του Δημήτρη Κουτάντου
Στο
ενσωματωμένο βίντεο η διδασκαλία μας για την ελληνική γλώσσα στη Βραζιλία και
οι γιορτές και δράσεις της ελληνικής κοινότητας στο Σάο Πάολο. Η δημοσίευση
βασίζεται στην 16χρονη έρευνα και δημοσιευμένη μονογραφία της ελληνοβραζιλιάνας
ερευνήτριας Βασιλικής Θωμά Κωνσταντινίδου: «Θεματοφύλακες των Αναμνήσεων -
Μνήμη και Ιστορίες των Ελλήνων Μεταναστών στη Βραζιλία». Μια άκρως
ενδιαφέρουσα αφήγηση με μαρτυρίες δρώντων προσώπων για τους Έλληνες που από την
κατασκευή της Διώρυγας του Σουέζ βρέθηκαν να κατασκευάζουν ένα σιδηρόδρομο στον
Αμαζόνιο. «Η οικογένεια του πατέρα μου, Γεωργίου Τριφιάτη, ήταν φτωχή. Αυτός
γεννήθηκε στην Κρήτη, στις 18 Μαρτίου του 1875. Πρώτα έφυγε για τη Διώρυγα του
Σουέζ και μετά ήρθε εδώ, το 1912. Ήταν επικεφαλής γραμμής από το Guajara-Mirim μέχρι το Mutum-Parana. Σ' όλη του τη ζωή.
Γνώρισε τη μητέρα μου, DaliaMorenoTrifiatis,
στο σπίτι του κυρίου Δασκαλάκη. Παντρεύτηκαν το Νοέμβριο του 1941. Είχε έναν
αδερφό που ήρθε μαζί του, αλλά πέθανε από μαλάρια
«Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ’ ό,τι έχω ζήσει έως τώρα…/Αισθάνομαι όπως αυτό το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες:
τις πρώτες τις καταβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται με βαθιά απόλαυση./Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται, καταστατικά, νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δε θα καταλήξει κανείς πουθενά./ Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους που παρά τη χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει./ Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες./ Δε θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί./ Δεν ανέχομαι τους χειριστικούς και τους καιροσκόπους./ Με ενοχλεί η ζήλια και όσοι προσπαθούν να υποτιμήσουν τους ικανότερους για να οικειοποιηθούν τη θέση τους, το ταλέντο τους και τα επιτεύγματα τους./ Μισώ να είμαι μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα. Οι άνθρωποι δεν συζητούν πια για το περιεχόμενο… μετά βίας για την επικεφαλίδα./ Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους, τις επικεφαλίδες. Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται… Μου μένουν λίγες καραμέλες στη σακούλα…/ Θέλω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα με ανθρώπινη υπόσταση./ Που μπορούν να γελούν με τα λάθη τους./ Που δεν επαίρονται για το θρίαμβό τους./ Που δε θεωρούν τον εαυτό τους εκλεκτό, πριν από την ώρα τους./ Που δεν αποφεύγουν τις ευθύνες τους./ Που υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια./ Και που το μόνο που επιθυμούν είναι να βαδίζουν μαζί με την αλήθεια και την ειλικρίνεια./ Το ουσιώδες είναι αυτό που αξίζει τον κόπο στη ζωή./ Θέλω να περιτριγυρίζομαι από πρόσωπα που ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά των ανθρώπων…/ Άνθρωποι τους οποίους τα σκληρά χτυπήματα της ζωής τους δίδαξαν πως μεγαλώνει κανείς με απαλά αγγίγματα στην ψυχή./ Ναι, βιάζομαι, αλλά μόνο για να ζήσω με την ένταση που μόνο η ωριμότητα μπορεί να σου χαρίσει./ Σκοπεύω να μην πάει χαμένη καμιά από τις καραμέλες που μου απομένουν…Είμαι σίγουρος ότι ορισμένες θα είναι πιο νόστιμες απ’ όσες έχω ήδη φάει./ Σκοπός μου είναι να φτάσω ως το τέλος ικανοποιημένος και σε ειρήνη με τη συνείδησή μου και τους αγαπημένους μου./ Εύχομαι και ο δικός σου να είναι ο ίδιος γιατί με κάποιον τρόπο θα φτάσεις κι εσύ…» (απόσπασμα από το έργο του Βραζιλιάνου ποιητή, συγγραφέα, δοκιμιογράφου, φωτογράφου και μουσικολόγου, MariodeAndrade, 1893-1945).
Εκπαίδευση για τους Έλληνες της Βραζιλίας
Στη Βραζιλία εργάστηκα ως αποσπασμένος εκπαιδευτικός για τρία χρόνια στο Αθηναϊκό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα/Instituto Educational Ateniense. Μετά από 59 χρόνια λειτουργίας (1966-2015) έκλεισε το ένα από τα δυο «κανονικά/επίσημα» ελληνικά σχολεία που υπήρχαν στην Κεντρική και Νότια Αμερική. Το άλλο ελληνικό σχολείο βρίσκεται στο Μπουένος Άιρες. Βέβαια Έλληνες εκπαιδευτικοί αποσπώνται στις ελληνικές κοινότητες της Αργεντινής, της Βενεζουέλας, της Βραζιλίας, του Μεξικού, της Ουρουγουάης, του Παναμά, του Περού και της Χιλής. Οι βασικοί πυλώνες για τη διατήρηση της ταυτότητας της ομογένειας είναι η εκκλησία και η ελληνόγλωσση εκπαίδευση. Ιδιαίτερα η γλώσσα αποτελεί όχι μόνο το μέσο της επικοινωνίας αλλά ταυτόχρονα συγκροτεί τον ισχυρό φορέα της ιστορικής συνείδησης, είναι η κοιτίδα του πολιτισμού ενός έθνους.Εργασίες μας για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στη Βραζιλία και την επίδραση της ελληνικής γλώσσας στην πορτογαλική μπορείτε να διαβάσετε στις εργασίες μας: «Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στη Βραζιλία»http://www.eduportal.gr/el-gl-brazil/ και «Οικουμενικές γλωσσικές διαδρομές δυτικότερα της Δύσης», http://www.eduportal.gr/diadromes/Στο παρακάτω βίντεο μπορείτε να παρακολουθήσετε αποσπάσματα από τη διδασκαλία μας για την ελληνική γλώσσα και εκδηλώσεις, δραστηριότητες της Ελληνικής Κοινότητας του Σάο Πάολο. Μετά ακολουθεί μια σύντομη ιστορική αναδρομή για τους Έλληνες της Βραζιλίας, πότε και που έφτασαν, ποιες δραστηριότητες ανέπτυξαν και πως συνεχίζουν να υπάρχουν σήμερα, βασισμένη στη μονογραφία της φίλης ερευνήτριας, Βασιλική Θωμά Κωνσταντινίδου, «Οι Θεματοφύλακες των Αναμνήσεων – Os Guardiões das Lembranças».
(«Οι Έλληνες της Βραζιλίας» –
«GregosdoBrazil», Βίντεο διάρκειας 50’ λεπτών): Οι Έλληνες της
Βραζιλίας, Πρώτη γενιά Ελλήνων Μεταναστών (Έκθεση Φωτογραφίας στη
Λεωφόρο Paulista), Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Ateniense (1966-2015), Πάσχα στο
Σάο Πάολο, Φεστιβάλ Χορού Κοινοτήτων (Οργάνωση Ελληνική Κοινότητα Αγίου
Παύλου)
Περισσότερα για την εκπαίδευση και τη ζωή στη Βραζιλία με 8
ενσωματωμένα βίντεο από τις εμπειρίες μας στη χώρα για δώδεκα και πλέον
χρόνια,στον σύνδεσμο: http://www.eduportal.gr/56taxidibrazil/Θεματοφύλακες των Αναμνήσεων
Η Βασιλική Θωμά Κωνσταντινίδου γεννήθηκε στην Αθήνα και πήγε στη Βραζιλία όταν ήταν τριών χρονών. Είναι
δημοσιογράφος και από το 1992 έχει αφιερωθεί στην μελέτη της προφορικής ιστορίας και μνήμης και στην έρευνα της ελληνικής μετανάστευσης στη Βραζιλία. Έχει δημοσιεύσει δύο βιβλία: «Θεματοφύλακες των Αναμνήσεων – Μνήμη και Ιστορίες των Ελλήνων Μεταναστών στη Βραζιλία» (2009 / δίγλωσσο – ελληνικά/πορτογαλικά) και «Η γλυκύτητα της γης» – Ιστορίες και Αναμνήσεις του Αντόνιο Παβάν και της Νοέμια Φολτράν Παβάν (οικογενειακή βιογραφία/2006). Είναι ένα από τα ιδρυτικά μέλη και διευθύντρια του Κέντρου Ελληνικών Μελετών «Αρετή», και ιδρυτικό μέλος του Ελληνικού Πολιτιστικού Κέντρου «Καβάφης» (2004/2011).Στη δίγλωσση μονογραφία της η συγγραφέας καταγράφει την άφιξη, την εξάπλωση, το ρίζωμα, τις αγωνίες, τις επιτυχίες και τις απώλειες των Ελλήνων που έφτασαν στη βραζιλιάνικη γη: «Είναι 16 χρόνια έρευνας βασισμένη σε προφορικές μαρτυρίες και μνήμες. Είναι η προφορική ιστορία των μεταναστών. Είναι απέραντη η Βραζιλία. Αυτά τα 16 χρόνια μίλησα με 200 ανθρώπους και πήρα μαρτυρίες ζωής από εβδομήντα με ογδόντα απ’ αυτούς. Πήγα σε οκτώ πολιτείες συνολικά και σε 10 πόλεις, σ΄ αυτές που το ελληνικό στοιχείο είναι πιο έντονο και υπήρχε ιστορία που μπορούσα να ανακαλύψω», μας συνοψίζει.
Το πρώτο κύμα μετανάστευσης 1910: Έλληνες εργάτες στον Αμαζόνιο και στο σιδηρόδρομο
«Οι πιο παλιές καταγραφές που βρήκα ήταν από το 1841, όταν ένας Έλληνας ονόματι Γιάννης-Παντιάς-Καλόγερας από την Κέρκυρα, που ήταν καθηγητής, πήγε στη Βραζιλία κι έδινε μαθήματα στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Τότε τους καλούσε ο αυτοκράτορας, κάτι που συνηθιζόταν για να διδάξουν σε σχολείο. Υπήρχαν κι άλλες δυο-τρεις οικογένειες Ελλήνων το 19ο αιώνα στη Βραζιλία. Το 1854 έφτασε στο Ρίο ντε Τζανέιρο ο Ότο Λεονάρντος. Η οικογένειά του ήταν από τα Αμπελάκια της Θεσσαλίας ,κι αυτός που ήταν επίσης καθηγητής έγινε ο επί 45 χρόνια πρόξενος της Ελλάδας εκεί. Το 1883 ο Λεονάρντος παρουσίασε στην Αθήνα μία έκθεση από βραζιλιάνικα προϊόντα όπως ο καφές, πολύτιμες πέτρες και άλλα. Αυτή η έκθεση έγινε τότε στο Πολυτεχνείο της Αθήνας και ήταν μία από τις πρώτες επίσημες σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Βραζιλίας».Στο βιβλίο της η συγγραφέας καταγράφει τη μαρτυρία του δισέγγονου:«Ο προπάππος μου Όθων Λεονάρδος γεννήθηκε στο Ναύπλιο, στις 18 Ιανουάριου του 1834 και πέθανε στις 18 Φεβρουάριου του 1915, στο Niteroi. Η οικογένειά μου καταγόταν από τα Αμπελάκια. Ήρθε στη Βραζιλία με την ιδιότητα του αντιπροσώπου της Αγγλικής Τράπεζας «English Bank». Το 1865 παντρεύτηκε στο Ρίο…» (Γεώργιος Λεονάρδος).
Η φαντασία για μια νέα ποικιλόμορφη ηπειρωτική γεωγραφία και πολιτισμό αλλά και η ανάγκη για εργασία εμπνέει τη μετανάστευση των Ελλήνων στη Βραζιλία. Από την ηπειρωτική μέχρι τη νησιωτική Ελλάδα μετανάστευσαν κινούμενοι από το όνειρο, από την περιπέτεια, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Τα λιμάνια του Σάντος και του Ρίο ντε Ζανέιρο ήταν οι κύριες πύλες εισόδου για να εξαπλωθούν σε διάφορους δρόμους αφήνοντας τα σημάδια τους σε όλες τις βραζιλιανές πολιτείες. Από τις καλλιέργειες του καφέ στο εσωτερικό του Σάο Πάολο, μέχρι το σιδηρόδρομο Μαντέιρα-Μαμορέ στον Αμαζόνιο, διασχίζοντας τις μεγάλες πόλεις της βραζιλιανής ακτής και τις μικρές πόλεις του κεντρικού οροπεδίου. Οι περιβαλλοντικές και εδαφικές συνθήκες επινόησαν μία ιδιαίτερη ταυτότητα, ποικίλη και ανάμεικτη.Η ερευνήτρια κ. Β. Κωνσταντινίδου συνεχίζει: «Πάλι σκορπισμένοι άρχισαν να έρχονται το 1910. Δώδεκα άνθρωποι από όλη την Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και τρεις από τη Ρόδο ξεκίνησαν να έρθουν για Βραζιλία να δουλέψουν στο Σάο Πάολο. Ήταν από τον Αρχάγγελο! Ήρθαν με πλοίο, το ταξίδι τους κράτησε είκοσι με εικοσιπέντε μέρες. Σήμερα αν το πλοίο ερχόταν απ’ ευθείας από τη Βραζιλία το ταξίδι διαρκεί 15 μέρες. Τότε η Βραζιλία αναπτυσσόταν πάρα πολύ, κι από την ιστορία που ξέρουμε γνωρίζουμε ότι τότε φτιάχνονταν οι γέφυρες. Ειδικά μια μεγάλη γέφυρα η οποία ονομαζόταν Σανταεφιζένια, δηλαδή Ιφιγένεια η οποία ολοκληρώθηκε το 1914. Όταν τελείωσε η γέφυρα είχε αρχίσει ήδη ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, σταμάτησαν οι δουλειές, κι αυτοί οι άνθρωποι από τη Ρόδο ήξεραν να φτιάχνουν ασβέστη. Τους φώναξε ο Έλληνας πρόξενος σ΄ ένα μέρος της Βραζιλίας που λέγεται Μότογκρόσο και πήγαν εκεί τότε με τρένο. Το τρένο πήγαινε τόσο σιγά που ο ένας βαρέθηκε πολύ, αγανάκτησε και κατέβηκε στο Λινς. Οι άλλοι δύο συνέχισαν, πήγαν στο Μότογκρόσο. Ήταν δύο αδέλφια αυτοί που συνέχισαν. Ο ένας από τους δύο όταν ξεκίνησαν από τον Αρχάγγελο ήταν μόνο 13 χρονών, κι ο αδελφός του ήταν μεγαλύτερος».
Μεταξύ 1909 και 1912 περίπου 1.000 Έλληνεςέφτασαν για να εργαστούν στην κατασκευή του σιδηροδρόμου. Ήταν νέοι από 11 έως 22 χρονών, οι περισσότεροι από την Κρήτη που είχαν έρθει μετά από πρόσκληση του Ιωάννη Φραγκούλη, που καταγόταν από την Ιεράπετρα. Ο Φραγκούλης είχε δουλέψει στο Παναμά και ήταν υπεύθυνος για την πρόσληψη Ελλήνων εργατών για τη βορειοαμερικανική εταιρεία υπεύθυνη για την κατασκευή του σιδηροδρόμου. Όταν τελείωσε η κατασκευή του σιδηροδρόμου, όσοι είχαν επιζήσει και είχαν παραμείνει στον Αμαζόνιο ασχολήθηκαν με το εμπόριο του καουτσούκ, με τις φυτείες του ζαχαροκαλάμου και με την παρασκευή «κασάσας» (εθνικό οινοπνευματώδες ποτό της Βραζιλίας από ζαχαροκάλαμο). Άλλοι παρέμειναν στις πόλεις Γκουζαρά-Μιρίμ και Πόρτο Βέλιο, άλλοι ανέβηκαν το ποτάμι Γκουαπορέ και εγκαταστάθηκαν στην Κόστα Μάρκες, και άλλοι διέσχισαν το ποτάμι Μαμορέ και ξεκίνησαν τη ζωή τους στη Βολιβία. Ο γιος ενός από αυτούς τους Έλληνες εργάτες που δούλεψαν στη Διώρυγα του Σουέζ και στην κατασκευή του σιδηρόδρομου στη Βραζιλία αφηγείται: «Ο πατέρας μου, Νικόλας Μελέτης Καραγεώργης, γεννήθηκε στις 16 Μαΐου του 1892, σ’ ένα χωριό στη Φωκίδα… Ήρθε στη Βραζιλία, με πολλούς άλλους Έλληνες για να δουλέψει στη σιδηροδρομική γραμμή Madeira–Mamore. Νόμιζε ότι θα κέρδιζαν πολλά λεφτά, τι κατάφεραν…; Εκείνη την εποχή υπήρχαν πολλές δυσκολίες, πολλές ασθένειες, πέθαναν κάποιοι από μαλάρια. Αυτός ήταν στη Διώρυγα του Παναμά και από εκεί, το 1914, ήρθε εδώ. Όταν τέλειωσε η δουλειά στο σιδηρόδρομο, διέσχισε το ποτάμι. Βρέθηκε στη Βολιβία και εγκαταστάθηκε. Δούλευε στο καουτσούκ που εκείνο τον καιρό έπιανε καλές τιμές» (Αχιλλέας Μελέτη Καραγεώργη, βλ. Κωνσταντινίδου, 2009).
Αξίζει να αναφέρουμε ότι συνολικά το σχέδιο του σιδηρόδρομoυ Μαντέιρα-Μαμορέξεκίνησε το 1871, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της Βραζιλίας και της Βολιβίας, όταν η εξόρυξη του καουτσούκ ήταν στην ακμή του. Δέκα χρόνια μετά τα έργα έπαυσαν λόγω των δυσμενών συνθηκών και μόνο το 1907 ξεκίνησαν ξανά. Μέχρι το 1912 πάνω από 30 χιλιάδες άνδρες από 40 διαφορετικών εθνικοτήτων εργάστηκαν στην κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής που έγινε γνωστή ως «Σιδηρόδρομος του Διαβόλου». Δούλευαν 11 ώρες υπό 30 βαθμούς θερμοκρασίας, μέσα στο δάσος και ντυμένοι από τα χέρια μέχρι τα πόδια για να προστατευτούν από την επίθεση των εντόμων. Πάνω από 6.000 εργάτες πέθαναν από το 1907 μέχρι το 1912, θύματα της ελονοσίας, των τροπικών καταιγίδων, των ναυαγίων και των επιθέσεων από τους ιθαγενείς που ένιωθαν απειλούμενοι.Ο σιδηρόδρομος Μαντέιρα Μαμορέ εγκαινιάστηκε την 1η Αυγούστου 1912 με έκταση 364 χλμ. και λειτούργησε μέχρι το 1972. Στο Guajará-Mirim – τελευταίο σημείο της γραμμής – στις όχθες του ποταμού Mamoré, πολλοί Έλληνες αποφάσισαν να εγκατασταθούν και έφτιαξαν εκεί τη ζωή τους. Γειτονεύει με τη Βολιβία, η πόλη γεννήθηκε ακριβώς πάνω στα σύνορα των δύο χωρών, και γι’ αυτό αναπτύχθηκαν πολλές κοινές επιχειρήσεις. Αλλά η επικοινωνία με την άλλη πλευρά έφερε πολλούς γάμους και σχέσεις με γυναίκες από τη Βολιβία. Στην βραζιλιάνικη όχθη του ποταμού υπήρχαν μόνο άντρες.
Η ερευνήτρια Βασιλική Θωμά Κωνσταντινίδου καταγράφει σε μια άλλη μαρτυρία: «Η οικογένεια του πατερά μου, Γεωργίου Τριφιάτη, ήταν φτωχή. Αυτός γεννήθηκε στην Κρήτη, στις 18 Μαρτίου του 1875. Πρώτα έφυγε για τη Διώρυγα του Σουέζ και μετά ήρθε εδώ, το 1912. Ήταν επικεφαλής γραμμής από το Guajara–Mirim μέχρι το Mutum–Parana. Σ’ όλη του τη ζωή. Γνώρισε τη μητέρα μου, DaliaMorenoTrifiatis, στο σπίτι του κυρίου Δασκαλάκη. Παντρεύτηκαν το Νοέμβριο του 1941. Είχε έναν αδερφό που ήρθε μαζί του, αλλά πέθανε από μαλάρια, στο Νοσοκομείο Καντελάρια. Πέθανε πολύ νέος. Είχε και μια αδερφή που έμενε στην Ελλάδα, αλλά δεν ξέρω το όνομα της. Ο πατέρας μου είχε αλληλογραφία με την οικογένεια του, έστελνε χρήματα… αλλά ποτέ δεν ξαναγύρισε. Κάθε μήνα λάμβανε ταχυδρομικώς μια εφημερίδα από την Ελλάδα. Πέθανε το ’58. Μετά το θάνατο του πάτερα μου πήραμε ένα γράμμα από την Ελλάδα, αλλά επειδή ο κυρ Αλέξης έλειπε ταξίδι, δεν είχαμε κανέναν να μας το διαβάσει. Το άφησα στο σπίτι της ξαδέρφης μου, μέχρι να γυρίσει εκείνος… το γράμμα χάθηκε και χάσαμε κάθε επαφή. Λυπήθηκα πάρα πολύ» (AssimodeNazarethTrifiatis).
Στο πρώτο κύμα μετανάστευσης κάποιοι άλλοι έφτασαν από την Αργεντινή: «Ο πατέρας μου ήρθε στη Βραζιλία το 1914. Ήρθε από την Αργεντινή, έφτασε στην Aquidauna κι έμεινε εκεί…» (Σοφία MascarenbasDiacopulosRondon).
Το δεύτερο κύμα μετανάστευσης 1924-1940, και το τρίτο κύμα το 1950
«Το δεύτερο επόμενο κύμα ήταν από το 1924 έως το 1937 με 1940. Ήταν οι Μικρασιάτες που πήγαιναν στη Βραζιλία μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Το τρίτο και μεγαλύτερο ήταν το 1950, μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο. Γι’ αυτό το μεγάλο κύμα πάλι δεν υπάρχουν στοιχεία. Όμως ένας Έλληνας δημοσιογράφος ο Βασίλης Σκαρλάτος, σε έρευνά του που βρήκα στο προξενείο μιλάει για 16.500 Έλληνες. Όμως δεν ήταν μόνο οι Έλληνες που έρχονταν με ελληνικό διαβατήριο, άλλοι Έλληνες μπήκαν από τη Ρουμανία με ρουμανικό διαβατήριο, άλλοι με Τουρκίας, άλλοι με Αιγυπτιακό. Οι 16.500 είχαν ελληνικό διαβατήριο», μας αναφέρει η κ. Κωνσταντινίδου.
Τα δρώντα πρόσωπα-μάρτυρες φτάνουν από τη Ρουμανία, την Αίγυπτο, την Κωνσταντινούπολη και αλλού: «Εμείς ήμασταν Έλληνες της Ρουμανίας. Είχαμε πάρει την απόφαση να μεταναστεύουμε. Η αρχική μας επιλογή ήταν η Αυστραλία ή ο Καναδάς, όμως το 1951 μόνο η Βραζιλία δεχόταν μετανάστες. Δεν ξέραμε τίποτα για τη χώρα μόνο ότι βρισκόταν στη Νότια Αμερική. Ο πατέρας μου συγκέντρωσε την οικογένεια και ψηφίσαμε όλοι να έρθουμε εδώ…» (Θεόδωρος και Αγγελική Συμεωνίδη).Και μια άλλη μάρτυρας: «Εμείς ήρθαμε στο RiodeJaneiro τον Οκτώβριο του 1959. Ήμασταν Έλληνες από την Αίγυπτο. Γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στο Κάιρο. Και οι γονείς μου εκεί είχαν γεννηθεί. Κάποιοι φίλοι είχαν έρθει εδώ και μας είπαν ότι υπήρχαν καλές προοπτικές για δουλειά. ο σύζυγος μου, Γεώργιος Κρεατσούλας ήταν αρχιμάγειρας. Έπειτα, το 1962, ήρθε ο πατέρας μου – που ήταν αρχισερβιτόρος- και τα αδέρφια μου» (Αικατερίνη Κρεατσούλα).
Στη δεκαετία κυρίως του 1970-80αρκετοί Έλληνες μετανάστες επέστρεψαν από τη Βραζιλία στην Ελλάδα. Κάποιοι τα πήγαν καλά σε αυτή τους την περιπέτεια, άλλοι όχι, ενώ δεν απουσιάζουν και οι νεότεροι Έλληνες μετανάστες στη Βραζιλία με τη σημερινή κρίση. Τέλος η ερευνήτρια-συγγραφέας κ. Βασιλική Θωμά Κωνσταντινίδη παραθέτει και τη δικής της προσωπική ιστορία: «Οι γονείς μου ήταν μετανάστες της δεκαετίας του ΄50. Πήγαμε το 1953. Το όνειρό τους ήταν να γυρίσουν στην Ελλάδα. Το 1968 το αποφάσισαν και γύρισαν, γύρισα κι εγώ μαζί τους. Μετά από δύο χρόνια ξαναπήγαμε πίσω, δεν μπορούσαμε να προσαρμοστούμε, κι αυτό συμβαίνει με πάρα πολλούς. Οι μετανάστες όταν φεύγουν από την Ελλάδα έχουν σκοπό να πάνε και να γυρίσουν, κι έτσι την εικόνα της την κρατάνε την παγώνουν και την κρατούν μέσα τους. Μετά φτάνουν στη Βραζιλία που τους υποδέχεται πάρα πολύ καλά, αγκαλιάζει τους μετανάστες και τους δίνει την ευκαιρία να αποκτήσουν πράγματα και ζωή με ποιότητα. Κάθονται εκεί και λένε «θα γυρίσω», αλλά έχουν στο μυαλό τους την πραγματικότητα που άφησαν. Όλο λένε, «θα γυρίσουμε, θα γυρίσουμε…», αλλά ζουν καλά εκεί. Όταν έρχονται όμως ο χρόνος έχει περάσει, όλα έχουν αλλάξει στην Ελλάδα και τότε θέλουν να πάνε πάλι πίσω γιατί εκεί έζησαν τη ζωή τους μέχρι τότε, έζησαν τα νιάτα τους. Εδώ έχουν δυσκολία να προσαρμοστούν. Ο μετανάστης πάντα νοσταλγεί. Όταν είναι εδώ νοσταλγεί τη Βραζιλία, όταν είναι εκεί την Ελλάδα. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό του μετανάστη. Το όνειρο του είναι να πεθάνει στην πατρίδα του, όμως η ζωή εκεί για τα παιδιά μας είναι καλύτερη».
Μια άλλη Ελληνίδα μετανάστρια στη Βραζιλία περιγράφει μέσα σε λίγες γραμμές αυτή την ιδιαίτερη κατάσταση:«Ο μετανάστης είναι ένα σύμπλεγμα από όνειρα, πραγματοποιημένα ή όχι, και από διαρκείς μεταβολές. Προσπαθεί για πολύ καιρό να προσαρμοστεί εκεί που ζει. Περνά χρόνια με το ένα πόδι στη χώρα υποδοχής και με το άλλο στη γενέθλια γη του. Όταν δεν μπορεί άλλο να σταθεί όρθιος, η σκέψη του γυρίζει σε αυτό που θα είναι η τελευταία του επιθυμία: να θαφτεί στη γη του, στο χωριό του. Αλλά παρόλο που ο μετανάστης μοιράζεται ανάμεσα σε δυο πατρίδες, το μέλλον των παιδιών του είναι, σε γενικές γραμμές, καλύτερο στη χώρα όπου αυτά γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και προσαρμόστηκαν στον τρόπο ζωής» (Μαρία Ριφιότη, σελ. 274, βλ. Βασιλική Θωμά Κωνσταντινίδου, 2009, OsGuardioesdasLembrancas. Θεματοφύλακες των Αναμνήσεων. Sao Paulo. Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού).
Η μονογραφία της ερευνήτριας είναι διαθέσιμη στα βιβλιοπωλεία με πλούσιο αρχειακό και φωτογραφικό υλικό, σε μια δίγλωσση έκδοση στην ελληνική και πορτογαλική γλώσσα: «Το εξαιρετικό αυτό πόνημα της Βασιλικής Θωμά-Κωνσταντινίδη είναι μια πολύ σημαντική προσφορά στην έρευνα για τον ελληνισμό της Βραζιλίας. Η συγγραφέας, μέσα από την ιστορική αναζήτηση, κατάφερε να ανασυνθέσει το ψηφιδωτό ενός μέρους Ελλήνων που εγκαταστάθηκαν στην όμορφη και τόσο ενδιαφέρουσα βραζιλιάνικη γη και να δώσει πληροφορίες για την προσωπική ιστορία του κάθε μετανάστη, τις αντίξοες συνθήκες που αντιμετώπισε κάνοντας ένα τόσο μακρινό και επίπονο ταξίδι, τα στοιχεία για την καταγωγή του, τη ζωή του, το επάγγελμά του, τους λόγους που τον ώθησαν να μεταναστεύσει, το πώς προσαρμόσθηκε στα νέα δεδομένα αλλά και τη νοσταλγική διάθεση για την Ελλάδα. Το πλούσιο φωτογραφικό και αρχειακό υλικό που συνοδεύει την εξιστόρηση, πολύτιμο κληροδότημα στους απογόνους των πρώτων μεταναστών, κάνει ακόμα πιο γοητευτική την καταγραφή και μας ταξιδεύει νοερά στο παρελθόν, υφαίνοντας το φόντο της νέας πατρίδας που δέχτηκε τον ελληνισμό. […] (Από την έκδοση).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου