σὰν ἀναστατωμένα
βότσαλα στὴν παραλία. Δὲν μὲ κοίταξε καὶ δὲν σήκωσε τὴ φωνή του ἀρκετὰ
γιὰ νὰ καλύψει τὸ βρυχηθμὸ ποὺ ἔκανε μιὰ μηχανή, ὅταν πέρασε ἔξω ἀπ’
τὴν καφετέρια ποὺ καθόμασταν καὶ ἔκανε τὰ νοτισμένα παράθυρα νὰ
βουίζουν. Δὲν μοῦ ἄρεσε ὁ τόνος τῆς φωνῆς του. Τὸ εἶπε σὰν παιδίατρος
ποὺ ὑπόσχεται σ’ ἕνα παιδὶ ὅτι ἡ ἔνεση δὲν θὰ πονέσει. Τὸν κοίταξα
μέσα ἀπὸ μισόκλειστα μάτια, ἕτοιμη νὰ ρωτήσω, «Ἀλλά;» Πρέπει νὰ ὑπάρχει
ἕνα ἀλλά, σκέφτηκα, ὅταν ἡ σερβιτόρα μᾶς ἔφερε τὸν καυτό του
cappuccino καὶ ἕνα κομμάτι κέικ σοκολάτα γιὰ μένα. Τὰ γελαστά της μάτια
ἔμειναν λίγο παραπάνω στὸ γοητευτικὸ πρόσωπο τοῦ Μάνου, ἀλλὰ αὐτὸς
δὲν ἔδωσε σημασία. Χάζευε τὴν ἐπιφάνεια τοῦ καφέ του, σὰν νὰ διάβαζε
τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς του στὰ σχέδια τοῦ ἀφροῦ. Ἡ σερβιτόρα ἔκανε γρήγορη
μεταβολὴ καὶ ἄφησε τὴν μακριά της ἀλογοουρὰ νὰ ταλαντεύεται δεξιὰ
καὶ ἀριστερὰ σὰ φοράδα ποὺ χτυπάει τὶς ἐνοχλητικὲς μύγες μακριά.
Τὸ κέικ φαινόταν σκέτη ἀμβροσία καὶ ἀποφάσισα νὰ πάρω μιὰ μπουκιά.
Ἡ βελούδινη σοκολατένια κρέμα στὴ μέση ἔλιωνε στὴ γλώσσα, μουδιάζοντας
τὶς αἰσθήσεις μου.
«Δεν μποροῦμε νὰ συνεχίσουμε ἔτσι», εἶπε ὁ Μάνος. Τὸ μαῦρο σκοινὶ
ἀπ’ τὸ κομπολόι του ἔπνιγε τὸν ἀντίχειρά του καὶ ἡ κακὴ κυκλοφορία
αἵματος τὸ μετέτρεψε σὲ ραπανάκι.
«Πώς ἔτσι;» εἶπα σκουπίζοντας τὴ σοκολάτα ἀπ’ τὰ χείλη μου μὲ
μιὰ χαρτοπετσέτα. Τό ’ξερα ὅτι κάτι δὲν πήγαινε καλὰ ἀπ’ τὴ πρώτη
στιγμὴ ποὺ τὸν εἶδα τὸ πρωΐ. Εἶχε σκυφτό τὸ κεφάλι καὶ ἀπέφευγε νὰ μὲ
κοιτάξει στὰ μάτια. Εἶχε βρεῖ ἄλλη. Αὐτὸ ἦταν. Ἕνα νέο ἄτομο στὴ ζωή
του. Πῶς καὶ δὲν τὸ πῆρα χαμπάρι; Ὑπῆρχαν σημάδια παντοῦ. Ἐρχόταν ἀργοπορημένος
στὰ ραντεβού μας καὶ ἔφευγε νωρίς, φαινόταν κουρασμένος καὶ σπάνια
κάναμε ἔρωτα. Νόμιζα ὅτι περνοῦσε ἁπλῶς κάποια ἄσχημη φάση στὴ
δουλειά.
«Ποιά εἶναι;» Πάτησα τὸ κέικ μὲ τὸ πιρούνι μου καὶ τὸ ἔκανα σὰν ἕνα
στρῶμα σάπιου κιμά.
«Καμία», εἶπε. «Δεν ὑπάρχει ἄλλη».
«Τότε τί δὲν πάει καλὰ μὲ ἐμᾶς;» Δάγκωσα τὸ νύχι τοῦ ἀντίχειρά
μου.
«Πραγματικά μ’ ἀρέσεις... ἀλλά...»
«Τὸ ξανάπες αὐτό», εἶπα.
«Ἀλλά... δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε μαζί». Τὰ μάτια του ἦταν κολλημένα
στὸ ἀπείραχτο περιεχόμενο τῆς κούπας του.
«Γιατί; Γιατί ὄχι;» Ἕνας κρωγμὸς ξέφυγε ἀπ’ τὸ λαιμό μου, καλύπτοντας
τὸ θόρυβο ἀπ’ τὰ ποτήρια καὶ τὰ μαχαιροπίρουνα καθὼς καὶ τὸ μουρμουρητὸ
τῶν πελατῶν. Ἡ ἀριστερή μου παλάμη πέταξε ὣς τὸ στόμα μου.
«Φταίω ἐγώ;» εἶπα, δείχνοντας τὸ στῆθος μου, τὸ ὁποῖο ἄρχιζε νὰ
πονάει καθὼς ἡ καρδιά μου κάλπαζε πρὸς τὸ στεγνό μου στόμα.
«Ὄχι, ὄχι. Δὲν φταῖς ἐσύ.» Γιὰ πρώτη φορὰ σήμερα μὲ κοίταξε στὰ
μάτια, τὰ δικά του γεμάτα καλοσύνη καὶ συμπόνια, σὰν νὰ παρηγοροῦσε
ἕνα μελλοθάνατο. «Ἔχεις ὅ,τι θὰ ζήταγε ἕνας ἄντρας ἀπὸ μιὰ γυναίκα.
Ἀλλὰ ...»
«Εἶσαι ὁμοφυλόφιλος;» Τόλμησα νὰ ψιθυρίσω.
«Ὄχι βέβαια». Τὰ φρύδια του σμίξαν. «Ἐσὺ μὲ ξέρεις καλύτερα.»
«Ναί, φυσικά», εἶπα.
«Μποροῦμε νὰ παραμείνουμε φίλοι», εἶπε.
«Βέβαια, βέβαια, σίγουρα». Συμφώνησα, γνωρίζοντας πολὺ
καλὰ ὅτι ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει αὐτό. Ἄφησε ἕνα δεκάευρο στὸ
τραπέζι, σηκώθηκε, τράβηξε τὸ παντελόνι του ψηλὰ ἀπ’ τὴ μέση, πῆρε
τὸ μπουφὰν του ἀπ’ τὴν πλάτη τῆς καρέκλας καὶ ἔφυγε μὲ ἕνα σκέτο, «Θὰ
τὰ ποῦμε».
Τὸ κομπολόι του ἦταν ἀκόμα στὸ τραπέζι, μισοκρυμμένο
κάτω ἀπ’ τὸ πιατάκι τοῦ καφέ του. Τὸ σήκωσα καὶ ἄρχισα νὰ μετράω τὶς
χάντρες. Ἂν ἦταν μονὸς ἀριθμός, σκέφτηκα, ἦταν ὁμοφυλόφιλος, ἂν ἦταν
διπλός, ἔφταιγα ἐγώ. Δεκαεπτὰ χάντρες. Τό ’ξερα ὅτι δὲν ἤμουν ἐγώ!
Ἔστριψα τὸ κομπολόι γύρω ἀπ’ τὸ δεξί μου χέρι, τὸ ἄφησα νὰ κρεμαστεῖ
σὰ φθινοπωρινὸ σταφύλι, ἄκουγα τὶς χάντρες ποὺ κροτάλιζαν καθὼς ἔπεφταν
ἡ μιὰ πάνω στὴν ἄλλη, χάζευα πῶς λαμποκοποῦσε σὰν ἕνα ἀκριβὸ γυναικεῖο
περιδέραιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου