O ΠΕΤΡΟΣ ΜΟΚΑΝΙΝ, καθὼς μαύλιζε τὰ
σκυλιά του, κατάλαβε πὼς ὁ ἄγνωστος χωρικὸς δὲν ἐρχόταν ἔτσι δίχως
λόγο κατὰ τὴ μεριά του, μὰ πὼς κάποια στενοχώρια τὸν ἔφερνε. Τά ’βαζε
μὲ τὰ σκυλιά του ποὺ γάβγιζαν κι ὕστερα κοίταξε ξανὰ τὸ χωρικό. Ἀπ’
τὸ κόκκινο γιλέκι του, τό ’βλεπες πὼς δὲν ἦταν ἀπ’ τὰ μέρη τοῦ Ντελῆ-Ὁρμάν.
Μεγαλόσωμος καὶ γεροδεμένος — ὡστόσο ξεσποῦσε ἀμέσως στὸ μάτι
σου πὼς ἦταν φτωχὸς κι ἀπὸ φτωχικιὰ φαμίλια. Τὸ πουκάμισό του ἦταν
γιομάτο χοντρομπαλώματα, τὸ ἴδιο κι ἡ ζώνη του. Ἦταν ξυπόλυτος. Ἀπὸ
πρώτη ματιὰ φαινότανε ἀσίκης, λεβέντης, μὰ ὁ Μοκάνιν εἶδε πὼς ἔχει
νὰ κάμει μ’ ἕναν ἀπὸ κείνους τοὺς ἀγαθοὺς ἀνθρώπους πού, ὅπως λένε,
παραμερίζουνε μπροστὰ καὶ σ’ ἕνα μερμήγκι.
Ὁ
χωρικὸς χαιρέτησε, κάτι μουρμούρισε, κάτι σάν: «πῶς τὰ πορεύετε δῶ;»,
μὰ ἦταν ὁλοφάνερο πὼς ἀλλοῦ γύριζε τὸ μυαλό του, πὼς μεγάλες ἔγνοιες
τὸν βασάνιζαν.
Κοίταξε ἴσα μπροστὰ καί, κουνώντας ἔτσι τὰ χέρια, ρώτησε ἂν ἔχει
πολὺ δρόμο ἀκόμα ὣς τὸ χωριὸ Μαντζιλάρι. Ὁ Μοκάνιν, καθὼς τοῦ ἀποκρίθηκε,
εἶδε κάτου στὸ δρόμο ἕνα κάρο ζεμένο σ’ ἕνα ἄλογο. Τὸ δίχως ἄλλο θά
’ταν τουτουνοῦ τοῦ χωρικοῦ καὶ θὰ τό ’χε ἀφήσει ἐκεῖ γιὰ νά ’ρθει νὰ
ρωτήσει. Μέσα στὸ κάρο καθόταν μιὰ γυναίκα, διπλωμένη στὰ δυό, μὲ τὰ
χέρια της κρυμμένα κάτου ἀπ’ τὸ ζακέτο της, καὶ μὲ λυτὸ τὸ τσεμπέρι
της ποὺ οἱ δυὸ ἄκρες του πέφταν στοὺς ὤμους της. Ἔκανε πολλὴ ζέστη, μὰ ὁ
Μοκάνιν ἤξερε πὼς οἱ γυναῖκες λύνουν ἔτσι τὸ τσεμπέρι τους σὰν εἶναι
τσακισμένες ὄχι τόσο ἀπ’ τὴ ζέστη, μὰ ἀπὸ κάποια βαριὰ ἔγνοια. Στὸ
βάθος τοῦ ἁμαξιοῦ ἦταν καὶ μιὰ ἄλλη γυναίκα, πιὸ ἀχαμνή — μιὰ νέα κοπέλα
φαινότανε, ξαπλωμένη καὶ τυλιγμένη μὲ μιὰ κουβέρτα, μὲ τὸ κεφάλι
της χωμένο σὲ κάτι χωριάτικα σκουρόχρωμα μαξιλάρια. Κοίταζε πλάι,
καὶ δὲ φαινότανε τὸ πρόσωπό της.
— Ἔχεις
κάναν ἄρρωστο; ρώτησε ὁ Μοκάνιν.
—
Ναί. Ἡ θυγατέρα μου εἶναι ἄρρωστη.
Ὁ
χωρικὸς ἔριξε τὴ ματιά του στὰ πρόβατα ποὺ στάλιαζαν γιὰ τὸ μεσημέρι
στὸ ξέφωτο, μὰ δὲν τά ’βλεπε — τὰ μάτια του ἔδειχναν μονάχα τὴ στενοχώρια
του.
— Ἄν
σοῦ ’λεγα τὰ βάσανά μας, εἶπε, μὰ κάλλιο μὴ μιλᾶμε γι’ αὐτά.
—
Δὲν εἶσαι ἀπ’ τὰ μέρη μας· ἀπὸ ποῦ εἶσαι; ρώτησε ὁ Μοκάνιν.
— Ἀπ’
τὸ Κιτσοὺκ-Ἀκμέντ — τὸ λένε Ναντέζντα τώρα, ἐκεῖ σιμὰ στὸ Ρόκ. Πέρασα
κιόλας ἀπὸ κεῖ. Παγαίνω ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ πουλώντας ἀργιλόχωμα
γιὰ λεύκασμα. Πολλοὶ δῶ πέρα, καὶ οἱ γυναῖκες ἀγοράζουν. Σὰν φτάνω ὣς
κάτου στὴ θάλασσα ἀγοράζω τίποτα ψάρια, τίποτα σταφύλια — ὅ,τι βρεθεῖ.
Δόξα σοι ὁ Θεός, κουτσὰ στραβὰ τὰ βολεύουμε. Ἂν δὲ μᾶς εἶχε βρεῖ τοῦτο
τὸ κακό...
Κάθισε
καταγῆς, ἔβγαλε τὴν πέτσινη καπνοσακούλα του κι ἄρχισε νὰ στρίβει
τσιγάρο. Ὁ Μοκάνιν κάθισε δίπλα του καὶ πρόσεξε ποὺ τὰ χοντρά, ροζιασμένα
του δάχτυλα τρέμανε.
—
Δὲν εἴχαμε τύχη μὲ τὰ παιδιά μας, ἄρχισε. Τὰ τρία πεθάνανε μικρὰ μικρά.
Δὲ μᾶς ἔμεινε πάρεξ ἐτούτη. Ἔριξε μιὰ ματιὰ ἐκεῖ ποὺ ἦταν τὸ κάρο. Τῆνε
κοιτάζαμε σὰν τὴν κόρη τοῦ ματιοῦ μας. Ἔβγαζα τὴ μπουκιά μου ἀπ’ τὸ
στόμα, μὴ καὶ τῆς λείψει τὸ καλὸ φουστάνι καὶ δεῖ τὶς ἄλλες ὀμορφοντυμένες
καὶ μοῦ κακοκαρδιστεῖ. Ὁ Θεὸς βοήθησε καὶ τὴ φυλάξαμε ὣς τὰ τώρα. Μὰ
δῶ καὶ λίγον καιρὸ ἄρχισε νὰ μαραζώνει. Ἀρρώστια δὲν ἔχει τίποτες,
κι ὥρα τὴν ὥρα σβήνει. Ἄκουσα πού ’λεγε στὴ μάνα της, οἱ ἄλλες, λέει,
οἱ φιλενάδες της παντρευτήκανε κι αὐτὴ δὲν παντρεύτηκε γι’ αὐτὸ εἶναι
πικραμένη.
— Ἔ,
τῆς λέω, τί σκᾶς μωρὲ παιδί μου, θά ’ρθει κι ἡ ἀράδα σου. Τὶς ἄλλες τηρᾶς;
Ἐλόγου τους εἶναι πλούσιες. Τὰ παλικάρια σήμερις κοιτᾶνε τὸν παρά.
Ἔγνοια σου, θὰ παντρευτεῖς κι ἐσύ, μὴ χολοσκᾶς, δὲ σὲ πήρανε δὰ τὰ χρόνια.
Καλὴ καρδιά.
—
Πόσω χρονῶ εἶναι;
—
Κοντεύει τὰ εἴκοσι. Τῆς Παναγίας θὰ τὰ κλείσει.
— Ἄμ’
τότες εἶναι νιά.
— Ἔτσι
λέω καὶ λόου μου — νιά.
Ὁ
χωρικὸς σώπασε κι ἔριξε πάλι τὴ ματιά του στὰ πρόβατα χωρὶς νὰ τὰ δεῖ.
Κεῖ πλάι, στὸν πυρωμένο ἀέρα, ὑψώθηκε ἡ στριγγιὰ κραυγὴ τοῦ τζίτζικα.
—
Τοῦτο τὸ καλοκαίρι μ’ ἄρχεψε στὰ παρακάλια νὰν τὴν ἀφήκω νὰ θερίσει
μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες. Τί νὰ κάνω; Φτωχοὶ ἀνθρῶποι εἴμαστε, ἀνάγκη ἀπὸ
τίποτις παράδες ἔχουμε, μὰ ἔτσι ποὺ τὴν ἔγλεπα ἀχαμνή, σὰν ἀρρωστεμένη,
δὲ μοῦ ’κανε καρδιὰ νὰ τὴν ἀφήκω. Παρακάλια πάλι: «ἄσε με, πατέρα, ἄσε
με νὰ πάω κι ἐγὼ μὲ τὶς ἄλλες». Τί νά ’κανα; Καλά, μιὰ καὶ τὸ θές, πάγαινε.
Δὲν ξέρω τί ἔτρεξε — δὲν ἤμαστε κεῖ νὰ δῶ. Πλαγιάζανε, λέει, στὰ χωράφια.
Δὲν ξέρω πῶς μοῦ τά ’πε. Μιὰ φορά, λέει, εἴχανε ὁλημερὶς θερίσει, τὸ
βραδάκι δειπνήσανε, τραγουδήσανε, γλεντήσανε κι ἀπὲ πλαγιάσανε.
Ἡ Νόνκα, ἔτσι τὴ λένε τὴ θυγατέρα μου, πλάγιασε κι αὐτὴ ὅπως κι οἱ ἄλλες.
«Εἶχα πλαγιάσει, πατέρα», μοῦ ’πε, «ἀνάμεσα στὰ δεμάτια, πίσω ἀπὸ
μιὰ θημωνιά, εἶχα κουκουλωθεῖ κι ἀποκοιμήθηκα. Ξάφνου, κάτι ἔνιωσα
στὸ στῆθος μου, κάτι βαρὺ καὶ κρύο. Ἄνοιξα τὰ μάτια μου. Ἕνα φίδι».
—
Λοιπόν;
—
Ναί, ἕνα φίδι. Πλαγιασμένο στὸν κόρφο της, κουλούρα. Ἡ θυγατέρα μου
φώναξε καὶ μ’ ὅλο της τὸν τρόμο, ἅρπαξε τὸ φίδι καὶ τὸ πέταξε μακριά.
—
Τὸ πέταξε, λοιπόν; Κάτι τέτοια λαχαίνουν τὸ θέρο. Ἔχω ἀκουστὰ ποὺ
μιὰ βολὰ ἕνα φίδι μπῆκε στὸ στόμα μιᾶς γυναίκας. Δὲν τῆνε δάγκωσε ὅμως;
Δὲν τῆνε δάγκωσε, ἔ;
— Ὄχι.
Ἦταν στὸν κόρφο της. Τ’ ἅρπαξε καὶ τὸ πέταξε. Αὐτὸ μοῦ ’πε. Ἀλήθεια ἔγινε,
τίποτες ὄνειρο ἦταν; δὲν ξέρω. Μὰ ἀπὸ κείνη τὴ μέρα, ὅλο καὶ χειρότερα.
Ἡ κόρη μου ξεραίνεται σὰν τὸ κλαδί. Πονάει στὸ στῆθος. Ἔχω πόνο, λέει,
ἐκεῖ ποὺ εἶχε πλαγιάσει τὸ φίδι.
— Ἄκου
πράματα, εἶπε ὁ Μοκάνιν σαστισμένος. Καὶ ποῦ τὴν πηγαίνεις τώρα; Σὲ
κάνα γιατρό;
— Ἄ,
οἱ γιατροί... Τὴν εἴδανε τόσοι καὶ τόσοι! Τώρα τὴν παγαίνω... πῶς νὰ στὸ
πῶ... Ἂν ἤτανε μονάχα στὸ χέρι μου... ἐλόου μου δὲν τὰ πιστεύω αὐτά...
μά, ξέρεις, σὰν ἔχεις νὰ κάνεις μὲ γυναῖκες... Κι ὕστερις, εἶναι ἄρρωστη,
κι εἶναι παιδί μου...
Ἡ
φωνή του τρεμούλιασε. Σώπασε. Ἔριξε πάλι γύρω μιὰ ματιά, κι ὕστερα
τράβηξε μιὰ το ’να μιὰ τ’ ἄλλο μουστάκι του, καὶ τὰ ψαρά, σκληρά, κακοξυρισμένα
γένια του. Ὁ Μοκάνιν καταλάβαινε καλὰ πὼς ὅλες τοῦτες οἱ ἄσπρες τρίχες
ἦταν ἀπ’ τὶς πολλὲς ἔγνοιες.
—
Τ’ ἄλλο βράδυ, ξανάρχισε ὁ χωρικός, εἶχαν γυρίσει ἀπ’ τὰ καρνάγια
κάτι ντόπιοι ποὺ δούλευαν ἐκεῖ. Εἶπαν τό ’να, εἴπανε τ’ ἄλλο, ξέρω
κι ἐγώ... Αὐτοὶ δὲν ἔχουνε σκοτοῦρες. Μπορεῖ νὰ χωράτευαν κιόλας.
Καὶ νά, ποὺ καταφτάνει σπίτι μας ἡ Στογιένιτσα, ἡ πολυλογού, ποὺ δὲν
εἶναι πράμα στὸν κόσμο ποὺ νὰ μὴν τὸ ξέρει.
—
Γκοῦντσο, φώναξε ἀπ’ τὸ κατώφλι, εἶσαι τυχερός. Κι ἐσύ, Νόνκα — ἄνοιξε
ἡ τύχη σου. Ὅλα θὰ πᾶνε μιὰ χαρά.
—
Μὰ τί τρέχει; λέω. Τὸ καί τό. Ὁ Νικόλας κι ὁ Πένυ Σιντεβόρι γυρίσανε
ἀπὸ τὰ καρνάγια. Λένε τὸ λοιπὸν πὼς στὸ Μαντζιλάρι ἔχει φανεῖ... λέει,
ἔχει φανεῖ ἕνα ἄσπρο χελιδόνι. Ὁλόασπρο σὰν τὸ χιόνι. — Ἔ, καί; — Μὰ
δὲν ξέρεις, λοιπόν, ποὺ ἅμα ἕνας ἄρρωστος τὸ δεῖ γιατρεύεται μεμιᾶς ὅ,τι
ἀρρώστια νά ’χει; Ἕνα ἄσπρο χελιδόνι, μιὰ φορὰ στὰ ’κατό χρόνια φαίνεται.
Ξέρεις, Γκοῦντσο, λέει, δὲν πρέπει ν’ ἀργοπορᾶς! Πάγαινε τὴ Νόνκα κεῖ
κάτου! Δὲν μπόραγα νὰ κάνω ἀλλιῶς, ἡ μικρὴ ἔβαλε τὰ κλάματα, τὸ ἴδιο
κι ἡ μάνα της καὶ νά μᾶς.
—
Μὰ νά ’ναι ἀλήθεια, τάχα; Καὶ ποῦ βρίσκεται αὐτὸ τὸ χελιδόνι;
—
Σοῦ τό ’πα, φάνηκε στὸ Μαντζιλάρι.
— Ἄσπρο
εἶπες;
— Ὁλόασπρο.
Ὁ
Μοκάνιν, παραξενεμένος, ἔριξε μιὰ ματιὰ κατὰ τὸ δρόμο. Αὐτός, κάθε
μέρα, σταμάταγε σὲ τοῦτο τὸ ξέφωτο μὲ τὰ πρόβατά του, μὰ τοῦ φαίνεται
ποτὲ δὲν εἶχε δεῖ τόσα χελιδόνια, ὅσα σήμερα, πάνω στὰ τηλεγραφικὰ
σύρματα. Καὶ τί τὸ παράξενο, μαθές; Κοντοζύγωνε τῆς Μεταμορφώσεως
καὶ σὲ τούτηνα τὴν ἐποχὴ τὰ χελιδόνια καὶ τὰ λελέκια μαζεύονται γιὰ
νὰ ξαναγυρίσουν στὶς ζεστὲς χῶρες. Ἦταν τόσα χελιδόνια κολλητὰ κολλητά,
ποὺ τὸ σύρμα λύγιζε ἀπ’ τὸ βάρος του κι ἔμοιαζε σὰν κομπολόι. Μιλιούνια
χελιδόνια, μὰ ὅλα μαῦρα.
—
Νὰ γιατὶ βρέθηκα στὰ μέρη σας, εἶπε ὁ χωρικός, τούτη τὴ φορὰ ξεθαρρεμένος
καὶ ξαλαφρωμένος. Καὶ σὰν εἶδα τοῦ λόγου σου, συλλογίστηκα: δὲν παγαίνω
νὰν τόνε ρωτήσω, μπορεῖ καὶ νά ’δε τ’ ἄσπρο χελιδόνι, μπορεῖ νά ’χει
ἀκούσει νὰ λένε...
— Ὄχι,
ἀδερφέ μου. Ἄσπρο χελιδόνι; Μήτε εἶδα, μήτε ἄκουσα νὰ λένε.
Μὰ
τὴν ἴδια στιγμὴ σκέφτηκε πὼς θ’ ἀπόλπιζε ὁλότελα τούτους τοὺς ἀνθρώπους
καὶ ξανάπε:
—
Μὰ μπορεῖ μιὰ χαρὰ νὰ ὑπάρχει. Ναί, καὶ βέβαια μπορεῖ. Γιατί ὄχι; Ὑπάρχουνε
ἄσπρα βουβάλια, ἄσπρα ποντίκια, ἄσπρες κουροῦνες. Γιατί τότενες νὰ
μὴν ὑπάρχει κι ἕνα ἄσπρο χελιδόνι; Καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ μιλᾶμε γι’ αὐτό,
στὰ σίγουρα θὰ ὑπάρχει...
—
Ποιός ξέρει; ἔκανε ὁ χωρικὸς μ’ ἕνα στεναγμό. Ἐγὼ δὲν τὰ πιστεύω, μὰ
οἱ γυναῖκες, ξέρεις...
Σηκώθηκε
νὰ φύγει. Συγκινημένος ὁ Μοκάνιν σηκώθηκε κι αὐτὸς νὰ τὸν ξεβγάλει
καὶ γιὰ νὰ δεῖ τὴ νέα. Ὅταν κοντοζύγωσαν στὸ δρόμο, ἡ μάνα, μιὰ γυναίκα
χλωμή, σκελετωμένη ἀπ’ τὸ μόχτο καὶ τὰ βάσανα, ξεψάχνισε ἀπὸ μακριὰ
ἀκόμα τὸ πρόσωπο τοῦ ἄντρα της, πασκίζοντας νὰ μαντέψει τί μαντάτα ἔφερνε.
Ἡ κοπέλα, ἔμενε πάντα γυρισμένη στὸ πλάι καὶ κοίταζε τὰ χελιδόνια
ποὺ εἶχαν κουρνιάσει στὸ τηλεγραφικὸ σύρμα.
Ἡ
κοπέλα, ἀκούγοντας τὴ φωνή του, γύρισε. Ἦταν λεπτοκαμωμένη. Τὸ
κορμί της καταφαγωμένο ἀπ’ τὴν ἀρρώστια ὅ,τι ποὺ σχεδιάζονταν κάτω
ἀπ’ τὴν κουβέρτα. Στὸ κέρινο πρόσωπό της μονάχα τὰ μάτια ἔλαμπαν ἀκόμη
μὲ τὴν ἀστραπὴ τῆς νιότης. Κοίταζε πότε τὸν πατέρα της, πότε τὸν Μοκάνιν.
—
Νόνκα, αὐτὸς ἐδῶ, τό ’χει δεῖ κιόλας τὸ χελιδόνι, εἶπε ὁ χωρικὸς βάζοντας
μάρτυρα τὸν Μοκάνιν. Εἶναι κεῖ κάτω, στὸ χωριό. Φτάνει μονάχα νὰ τὸ
δοῦμε κι ἐμεῖς.
Ὁ
Μοκάνιν ἔνιωσε ἕνα βάρος, ἕνα σφίξιμο στὸ λαιμό, τὰ μάτια του βούρκωσαν.
—
Θὰ τὸ δεῖτε κι ἐσεῖς, παιδί μου, εἶπε δυναμώνοντας τὴ φωνή του. Μιὰ καὶ
τό ‘δὰ ἐγώ, γιατί τάχα νὰ μὴν τὸ δεῖτε κι ἐσεῖς; Τό ’δα μὲ τὰ ἴδια μου τὰ
μάτια, ἕνα ἄσπρο χελιδόνι, κάτασπρο. Θὰ τὸ δεῖς κι ἐσύ. Ὁ Θεὸς θὰ σοῦ
κάνει τούτη τὴ χάρη, θὰ τὸ δεῖς, παιδί μου, καὶ θὰ γιάνεις... εἶσαι τόσο
νέα! Στὸ λέω, θὰ τὸ δεῖς καὶ θὰ γιάνεις, μὴ φοβᾶσαι τίποτις...
Ἡ
μητέρα ἔκρυψε τὰ μάτια της στὰ χέρια της καὶ ξέσπασε σ’ ἀναφιλητά. Ὁ
μεγαλόσωμος γεροδεμένος ἄντρας σιγόβηξε, ἅρπαξε τὰ γκέμια τοῦ ἀλόγου
καὶ ξεκίνησε.
— Ἄντε
τέ, στὸ καλό, καλὴ τύχη! φώναξε ὁ Μοκάνιν. Τὸ χωριὸ δὲν εἶναι μακριά.
Θὰ τραβήξετε ἴσα ὅπως πᾶνε τὰ σύρματα τοῦ τηλέγραφου!
Ἔμεινε
κάμποσο στὸ δρόμο κοιτάζοντας τὸ κάρο ποὺ μάκραινε. Μιὰ κοίταζε τὴ
μάνα μὲ τὸ μαῦρο τσεμπέρι, μιὰ τὴν κοπέλα πλαγιασμένη στὸ πλευρό
της, μιὰ τὸν ψηλόκορμο χωρικὸ ποὺ πήγαινε σκυφτὸς τραβώντας τ’ ἄλογο
ἀπ’ τὰ γκέμια, καὶ τὰ χελιδόνια ποὺ φτερούγιζαν πάνω τους, καθὼς ἐκεῖνοι
περνοῦσαν, κι ἀμέσως ὕστερα ξαναγύριζαν νὰ κάτσουν στὰ τηλεγραφικὰ
σύρματα.
Ὁ
Μοκάνιν ξαναγύρισε συλλογισμένος στὸ κοπάδι του καὶ ξανάρχισε τὴ
δουλειά του — ἔκοβε ἀπὸ πετσὶ ἀλόγου τσαρούχια. Ἕνα ἄσπρο χελιδόνι,
ἔλεγε καὶ ξανάλεγε. Καὶ μήπως εἶναι αὐτὸ μονάχα;
Ἔνιωθε
μεγάλο βάρος στὸ στῆθος, κάτι τὸν τυραγνοῦσε. Ὕστερα, παρατώντας τὸ
σουβλί του ἀπ’ τὸ χέρι, σήκωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ κι εἶπε:
—
Κύριε Μεγαλεύσπλαχνε, τί βάσανα σὲ τούτη τὴ γῆς!
Κι
ἔριξε ξανὰ τὴ ματιά του στὸ κάρο ποὺ μάκραινε πέρα στὸ δρόμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου