ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ, στὴν ἴδια τάξη μὲ μένα, πήγαινε
κάποιος ποὺ τὸν λέγαν Καννάτα. Στὰ δεκατρία του ἔπαιζε πόλο, ζύγιζε
κιόλας ἑξήντα κιλά, καὶ ἦταν μοχθηρός. Χτυποῦσε σὰν μεγάλος
—μπουνιές, κλωτσιές, κουτουλιές— χωρὶς ἠθικὲς ἀναστολές, ποὺ ὑπάρχουν
ἀκόμα στοὺς νεαροὺς αὐτῆς τῆς ἡλικίας. Κανείς, σὲ ὁλόκληρο τὸ
σχολεῖο, δὲν ἤθελε νὰ τσακωθεῖ μαζί του.
Μιὰ μέρα ποὺ ἤμαστε στὸ γυμναστήριο καὶ περιμέναμε τὸν καθηγητὴ
φυσικῆς ἀγωγῆς, ἀποφάσισε νὰ τὰ βάλει μὲ κάποιον ποὺ εἶχε ἔρθει
στὴν τάξη μας μόλις αὐτὴ τὴν χρονιά: τὸν λέγαν Γκαμπριέλε, ἦταν
στρογγυλοπρόσωπος —ἔμοιαζε λίγο μὲ τὸν Τσάρλι Μπράουν—, φοροῦσε
γυαλιά, ἦταν καλὸς στὰ μαθηματικὰ καὶ πάντα κοιτοῦσε τὴ δουλειά
του.
Ὁ Καννάτα τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τοὺς ὤμους, τὸν ἔριξε μπρούμυτα καὶ
τὸν ἀκινητοποίησε.
— Τώρα θὰ σὲ πηδήξω, παλιο-ἀδελφή – εἶπε, κι ἀφοῦ ἀνέβηκε
πάνω του, ἄρχισε νὰ παριστάνει μιὰ ἐρωτικὴ σύμπραξη γεμάτη βαριὲς
ἀναπνοὲς καὶ γρυλίσματα. Ἦταν μιὰ πολὺ δυσάρεστη σκηνή.
— Ἐντάξει, Καννάτα, σταμάτα – εἶπα, τραβώντας τον ἀπὸ τὸν ὦμο.
Δὲν φαινόταν εὐχαριστημένος ἀπὸ αὐτὴν τὴν διακοπή.
— Κι ἄλλη παλιο-ἀδερφή, ἐδῶ – εἶπε.
Σηκώθηκε, μοῦ ἅρπαξε τὸ αὐτὶ καὶ μοῦ τὸ ἔστριψε, κάνοντάς
με νὰ πεθάνω ἀπ΄ τὸν πόνο.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ μπῆκε ὁ καθηγητὴς —Θὰ τὰ ποῦμε μετά, σκατοφάτσα—,
μουρμούρισε λίγο πρὶν ἀπομακρυνθοῦμε.
Στὸ τέλος τῆς ὥρας τῆς σωματικῆς ἀγωγῆς, καθὼς ἀνεβαίναμε
στὴν τάξη, μὲ πλησίασε ὁ Γκαμπριέλε.
— Σ΄ εὐχαριστῶ, εἶπε, ἀλλὰ τώρα θά ΄χεις πρόβλημα. Ὕστερα,
πρόσθεσε μὲ σοβαρὸ ὕφος: — Πᾶμε στὴν βιβλιοθήκη. Θὰ χρειαστοῦμε
ἕνα ὅπλο.
Ὅπλο στὴν βιβλιοθήκη; Σκέφτηκα ὅτι εἶναι τρελὸς καὶ —ὅπως
θὰ ἔκανα πολλὲς φορὲς στὰ χρόνια ποὺ θὰ ἐρχόντουσαν— ἀναρωτήθηκα
γιὰ ποιό λόγο δὲν εἶχα κοιτάξει τὴ δουλειά μου.
Στὴν βιβλιοθήκη ὁ Γκαμπριέλε κινοῦνταν μὲ τὴν ἄνεση ἀνθρώπου
ποὺ γνωρίζει τέλεια τὰ κατατόπια, κατευθύνθηκε πρὸς τὴν στοίβα τῶν
παλιῶν ἡμερήσιων ἐφημερίδων καὶ πῆρε μιὰ ἀπὸ αὐτὲς χωρὶς ὁ μισοκοιμισμένος
ἐπιστάτης νὰ τοῦ δώσει καμιὰ σημασία. Μετὰ περάσαμε στὸ ἀναγνωστήριο
ποὺ ἦταν ἄδειο, ὅπως σχεδὸν κάθε φορά. Ὁ Γκαμπριέλε ἅπλωσε τὴν ἐφημερίδα
πάνω σε ἕνα τραπέζι καὶ τὴν τύλιξε μὲ σχολαστικὴ ἀκρίβεια μέχρι
νὰ μεταμορφωθεῖ σὲ σωλήνα πού, μὲ τὴν ἴδια πάντα ἐπιμέλεια, δίπλωσε
στὰ δύο. Ὅταν μοῦ τὴν πρόσφερε, καλώντας με νὰ δοκιμάσω τὴν ἀνθεκτικότητά
της, κατάλαβα ὅτι εἶχε γίνει ἕνα μπαστούνι, σκληρὸ σὰν ξύλο καὶ
εὔκαμπτο σὰν γκλόμπ. Πραγματικά, ἕνα ὅπλο.
— Ὁ μαλάκας θὰ σὲ περιμένει ἔξω, ἀκριβῶς μετὰ τὴν σκάλα τῆς
κυρίας εἰσόδου. Πάντα ἐκεῖ περιμένει, τὸν ἔχω δεῖ κι ἄλλες φορὲς
ποὺ ἔχει χτυπήσει κάποιον. Δὲν θὰ δώσει σημασία σὲ μένα. Ἄσε τον
νὰ σὲ πιάσει, μετὰ εἶναι δική μου δουλειά.
Εἶχε μιὰ ἔκφραση ὥριμου καὶ ἤρεμου ἄνδρα, τὴν ἔκφραση ἑνὸς
ἐπαγγελματία ποὺ ἑτοιμάζεται γιὰ μιὰ δουλειὰ γιὰ τὴν ὁποία εἶναι
τέλεια ἐκπαιδευμένος. Ἐγὼ φοβόμουν μέχρι θανάτου.
Ὅπως εἶχε προβλέψει ὁ Γκαμπριέλε, στὸ σχόλασμα ὁ Καννάτα μὲ
περίμενε κάτω ἀπὸ τὴ σκάλα τῆς εἰσόδου κι ἦρθε πρὸς ἐμένα μὲ ἕνα
χαμόγελο ἀλιγάτορα.
Μόλις μὲ εἶχε πιάσει ἀπ΄ τὸ μπουφὰν κι ἴσως ἔλεγε κάτι προτοῦ
ἀρχίσει νὰ μοῦ τὶς βρέχει, ὅταν ὁ Γκαμπριέλε, μὲ μιὰ στιγμιαία κίνηση
ἀπρόβλεπτης ταχύτητας, τὸν χτύπησε μὲ τὴν ἐφημερίδα-μπαστούνι
στὸ κέντρο τοῦ προσώπου. Ὁ Καννάτα μὲ ἄφησε, ἀλλὰ πρὶν μπορέσει νὰ
διαλέξει ὁποιαδήποτε ἄμυνα ὁ Γκαμπριέλε τὸν χτύπησε πάλι,
δυό, τρεῖς φορές, κοφτά, λὲς κι ἦταν ἀπὸ καιρὸ ἐκπαιδευμένος ἀκριβῶς
γιὰ αὐτὴ τὴ δουλειὰ καὶ γιὰ αὐτὴν τὴν περίσταση. Ὁ Καννάτα ἄρχισε
νὰ αἱμορραγεῖ ἀπὸ τὴν μύτη κι ἔπεσε στὰ γόνατα, στηρίχτηκε στὸν
τοῖχο γιὰ νὰ μὴν σωριαστεῖ στὸ χῶμα. Ὁ Γκαμπριέλε τὸν χτύπησε ξανὰ
δυὸ φορὲς στὸ κεφάλι. Μὲ λιγότερη δύναμη, αὐτὴ τὴ φορά. Γιὰ νὰ
κλείσει ἐκεῖ ἡ ὑπόθεση.
— Ἂν ξανακάνεις τὸ μαλάκα, θὰ σὲ σκοτώσω – τοῦ εἶπε στὸ τέλος,
χωρὶς νὰ σηκώσει τὸν τόνο τῆς φωνῆς του, μὰ ἔτσι ὥστε νὰ τὸν ἀκούσουν
ὅλοι ποὺ ἦταν μαζεμένοι κι εἶχαν δεῖ τὴ σκηνή.
Δὲν φαινόταν νὰ εἶναι μιὰ φράση ποὺ τὴν εἶπε ἁπλὰ γιὰ νὰ τὴν πεῖ.
Ἔβαλε ξανὰ τὴν ἐφημερίδα στὸ σακίδιο, ἤρεμα, καὶ φύγαμε
μαζί.
Πηγή:
Ἀπὸ τὴν συλλογὴ πεζῶν Νυκτερινοὶ
ἐπιβάτες (Passeggeri notturni,
Einaudi, 2016). ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Gianrico
Carofiglio (Μπάρι τῆς Ἰταλίας, 1961). Ἀνώτερος δικαστικός, μὲ πολύχρονη
δράση κατὰ τῆς Μαφίας καὶ συγγραφέας νομικῶν κειμένων. Ἐμφανίστηκε
στὴ λογοτεχνία τὸ 2002 μὲ τὸν Ἀκούσιο μάρτυρα ποὺ γνώρισε μεγάλη ἐπιτυχία καὶ πολλαπλὲς βραβεύσεις.
Σὲ αὐτό του τὸ βιβλίο πρώτη φορὰ παρουσιάζεται ὁ δημοφιλὴς χαρακτήρας
τοῦ μελαγχολικοῦ δικηγόρου Guido Guerrieri. Τὰ τελευταῖα του βιβλία
εἶναι τὸ Νυχτερινοὶ
ἐπιβάτες (Passeggeri notturni, Einaudi, 2016) καὶ τὸ Ψυχρὸ καλοκαίρι (L’
estate fredda, Einaudi,
2016). Τὰ βιβλία του ἔχουν μεταφραστεῖ σὲ εἴκοσι ὀκτὼ γλῶσσες. (Γιὰ περισσότερα βλ. ἐδῶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μεταφραστῆ καθὼς καὶ
τὸ «Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Β’», ἐγγραφὴ 03-12-2017.)
Μετάφραση
ἀπὸ τὰ ἰταλικά:
Πέτρος
Φούρναρης (Ἀθήνα, 1963).
Διήγημα, μετάφραση. Σπούδασε στὴν Ἀνωτάτη Γεωπονικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν.
Ζεῖ μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Λέρο, τὸ νησὶ τῆς καταγωγῆς του, ὅπου
ἐργάζεται ὡς γεωπόνος στὸ Κρατικὸ Θεραπευτήριο Λέρου καὶ τὶς ἐλεύθερες
ὧρες του γράφει διηγήματα. Πεζά του ἔχουν δημοσιευτεῖ στὸ περιοδικὸ Ἔκφραση Λόγου καὶ Τέχνης,
στὸ περιοδικὸ Πλανόδιον (ἀρ.
37, Δεκέμβριος 2004) καὶ στὸ Ἱστολόγιο Ἱστορίες Μπονζάι («Συμφιλίωση» καὶ «100%»), ἐνῶ μεταφράσεις του
στὴν Ἐπιθεώρηση
Λεριακῶν Μελετῶν τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου Λέρου.
Γιὰ τὸ ἱστολόγιό μας ἐπιμελήθηκε τὸ ἀφιέρωμα στὸν Ἰταλὸ συγγραφέα Ντίνο Μπουτζάτι.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου