ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΚΑΙΡΟ, στὸ ἀεροδρόμιο, συνάντησα
μιὰ παλιὰ φίλη. Ζοῦμε σὲ διαφορετικὲς πόλεις καὶ πραγματικὰ δὲν
βλεπόμαστε συχνά. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἀποφασίσαμε νὰ πᾶμε γιὰ καφὲ
καὶ νὰ ἀνταλλάξουμε νέα γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶχαν συμβεῖ τὴν τελευταία
δεκαετία.
Μερικὰ χρόνια πρὶν εἶχε γνωρίσει κάποιον, τὸν εἶχε ἐρωτευτεῖ
καὶ σὲ διάστημα ἐννιὰ-δέκα μηνῶν εἴχανε παντρευτεῖ. Ἦταν συμπαθητικός,
ἔξυπνος κι ἐνδιαφερόταν γιὰ ἐκείνη· μᾶλλον πολὺ καλὸ γιὰ νὰ εἶναι
ἀληθινό.
Καὶ πράγματι, δὲν ἦταν ἀληθινό. Μετὰ τὸ γάμο εἶχε μεταμορφωθεῖ
ἀπὸ Δόκτορα Τζέκιλ σὲ κύριο Χάιντ. Εἶχε πάψει νὰ εἶναι εὐγενικός·
εἶχε γίνει ἐνοχλητικός, ζηλιάρης καὶ βίαιος, καὶ εἶχε ἀρχίσει νὰ
τὴν προσβάλλει καὶ νὰ τὴν ταπεινώνει μπροστὰ σὲ φίλους καὶ ξένους. Ἡ
ζωὴ εἶχε μετατραπεῖ σὲ ἕναν ἐφιάλτη ἀλλὰ ἐκείνη δὲν τὰ κατάφερνε
νὰ βρεῖ τὴ δύναμη γιὰ νὰ ἀποτραβηχτεῖ ἀπὸ κεῖνο τὸ γάμο.
Μιὰ μέρα κάποια συνάδελφος τῆς διηγήθηκε μιὰ ἱστορία ποὺ εἶχε
συμβεῖ, ἀπ΄ ὅ,τι φαινόταν, σὲ γνωστὴ τῆς ἐξαδέλφης της.
Αὐτὴ ἡ κοπέλα παντρευόταν. Ἀφοῦ ἔκανε τὶς συνηθισμένες προετοιμασίες,
ἕνα πρωινὸ τοῦ Μαΐου ὅλα ἦσαν ἕτοιμα. Οἱ προσκεκλημένοι, οἱ κουμπάροι,
ὁ ἱερέας κι ὁ γαμπρὸς ἤτανε στὴν ἐκκλησία καὶ τὴν περίμεναν σύμφωνα
μὲ τὸ ἔθιμο. Ὅταν ἔφτασε στὴν ἐκκλησία ζήτησε νὰ πεῖ δυὸ λόγια πρὶν
νὰ ξεκινήσει ἡ τελετὴ τοῦ γάμου. Ἦταν μιὰ ἀσυνήθιστη ἐπιθυμία,
ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἔφερε ἀντίρρηση.
— Ζήτησα νὰ μιλήσω, πρῶτα ἀπ΄ ὅλα γιὰ νὰ εὐχαριστήσω τοὺς γονεῖς
μου. Γιὰ ὅλα ὅσα ἔκαναν γιὰ μένα μέχρι σήμερα. Ἦταν κοντά μου ὅταν
ἔπρεπε καὶ μὲ ἄφησαν νὰ κάνω τὸ δικό μου ὅταν ἦταν σωστό. Νὰ ξέρεις
τὴν στιγμὴ γιὰ νὰ κάνεις εἴτε τὸ ἕνα εἴτε τὸ ἄλλο, δὲν εἶναι εὔκολο.
Πρέπει νὰ ἔχεις καρδιὰ κι ἐξυπνάδα. Εὐχαριστῶ, μαμά. Εὐχαριστῶ,
μπαμπά. Ἐλπίζω νὰ μὴν σᾶς ἀπογοητεύσω ποτέ.
Οἱ γονεῖς χαμογέλασαν κι ἐκείνη συνέχισε ἀφοῦ στράφηκε πρῶτα
στοὺς προσκεκλημένους.
— Σᾶς εὐχαριστῶ ποὺ εἶστε ἐδῶ. Ἐλπίζω, παρ’ ὅλα αὐτά, αὐτὴ ἡ
τελετὴ νὰ εἶναι γιὰ σᾶς μιὰ καλὴ ἀνάμνηση.
Ἀκούστηκε
ἕνας ἐλαφρὸς ψίθυρος. Κάποιος ἔβηξε. Ὁ γαμπρὸς πῆρε μιὰ παράξενη
ἔκφραση.
— Καὶ τώρα θέλω νὰ εὐχαριστήσω τὸν ἀρραβωνιαστικό μου καὶ τὴν
καλύτερή μου φίλη, ποὺ εἶναι καὶ κουμπάρα μου. Σᾶς εὐχαριστῶ καὶ τοὺς
δύο, ποὺ μὲ συνοδέψατε, μαζί, γιὰ νὰ κάνω αὐτὸ τὸ βήμα.
Μέσα στὴν ἐκκλησία ἡ ἀμηχανία ἦταν αἰσθητή.
— Σᾶς εὐχαριστῶ ἰδιαίτερα ποὺ περάσατε μαζὶ τὴν χτεσινὴ νύχτα.
Καὶ τόσες ἄλλες, τοὺς τελευταίους μῆνες, πάντα στὸ ἴδιο ξενοδοχεῖο.
Σᾶς εὔχομαι νὰ εἶστε εὐτυχισμένοι. Εἶναι κρίμα ποὺ εἶσαι ἤδη παντρεμένη,
ἀλλὰ εἶμαι σίγουρη ὅτι, μαζὶ μὲ τὸ σύζυγό σου, θὰ βρεῖτε μιὰ λύση.
Σὲ κάθε περίπτωση, πιστεύω ὅτι αὐτὲς οἱ πληροφορίες θὰ τοῦ φανοῦν
ἐνδιαφέρουσες.
Ὕστερα
βγῆκε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, ὅπου ἐπικρατοῦσε ἀπόλυτη σιωπή, καὶ ἐξαφανίστηκε
μέσα σὲ ἕνα αὐτοκίνητο ποὺ τὴν περίμενε ἔχοντας ἀνοιχτὴ τὴ μηχανή.
Ἡ
φίλη μου ἔκανε μιὰ παρατεταμένη παύση πρὶν συνεχίσει.
— Αὐτὴ ἡ ἱστορία μοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση. Σκέφτομαι ὅτι
ἐὰν αὐτὴ μπόρεσε νὰ κάνει ὅ,τι ἔκανε, ἔπρεπε νὰ μπορῶ κι ἐγὼ νὰ ἀποτραβηχτῶ
ἀπὸ τὴν παγίδα ποὺ εἶχα πέσει. Ἦταν δύσκολο ἀλλὰ δυὸ ἑβδομάδες
μετὰ ἤμουν ἐλεύθερη.
Τὴν κοίταξα λίγο ἀμήχανος. Ἦταν κάτι ποὺ δὲν ἤξερα ἂν ἔπρεπε
νὰ τῆς τὸ πῶ. Διάβασε τὶς σκέψεις μου.
— Τὴν ἤξερες ἤδη αὐτὴ τὴν ἱστορία, ἔ;
Κατένευσα κι ἐκείνη χαμογέλασε.
— Ἀρκετὸ καιρὸ μετὰ τὸν χωρισμό, διαβάζοντας ἕνα βιβλίο, ἀνακάλυψα
ὅτι μιὰ τέτοια ἱστορία ὑπάρχει, σχεδὸν ἡ ἴδια, σὲ δεκάδες ἐκδοχές,
σὲ δεκάδες πόλεις. Στὴν ἀρχή μοῦ κακοφάνηκε. Ἐκείνη ἡ γυναίκα εἶχε
γίνει ὁ προσωπικός μου μύθος καὶ τώρα ἀνακάλυπτα ὅτι ἦταν ὁ χαρακτήρας
μιᾶς ἐπινοημένης ἱστορίας. Μετὰ ἀποφάσισα ὅτι δὲν μὲ ἐνδιέφερε
καθόλου. Γιὰ μένα ἡ ἱστορία ἦταν ἀληθινὴ κι ἡ κοπέλα ἦταν ἀληθινή.
Ἴσως ἐσὺ μπορεῖς νὰ μὲ καταλάβεις.
— Ξέρεις ἕνα συγγραφέα ποὺ τὸν λένε Τσέστερτον; – τὴν ρώτησα.
— Δὲν τὸν ἔχω διαβάσει ποτέ, γιατί;
— Ὁ Τσέστερτον ἔλεγε ὅτι τὰ παραμύθια δὲν χρησιμεύουν γιὰ νὰ
ἐξηγοῦν στὰ παιδιὰ ὅτι ὑπάρχουν δράκοι. Αὐτὸ τὰ παιδιὰ ἤδη τὸ ξέρουν.
— Καὶ σὲ τί χρησιμεύουν; – ρώτησε ἐκείνη.
— Τὰ παραμύθια χρησιμεύουν γιὰ νὰ ἐξηγοῦν στὰ παιδιὰ ὅτι οἱ
δράκοι μποροῦν νὰ νικηθοῦν.
Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ πεζῶν Νυκτερινοὶ ἐπιβάτες (Passeggeri notturni, Einaudi, 2016).Gianrico Carofiglio (Μπάρι τῆς Ἰταλίας, 1961). Ἀνώτερος δικαστικός, μὲ πολύχρονη δράση κατὰ τῆς Μαφίας καὶ συγγραφέας νομικῶν κειμένων. Ἐμφανίστηκε στὴ λογοτεχνία τὸ 2002 μὲ τὸν Ἀκούσιο μάρτυρα ποὺ γνώρισε μεγάλη ἐπιτυχία καὶ πολλαπλὲς βραβεύσεις. Σὲ αὐτό του τὸ βιβλίο πρώτη φορὰ παρουσιάζεται ὁ δημοφιλὴς χαρακτήρας τοῦ μελαγχολικοῦ δικηγόρου Guido Guerrieri. Τὰ τελευταῖα του βιβλία εἶναι τὸ Νυχτερινοὶ ἐπιβάτες (Passeggeri notturni, Einaudi, 2016) καὶ τὸ Ψυχρὸ καλοκαίρι (L’ estate fredda, Einaudi, 2016). Τὰ βιβλία του ἔχουν μεταφραστεῖ σὲ εἴκοσι ὀκτὼ γλῶσσες. (Γιὰ περισσότερα βλ. ἐδῶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μεταφραστῆ καθὼς καὶ τὸ «Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Β’», ἐγγραφὴ 03-12-2017.)Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:Πέτρος Φούρναρης (Ἀθήνα, 1963). Διήγημα, μετάφραση. Σπούδασε στὴν Ἀνωτάτη Γεωπονικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Λέρο, τὸ νησὶ τῆς καταγωγῆς του, ὅπου ἐργάζεται ὡς γεωπόνος στὸ Κρατικὸ Θεραπευτήριο Λέρου καὶ τὶς ἐλεύθερες ὧρες του γράφει διηγήματα. Πεζά του ἔχουν δημοσιευτεῖ στὸ περιοδικὸ Ἔκφραση Λόγου καὶ Τέχνης, στὸ περιοδικὸ Πλανόδιον (ἀρ. 37, Δεκέμβριος 2004) καὶ στὸ Ἱστολόγιο Ἱστορίες Μπονζάι («Συμφιλίωση» καὶ «100%»), ἐνῶ μεταφράσεις του στὴν Ἐπιθεώρηση Λεριακῶν Μελετῶν τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου Λέρου. Γιὰ τὸ ἱστολόγιό μας ἐπιμελήθηκε τὸ ἀφιέρωμα στὸν Ἰταλὸ συγγραφέα Ντίνο Μπουτζάτι. |
Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα
Ημέρες ορειβασίας
Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018
Tζιανρίκο Καροφίλιο (Gianrico Carofiglio) Δράκοι (Draghi)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου