Τουλάχιστον όχι όταν έχεις να κάνεις με πράγματα που ανασαίνουν.
Έχω διαβάσει και προηγούμενα μυθιστορήματά σας. Πώς επιλέγετε τη θεματική ενός νέου μυθιστορήματος;
Έλκομαι από θεματικές που αγγίζουν υπαρξιακά ζητήματα, όπως για παράδειγμα σεξουαλικότητα, μνήμη, αναζήτηση της ταυτότητας, θάνατος, αλλά ο μανδύας που φέρει ο μύθος είναι διαφορετικός κάθε φορά, όπως και ο τρόπος αφήγησης. Αυτό μου επιτρέπει να πλαισιώνω τις βασικές θεματικές με άλλες, που μπορεί να έχουν ιστορική ή επιστημονική ή πολιτική ή οποιαδήποτε άλλη διάσταση. Έχω γράψει αστυνομικό μυθιστόρημα, ιστορικό μυθιστόρημα, μυθιστορήματα που μπορεί κανείς να τα κατατάξει στη λογοτεχνία του φανταστικού, έχω γράψει μαθηματικό μυθιστόρημα, ερωτικό, κ.λπ. Μου αρέσει να αφηγούμαι σύνθετες και πολυεπίπεδες ιστορίες με πολλές θεματικές, επειδή στην αληθινή ζωή δεν υπάρχουν απλές, μονοδιάστατες ιστορίες. Κουβαλάμε φοβίες και μύθους από την αυγή του πολιτισμού, κουβαλάμε ενοχές, μνήμες και όνειρα νεκρών, το παρόν μας είναι ένα συμπυκνωμένο παρελθόν. Μόνον οι άνθρωποι που γεννήθηκαν και ζουν σε θερμοκήπια ζουν απλές, μονοδιάστατες ιστορίες. Δεν ξέρω τι θα είναι το επόμενο βιβλίο μου, τι θα επιλέξω να αφηγηθώ, ποιον μανδύα θα φορέσω στον μύθο, αυτό που με ενδιαφέρει είναι να γράψω κάτι διαφορετικό από αυτά που έχω ήδη γράψει και να το γράψω με διαφορετικό τρόπο. Εννοείται ότι κάποιες θεματικές θα αγγίζουν πάλι υπαρξιακά ζητήματα. Όχι κατ’ ανάγκην τα ίδια. Η ιδέα θα έρθει μόνη της. Και ξέρω πώς θα έρθει. Με βρίσκει πάντα στο κούτελο εντελώς ξαφνικά, σαν μια σπίθα που ξέφυγε απ’ το τζάκι.
Το μυθιστόρημά σας σε ποια κατηγορία ανήκει;
Δεν ξέρω αν έχει κάποια σημασία η ταξινόμηση. Ίσως είναι λίγο απ’ όλα. Αρκεί που γράφτηκε και κάποιοι θα το διαβάσουν. Σίγουρα έχει μια ιστορική διάσταση, αλλά είναι και ένας στοχασμός πάνω στο κρασί, τη μνήμη, την απώλεια. Και όχι μόνο.
Πρέπει να διαβάζει άλλα μυθιστορήματα ένας συγγραφέας;
Φυσικά, γιατί όχι; Θα έλεγα ότι επιβάλλεται. Πώς αλλιώς θα παραμείνει ενεργός; Πρέπει να υπερασπιστεί τη γραφή του, να την εξελίξει. Να εξελίξει τη σκέψη του. Όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς επηρεάστηκαν από άλλους προγενέστερους. Εξέλιξαν ύφος, στιλ, διεύρυναν θεματικές, έγιναν αξεπέραστοι διαβάζοντας άλλους συγγραφείς. Η αφήγηση δεν είναι μια πράξη απελπισίας, για να μην τον νοιάζει τον συγγραφέα πώς θα πει αυτό που του καίει το στήθος. Ο φόβος ότι κινδυνεύει να εκτεθεί μιμούμενος άλλους είναι άκυρος. Μπορεί ένα και μόνο έργο να επηρεάσει γενιές συγγραφέων. Το Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου του Τόμας Γουλφ επηρέασε τρεις γενιές Αμερικανών συγγραφέων. Για να μην αναφερθώ στα έργα των μεγάλων Ρώσων κλασικών.
Ποιο βιβλίο διαβάσατε τελευταία και ποια εντύπωση σας άφησε;
Διάβασα το Νέμεσις του Φίλιπ Ροθ κι ένιωσα λίγο παράξενα όταν έκλεισα το βιβλίο. Για πολλή ώρα δεν είχα καμιά διάθεση για τίποτα. Στην πρώτη γυμνασίου είχα έναν συμμαθητή που τον είχε χτυπήσει η πολιομυελίτιδα. Το ένα του πόδι ήταν παράλυτο και, παρά το ειδικό σιδερένιο πλαίσιο που φορούσε, χρειαζόταν μια κάποια συνδρομή για να περπατήσει. Περνούσα από το σπίτι του για να τον πάρω, να πάμε στο σχολείο. Ήταν αρκετά ψηλότερος από μένα και τον βόλευε να στηρίζεται στον ώμο μου. Περπατούσαμε σαν χελώνες. Έχω ακόμη την αίσθηση της βαριάς παλάμης του πάνω στον αριστερό μου ώμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου