ΕΓΚΑΙΝΙΑ σὲ μιὰ πινακοθήκη. Τὰ ἔργα εἶναι
μέτρια, ὁ μπουφὲς ἀκόμα πιὸ μέτριος —ζεστὸ Προσέκο[1] καὶ παγωμένο
φαγητό— ἀλλὰ ἡ ὁμιλία ποὺ ἐπιλέχτηκε γιὰ νὰ συνοδέψει τὸ πολιτιστικὸ
γεγονὸς εἶναι ἀπὸ αὐτὲς ποὺ σοῦ μένουν. Ὁ τίτλος εἶναι «Χρώματα
κι ἀρώματα». Μιλᾶ μιὰ κυρία ποὺ ἐπαγγέλλεται δημιουργὸς ἀρωμάτων.
‘Μύτες’ ὀνομάζονται στὴν ἀργκὸ ὅσοι κάνουν αὐτὸ τὸ ἐπάγγελμα.
— Ἡ ὀσφρητικὴ ἀνάμνηση εἶναι πολὺ ἐπίμονη, ἡ πιὸ δυνατὴ ἀπ΄
ὅλες. Ἂν ὕστερα ἀπὸ τριάντα χρόνια αἰσθανθεῖς τώρα τὴν ἴδια μυρωδιά,
ξαναζεῖς τὶς περιστάσεις ποὺ ὑπῆρχαν ὅταν τὴν ἔνιωσες —ἢ τὴν ἔνιωθες,
ἐὰν ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ ἐπαναλαμβανόμενη μυρωδιὰ— σὰν νὰ ἔχουν
περάσει τριάντα λεπτά. Ἡ ὄσφρηση, ὡστόσο, εἶναι μιὰ ἀντιφατικὴ
αἴσθηση. Κατέχει αὐτὴν τὴν ὑποβλητικὴ δύναμη, μᾶς ἐπιτρέπει νὰ
ἐπιστρέψουμε γιὰ μιὰ στιγμὴ στὶς ἱστορίες τοῦ μακρινοῦ παρελθόντος
μας, μά, ἂν προσέξετε, δὲν ὑπάρχουν λέξεις ποὺ νὰ κυριολεκτοῦν ὅταν
θέλουμε νὰ κατονομάσουμε τὶς μυρωδιές. Γιὰ νὰ τὶς ὀνομάσουμε
εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ χρησιμοποιοῦμε σχήματα λόγου ἢ περιφράσεις:
ἡ μυρωδιὰ τοῦ κομμένου χόρτου, ἡ μυρωδιὰ τῆς γῆς πρὶν ἀπὸ τὴ βροχή,
ἡ ἄσχημη μυρωδιὰ τοῦ χαλασμένου αὐγοῦ καὶ πάει λέγοντας.
— Δὲν σκεφτόμαστε τόσο συχνὰ πόσο σπάνια εἶναι ἡ ἱκανότητα
νὰ ἀνακαλοῦμε στὴν μνήμη ἢ νὰ ὀνειρευόμαστε μιὰ μυρωδιά, δηλαδὴ
νὰ τὴν αἰσθανόμαστε ἐνῶ δὲν εἶναι παροῦσα. Προπαντὸς ἂν συγκρίνουμε
αὐτὴ τὴν δυσκολία μὲ τὴν εὐκολία ποὺ ἐπικαλούμαστε μιὰ ὀπτικὴ
ἢ ἠχητικὴ ἀνάμνηση. Σχεδὸν κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ μιὰ μυρωδιά.
Ἀκόμα καὶ στὶς λίγες περιπτώσεις ποὺ κάποιος ἰσχυρίζεται ὅτι τὸ
κατορθώνει, δὲν μποροῦμε νὰ ἀποκλείσουμε τὸ ἐνδεχόμενο νὰ συγχέει
μιὰ ὑποτιθέμενη ὀσφρητικὴ ἐμπειρία μὲ μιὰ ἀνάμνηση ποὺ ἀναπαράγεται
ἀπὸ ἄλλες αἰσθήσεις.
— Κι ὅμως, νὰ ἐπικαλούμαστε μὲ τὴ μνήμη μυρωδιὲς εἶναι κάτι
ποὺ μαθαίνεται. Χρειάζεται, πρωτίστως, νὰ ξαναπλάσουμε στὸ μυαλό
μας τὶς συνθῆκες στὶς ὁποῖες τὶς ἀντιληφθήκαμε. Νὰ θυμηθοῦμε,
διαδοχικά, ἀρκετὲς ἀπὸ αὐτὲς χωρὶς νὰ σκεφτόμαστε, προσπαθώντας
μόνον νὰ ἀνακαλέσουμε τὶς περιστάσεις καὶ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὰ ὀσφρητικά
τους ὅρια.
Μετὰ μᾶς ἐξηγεῖ μὲ λεπτομέρειες πῶς γίνεται – πρέπει νὰ ξεκινήσει
κανεὶς ἀπὸ τὶς δυνατὲς μυρωδιές, ἀκόμα καὶ τὶς δυσάρεστες, καὶ
νὰ ἀφήνει τὴν εὐχάριστη ἀνάμνηση νὰ ἔρχεται ἀβίαστα— καὶ μοῦ
κινεῖ τὴν περιέργεια σὲ σημεῖο ποὺ μετὰ τὰ ἐγκαίνια πάω στὸ σπίτι
κι ἀποφασίζω νὰ δοκιμάσω.
Κάθομαι στὴν πολυθρόνα, μισοκλείνω τὰ μάτια κι ἀρχίζω.
Χλωρίνη καὶ καθαριότητα στὸ σπίτι τῶν παππούδων. Τὰ ὄχι πολὺ
καθαρὰ ροῦχα ἑνὸς ἀγρότη ποὺ ἐρχόταν νὰ μᾶς φέρει αὐγὰ στὴν ἐξοχή.
Ἡ κυρία Λοροῦσσο ποὺ ἔμενε στὴν πολυκατοικία μας καὶ ἀνάδινε
στὸ ἀσανσὲρ μιὰ μυρωδιὰ ζύμης καὶ φασολιῶν. Ἡ μυρωδιὰ τῶν καλογριῶν
καὶ τῆς τραπεζαρίας τοῦ δημοτικοῦ σχολείου μου. Ἡ ταγκὴ ὀσμὴ τῆς
ναφθαλίνης στὸ σπίτι ἑνὸς συμμαθητῆ μου. Ἡ ἀποπνιχτικὴ μυρωδιὰ
τοῦ σκευοφυλακίου. Τὰ δυσώδη φιαλίδια ποὺ ρίχναμε στὰ μαγαζιὰ
κι ὕστερα τὸ σκάγαμε τρέχοντας. Τὰ βρώμικα τζὴν ἑνὸς νεαροῦ ποὺ
εἴχαμε παίξει μπουνιὲς μαζὶ στοὺς κήπους τῆς πλατείας Γκαριμπάλντι
καὶ ἡ σιδηροῦχος γεύση τοῦ αἵματος στὸ στόμα. Τὸ νέφτι ποὺ χρησιμοποιοῦσε
ὁ πατέρας μου γιὰ νὰ καθαρίσει τὰ πινέλα ἀφοῦ εἶχε ζωγραφίσει.
Κηρομπογιές. Παστέλ. Ἀλευρόκολλα καὶ Ξυλόκολλα. Μαλλὶ τῆς γριᾶς,
κρουασὰν καὶ λουκουμάδες. Τὸ μαγαζὶ μὲ τὰ παιχνίδια καὶ τὰ ζαχαρωτά:
τὸ πλαστικό, τὸ χαρτόνι, ἡ σκόνη.
Οἱ σελίδες τοῦ ἀναγνωστικοῦ τὴν πρώτη μέρα τοῦ σχολείου.
Τὸ τσιγάρο καὶ ἡ λοσιὸν γιὰ μετὰ τὸ ξύρισμα τοῦ θείου μου.
Αὐτὴ τὴν μυρωδιὰ —δύο μὰ στὴν οὐσία μιά, ἀξεδιάλυτη— γιὰ μερικὲς
στιγμὲς νομίζω ὅτι τὴν αἰσθάνομαι. Τὸ γεγονὸς μὲ ἀναστατώνει
καὶ συνεχίζω κυριευμένος ἀπὸ μιὰ ἀπροσδόκητη ἔξαρση καὶ μιὰ
παράξενη ἀνησυχία.
Ἡ πούδρα Felce Azzurra Paglieri. Οἱ κόκκοι τοῦ καφὲ κι ὁ χειρόμυλος
τῆς γιαγιᾶς. Ὁ πελτὲς τομάτας. Τὰ ζυμαρικὰ στὸ φοῦρνο. Ὁ γραφίτης
καὶ τὰ ἀντίτυπα ἡλιογραφίας στὸ ἀτελιὲ τοῦ μπαμπά.
Ἡ φοκάτσα[2] ἀπὸ τὸ ἀρτοποιεῖο San Rocco. Τὰ φρεσκοψημένα
γλυκίσματα μὲ τὴν ἄχνη ζάχαρη στὸ Πανηγύρι τῆς Ἀνατολῆς.
Γιὰ μιὰ στιγμὴ ἀνοίγει μιὰ ρωγμὴ στὸ χρόνο κι αἰσθάνομαι
—πραγματικὰ αἰσθάνομαι, κι ἡ καρδιά μου σπαράζει— τὸ ἄρωμα τῆς
παγωνιᾶς καὶ τοῦ δερμάτινου σακακιοῦ τῆς μάνας ποὺ μόλις ἔχει ἐπιστρέψει
ἀπὸ τὸ σχολεῖο. Τὸ πρόσωπό της εἶναι λεῖο καὶ νεανικό. Ἔχει σκούρα
μαλλιά, εἶναι ὄμορφη, σοβαρὴ καὶ λίγο μελαγχολική. Συνεχίζω νὰ
ἔχω τὰ μάτια κλειστά, μὰ βλέπω κι αἰσθάνομαι τὰ πάντα. Ἡ αἴσθηση
μέσα μου εἶναι ξεκάθαρη.
Γιὰ ἕνα πολὺ σύντομο καὶ συνάμα ἀτελείωτο χρονικὸ διάστημα
ἡ μάνα μου κι ἐγὼ εἴμαστε ἐκεῖ. Μαζί.
[1]
Prosecco: ἀφρῶδες ἰταλικὸ κρασὶ ποὺ διαφέρει ἀπὸ τὴν σαμπάνια
στὸν τρόπο παρασκευῆς του.
[2]
Focaccia: Πλατύ, ζυμωτὸ ψωμί.
Πηγή:
Ἀπὸ τὴν συλλογὴ πεζῶν Νυκτερινοὶ
ἐπιβάτες (Passeggeri notturni,
Einaudi, 2016).
Gianrico
Carofiglio (Μπάρι τῆς Ἰταλίας, 1961). Ἀνώτερος δικαστικός, μὲ πολύχρονη
δράση κατὰ τῆς Μαφίας καὶ συγγραφέας νομικῶν κειμένων. Ἐμφανίστηκε
στὴ λογοτεχνία τὸ 2002 μὲ τὸν Ἀκούσιο μάρτυρα ποὺ γνώρισε μεγάλη ἐπιτυχία καὶ πολλαπλὲς βραβεύσεις.
Σὲ αὐτό του τὸ βιβλίο πρώτη φορὰ παρουσιάζεται ὁ δημοφιλὴς χαρακτήρας
τοῦ μελαγχολικοῦ δικηγόρου Guido Guerrieri. Τὰ τελευταῖα του βιβλία
εἶναι τὸ Νυχτερινοὶ
ἐπιβάτες (Passeggeri notturni, Einaudi, 2016) καὶ τὸ Ψυχρὸ καλοκαίρι (L’
estate fredda, Einaudi,
2016). Τὰ βιβλία του ἔχουν μεταφραστεῖ σὲ εἴκοσι ὀκτὼ γλῶσσες. (Γιὰ περισσότερα βλ. ἐδῶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μεταφραστῆ καθὼς καὶ
τὸ «Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Β’», ἐγγραφὴ 03-12-2017.)
Μετάφραση
ἀπὸ τὰ ἰταλικά:
Πέτρος
Φούρναρης (Ἀθήνα, 1963).
Διήγημα, μετάφραση. Σπούδασε στὴν Ἀνωτάτη Γεωπονικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν.
Ζεῖ μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Λέρο, τὸ νησὶ τῆς καταγωγῆς του, ὅπου
ἐργάζεται ὡς γεωπόνος στὸ Κρατικὸ Θεραπευτήριο Λέρου καὶ τὶς ἐλεύθερες
ὧρες του γράφει διηγήματα. Πεζά του ἔχουν δημοσιευτεῖ στὸ περιοδικὸ Ἔκφραση Λόγου καὶ Τέχνης,
στὸ περιοδικὸ Πλανόδιον (ἀρ.
37, Δεκέμβριος 2004) καὶ στὸ Ἱστολόγιο Ἱστορίες Μπονζάι («Συμφιλίωση» καὶ «100%»), ἐνῶ μεταφράσεις του
στὴν Ἐπιθεώρηση
Λεριακῶν Μελετῶν τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου Λέρου.
Γιὰ τὸ ἱστολόγιό μας ἐπιμελήθηκε τὸ ἀφιέρωμα στὸν Ἰταλὸ συγγραφέα Ντίνο Μπουτζάτι.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου