I. Οἱ ὀφθαλμομάντεις τοῦ θέρους
ΟΦΘΑΛΜΟΜΑΝΤΕΙΑ σημαίνει προφητεία μέσα ἀπὸ
τὴν ἑρμηνεία τοῦ ματιοῦ. Νομίζω πὼς συνάντησα αὐτὴ τὴ λέξη γιὰ πρώτη
φορὰ στὸ Γυμνάσιο, στὴν Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου (ἕνα κοίταγμα μέσα στὰ μάτια
ἑνὸς νεκροῦ ἀλόγου), ὅμως ἴσως καὶ ὄχι. Ὄμορφα πτώματα τῶν καλοκαιριῶν
ποὺ πέρασαν ξαπλώνουν πάνω σε πλατιὰ βράχια δίπλα στὴ θάλασσα. Στὶς ρὸζ
θηλές τους, ποὺ δείχνουν ψηλὰ σὰν ἀλεξικέραυνα, ἡ ἀναπόλησή μας διαλύεται
μὲ κρότο. Κοιτάζοντας μέσα στὰ νεκρά τους μάτια τὸ παρελθὸν ἐμφανίζεται
σὰν ἕνας ἀνάστροφος οἰωνός.
*
Βλέπουμε στὸ φῶς τοῦ μεσημεριοῦ
τὰ ἐρείπια ἑνὸς ἀρχαίου ναοῦ Ἰωνικοῦ ρυθμοῦ πάνω ἀπὸ μιὰ ἀμμουδιά.
Κάποιες κολῶνες, ποὺ τὰ σγουρά τους κιονόκρανα θυμίζουν τὸ χτένισμα
τοῦ βαλὲ τῆς τράπουλας, στέκονται ἀκόμα ὄρθιες ρίχνοντας κάτω τὸν ἴσκιο
τῶν ὡρῶν, ἐνῶ ἄλλες κείτονται στὸ ἔδαφος μὲ τὴν ὀδοντωτὴ διατομὴ
τοῦ κίονά τους ἐκτιθέμενη σὰν πεταμένα γρανάζια ἢ ἔκπτωτοι ἥλιοι
τοῦ χθὲς ποὺ μαρμάρωσαν. Βλέπουμε τὶς ὧρες τοῦ ἥλιου, κορίτσια μὲ μαγιὸ
ποὺ παίζουν μὲ μιὰ πολύχρωμη πλαστικὴ μπάλα. Καλοσχηματισμένες, εὐθυτενεῖς,
ἁγίες καὶ μὲ τὰ πόδια χωμένα στὴν ἄμμο σὰν κεράκια στὸ μανουάλι ἑνὸς
πύρινου μεσημεριοῦ. Τὰ ἴχνη τῶν ποδιῶν τους στὴ μουσκεμένη ἀκτὴ διαρκοῦν
γιὰ λίγο προτοῦ τὰ σβήσει τὸ νερὸ (μπλὲ ὅπως ἡ σκληρὴ πλευρὰ μιᾶς γομολάστιχας).
Βλέπουμε τὴν ἀγωνία τοῦ λουόμενου γεωμέτρη: νὰ τιθασεύσει τὸν χρόνο,
δίνοντάς του σχῆμα. Γράφει στὴν παραλία μὲ ἕνα ξύλο τὶς τροχιὲς τῆς
μπάλας ποὺ ρίχνεται στὸν ἀέρα ἀπὸ τὰ φλογοκέφαλα κορίτσια (γραμμὲς
καμπύλες σὰν τὴν κίνηση τῶν δεικτῶν τοῦ ρολογιοῦ), γεμίζει μὲ θαλασσινὸ
νερὸ ἕνα ἀγγεῖο γιὰ νὰ τὸ φέρει στὸ σπίτι ὡς σουβενίρ.
*
Τὸ νερὸ ἔγινε ἀέρας δωματίου.
Βάλτε τὸ χέρι σας καὶ ρίξτε λίγο ἁλάτι στὸ μέτωπο τοῦ καλοκαιριοῦ.
.
II. Ἄσπρες Γραμμές
Ὁ γεωμέτρης ξάπλωσε στὴν
ἄμμο. Μέσα ἀπὸ τὰ γυαλιὰ ἡλίου του ἕνα ἀεροπλάνο γράφει μιὰ ἄσπρη
γραμμὴ στὸν οὐρανό. Ἂν κλείσει τὰ μάτια του ἢ ἂν πάψει νὰ τὴν κοιτάζει
δὲν θὰ σβηστεῖ, σκέφτεται (ὁ δειλός). Καὶ ὕστερα φαντάζεται τὸν πατέρα
του τὸν δάσκαλο νὰ γράφει καὶ νὰ σβήνει στὸν μαυροπίνακα τῆς τάξης του
μιὰ γραμμὴ ἀπὸ λευκὴ κιμωλία (τὸ γενναιότερο ἀπὸ τὰ ὄργανα γραφῆς,
ποὺ οἱ γραμμές του ἀπὸ σκόνη τόσο ταπεινὰ ἀγκαλιάζουν τὴν προσωρινότητα
τῶν πραγμάτων καθὼς τὸ σφουγγάρι τοῦ δασκάλου τὶς μετατρέπει σὲ ἕνα ἀσπριδερὸ
σύννεφο), ἀντρεῖος σὰν Ἡρακλῆς ποὺ κατεβαίνει στὸν Ἅδη καὶ φέρνει πάνω
τὸν Κέρβερο δεμένο γιὰ νὰ τὸν δείξει στοὺς μαθητὲς του μέσα στὸ δωμάτιο
μιᾶς σχολικῆς αἴθουσας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου