Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018

10 ερωτήσεις στον Διονύση Σαββόπουλο για μουσική, ελληνικούς μύθους και… σκανδαλιές




«Νομίζετε ότι συνθέτες σαν τον Τσιτσάνη, τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη ή τον Βαμβακάρη γράψανε για να χορεύουν συρτάκι οι μικροαστοί; Όχι. Γράψανε για να νοηματοδοτήσουν τον βίο μας, για να μετατρέψουν ένα συρφετό σε κοινωνία με πρόσωπο, σε μια κοινωνία του έργου.»
Ο Διονύσης Σαββόπουλος πήρε φέτος το μεγάλο ρίσκο να δώσει ζωή σε ένα παλαιό στέκι, το «Άλσος Οικονομίδη» στο Πεδίον του Άρεως, που επί χρόνια μαράζωνε στα γρανάζια της γραφειοκρατίας - αν και πλήρως ανακαινισμένο και πανέμορφο. Με μουσικές από τον Τσιτσάνη, τον Βαμβακάρη και τον Χατζηδάκι, ο Σαββόπουλος στο «Άλσος» διατρέχει την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού ως «ενός συνόλου από νεκρούς, ζώντες και μέλλοντες να γεννηθούν ομοτέχνους μας» και κάνει «πιασούμενους» τους μεγάλους δημιουργούς – μύθους του τόπου.
Στο tospirto.net μιλά για αυτή την «εκκλησία» της ελληνικής μουσικής, τη μυσταγωγία του αοιδού, το ταλέντο των νέων αλλά και τις σκανδαλιές – όπως το πολυσυζητημένο στριπτίζ στην πρεμιέρα του Άλσους - που του αρέσουν να κάνει, αφού νιώθει σαν ένα παιδί που δεν είναι πάντα καλό, αλλά αναζητά την αποδοχή της μητέρας του, ακόμα και με τις σκανταλιές του… 
     
Παρατήρησα ότι στο «Άλσος» κοιτούσατε το κοινό στα μάτια. Δεν εννοώ γενικά τη σάλα, αλλά μία – μία και έναν – έναν τους ανθρώπους που κάθονταν στα τραπέζια. Τους «ζυγίζατε»; «Μετρούσατε» τις διαθέσεις τους; Καμιά φορά ψάχνω για ένα φιλικό βλέμμα, ιδίως όταν είμαι σε καινούργια αίθουσα με καινούργιο πρόγραμμα, για να ζεσταθώ λιγάκι. Μερικές φορές δεν το βρίσκω, νιώθω σαν να τραγουδάω σε… ενόρκους. Τότε στρέφομαι προς την ορχήστρα κι αναζητώ το φιλικό βλέμμα του μπασίστα ή του πιανίστα. Ξαναγυρίζω βέβαια στο κοινό, έχοντας όμως στο μυαλό μου τον μπασίστα ή τον πιανίστα. Δηλαδή γι αυτούς παίζω, για το χαμόγελό τους. Μετά βέβαια ζεσταίνεται και η αίθουσα.
Από τις μπουάτ του ’60 και του ’70 σε μεγάλους χώρους, μετά στο Ολυμπιακό Στάδιο, στο Μέγαρο Μουσικής, στο Καλλιμάρμαρο και τώρα σε μία… «διακτινισμένη μπουάτ». Πρόκειται για «αναβίωση»; «Ρετρό διάθεση»; Εναλλακτική πρόταση στις… εναλλακτικές «μουσικές σκηνές»; Αυτό που με παρότρεινε πάνω από όλα είναι το ίδιο το αγαπημένο σημείο, Το Άλσος. Άκουγα τις εκπομπές του Οικονομίδη όταν ήμουν παιδί απ΄το ραδιόφωνο. Τα τελευταία χρόνια περνούσα από το Πεδίο του Άρεως και μαύριζε η ψυχή μου. Πως το αφήσαμε αυτό το μέρος να ρημάξει έτσι; Το είπα στον Μαροσούλη και κοίτα πως τα κατάφερε ο δαιμόνιος!  Το Άλσος ήταν κλειστό και γραφειοκρατούμενο και τώρα έγινε κουκλί, φωτίστηκε όλο το πάρκο, μπήκε σεκιούριτι στο πάρκο 24 ώρες το 24ωρο. Οφείλουμε πολλά ευχαριστώ στους κατοίκους της Κυψέλης και τους γείτονες πέριξ που τόσα χρόνια με τις φωνές τους, τα παρακάλια τους, τον σύλλογό τους  εισακούστηκαν επιτέλους από τους αρμόδιους. Ακούω κι ένα ευχάριστο: μετά από μας, ένας άλλος επιχειρηματίας πήρε και ανοίγει το Green Park στη Μαυροματέων, δίπλα μας. Η Μαυροματέων ήταν ένας από τους καλύτερους δρόμους την Αθήνας με υπέροχα κτήρια και τώρα είναι σαν… Γκουαντανάμο. Θα ζωντανέψει όμως. Γενικά βλέπω όλη αυτή την προσπάθεια μας σαν ένα βήμα για την ανάκτηση του κέντρου. Αν ζωντανέψει το κέντρο, θα ζωντανέψει όλη η Αθήνα. Να δούμε τι θα κάνουνε οι Δήμαρχοι αλλά να δούμε τι κάνουμε κι εμείς.
Στον πρώτο κύκλο παραστάσεων στο «Άλσος – Τα τραγούδια των Άλλων» διατρέχετε την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού και αφηγείστε νοσταλγικές ή «ανεκδοτολογικές» ιστορίες με πρωταγωνιστές «μύθους» της μουσικής μας. Γίνονται έτσι οι μύθοι πιο «οικείοι»; Γενικά μιλώντας, όσο πιο μεγάλη είναι μια προσωπικότητα και πιο διάσημη, τόσο περισσότερο έχουμε ανάγκη να ανακαλύψουμε κάποιες ανθρώπινες αδυναμίες της. Τι χόμπι έχει, ποια χώρισε, να του πάρουμε κανένα αυτόγραφο, να τον κάνουμε δηλαδή πιο «πιασούμενο». Αλλά εγώ δεν το κάνω γι αυτό. Θαυμάζω πάρα πολύ αυτούς τους ανθρώπους που υπήρξαν δάσκαλοί μου. Το ελληνικό τραγούδι, είναι ένα σύνολο από νεκρούς, ζώντες και μέλλοντες να γεννηθούν ομοτέχνους μας. Σαν μια εκκλησία. Εκφράζοντας τον θαυμασμό μου για όλους αυτούς, θέλω να σας δείξω ότι δεν φυτρώνουμε οι άνθρωποι απλώς σε έναν τόπο. Έχει γίνει τρομακτική προσπάθεια για να γίνει αυτό το κάτι που λέγεται Ελλάδα και δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστέψανε στην ιδιοπροσωπία της και κυριολεκτικά φτύσαν αίμα για να κάνουν κάτι αληθινά ωραίο και αντάξιο της. Νομίζετε ότι συνθέτες σαν τον Τσιτσάνη, τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη ή τον Βαμβακάρη γράψανε για να χορεύουν συρτάκι οι μικροαστοί; Όχι. Γράψανε για να νοηματοδοτήσουν τον βίο μας, για να μετατρέψουν ένα συρφετό σε κοινωνία με πρόσωπο, σε μια κοινωνία του έργου.
Αλήθεια, η «Φραγκοσυριανή», πιστεύετε, θα συγκινεί πάντα τους Έλληνες; «Του Βοτανικού ο μάγκας» μπορεί να «μιλήσει» στους σημερινούς 18άρηδες που ξυρίζουν γάμπες και στις 18άρες που «ζουν» μέσω Instagram; Μου είναι αδιάφορο. Αυτό που ξέρω είναι ότι υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντα εκείνοι οι «αγγιγμένοι»  που θα πιάνουν το νήμα και θα συνεχίζουν.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος πως «τσιγκλίζει» την επικαιρότητα, τον «συρμό»; Με Καλομοίρες να βγαίνουν από τούρτες ή ζευγάρια χορευτών να κάνουν στριπτίζ στη σκηνή; Σας αρέσουν αυτές οι «σκανταλιές»; Μ' αρέσουν γιατί δεν θέλω να νομίζουν ότι είμαι το καλό παιδί που νομίζουν. Είμαι και κακό παιδί. Όταν ήμουν μικρός σκάλιζα τη μύτη μου και η μητέρα μου έβαζε τις φωνές αλλά τη σκάλιζα πάλι και μου ξανάβαζε τις φωνές κι αυτό πήγαινε σκοινί κορδόνι. Λαχταρούσα να έρθει μια στιγμή να μου πει κάποτε «εγώ σ αγαπώ κι ας σκαλίζεις τη μύτη σου».
Πριν από αρκετά χρόνια λέγατε «ζήτω» και «ζητώ» το ελληνικό τραγούδι. Η εξέλιξη της ελληνικής μουσικής από τότε προς τα πού γέρνει; Στο «ζήτω» ή στο «ζητώ»; Σαν ιστορία, στο σύνολό του, το ελληνικό τραγούδι είναι για ζήτω. Στην τωρινή του φάση βέβαια είναι ζητούμενο.
 Δείχνετε να σας αρέσει να «μοιράζεστε» τη σκηνή με νεότερους καλλιτέχνες. Παρακολουθείτε νέους τραγουδοποιούς και τραγουδιστές; Υπάρχει ταλέντο; Ακούω ραδιόφωνο, μπαίνω στο διαδίκτυο. Ναι, υπάρχει ταλέντο, αλλά όταν γνωρίζω κάποιον νέο καλλιτέχνη να προσπαθεί να απομονώσει και να εκφράσει την βαθύτερη ατομικότητά του συγκινούμαι γιατί είναι πολύ δύσκολο. Είναι σαν να προσπαθείς να βρεις το δακτυλικό αποτύπωμα της ψυχής σου. Λέω «αυτός θα πάει μπροστά». Επίσης πολλά παιδιά με ταλέντο κακώς νομίζουν ότι με τα σπουδαία θέματα θα φτιάξουν και σπουδαία τραγούδια. Μπορεί να μιλάς για την ειρήνη και την αδελφοσύνη των λαών πχ και να είναι μάπα το τραγούδι. Ενώ ο Μητσάκης, ας πούμε, έγραψε για το κομπολογάκι του κι έγινε εθνικός ύμνος. Υπάρχει ταλέντο αλλά αυτό δεν αρκεί. Το τραγούδι δεν φτιάχνεται με συνταγές, φτιάχνεται με μαγεία και ο αοιδός είναι πάνω από όλα ένας μύστης.
Έχετε προσφέρει τραγούδια που θα αγαπηθούν από πολλές επόμενες γενιές. Η «κατάθεσή» σας έχει ολοκληρωθεί; Νέοι ρυθμοί και νέοι στίχοι τριγυρίζουν στο μυαλό σας; Όλο και κάτι σημειώνω αλλά δεν στρώνομαι. Με τραβάει περισσότερο να φτιάχνω προγράμματα, να κάνω πρόβες, να στήνω μαγαζιά απ΄την αρχή.
Ζούμε σε ταραγμένη εποχή παγκοσμίως – πολλοί εκτιμούν ότι είναι «μεταβατική» προς κάτι που ακόμα δεν διαφαίνεται καθαρά, αλλά έχει χαρακτηριστικά λαϊκισμού, εθνικισμού, παραπληροφόρησης, με απρόβλεπτους ηγέτες και υποχώρηση της δημοκρατίας, όπως τη γνώρισε ο δυτικός κόσμος μετά τον πόλεμο. Το μέλλον σας ιντριγκάρει ή σας φοβίζει; Ο κόσμος είναι φοβισμένος, το σύστημα δεν του δίνει καμία σιγουριά, δεν έχει λεφτά, το μέλλον παρα είναι άδηλο. Ο κόσμος μοιάζει λιπόψυχος και δείχνει να θέλει να κουρνιάσει πλάι σε ηγέτες τύπου «μάτσο» σαν τον Πούτιν, τον Τραμπ, τον Ερντογάν, τον Ορμπάν. Είμαι βέβαιος -έχω την αισιοδοξία της κατακόμβης- ότι οι κοινωνίες θα ζητήσουν και θα ζήσουν μιαν Αναγέννηση στις τέχνες, στην παιδεία και στις δημοκρατίες της δύσης αλλά επί του παρόντος αυτό φαίνεται να είναι μεγάλη πολυτέλεια.
Πάντα η μουσική θα είναι το αποκούμπι της ψυχής;
Η μουσική ήταν το πρώτο θαύμα που αντίκρισα στη ζωή μου. Περνούσε η φιλαρμονική του ορφανοτροφείου από την λεωφόρο, όλα τα παιδάκια παρατήσαμε το παιχνίδι και τρέξαμε προς τα εκεί. Η φιλαρμονική πέρασε, τα παιδάκια ξαναγύρισαν στο παιχνίδι τους αλλά εγώ είχα βουρκώσει. Ένιωθα σαν να ζούσα μια αποκάλυψη. Εκείνη η στιγμή σφράγισε τη ζωή μου για πάντα. 

ΠΗΓΗ  tospirto.net, Δημήτρης Καλαντζής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου