ΘΑ ΤΟΝ ΔΕΙΤΕ νὰ περνᾶ, τρέχοντας
σὲ ρυθμοὺς προθέρμανσης γύρω ἀπὸ τὸ σπίτι σας. Θὰ εἶναι πρωί, πολὺ
νωρὶς τὸ πρωί, καὶ ἴσως νὰ μὴν τὸν προλάβετε ὅλες. Μά, μέχρι νὰ
στριφογυρίσετε τὸ κορμί σας μερικὲς ἀκόμη φορὲς στὸ κρεβάτι, σὰ
χαδιάρικο γατί, θὰ ἔχει ξαναπεράσει. Πρωινὸ τρέξιμο πρὶν τὴν ἐργασία.
Τὸ ἐρώτημα ὅμως στὸ ὁποῖο δὲν θὰ μπορέσει νὰ σᾶς ἀπαντήσει, εἶναι
γιατί γυμνάζεται 35 χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι του καὶ μάλιστα
τέτοια ὥρα. Ἐσεῖς, στὸ μεταξὺ θὰ ἔχετε γυρίσει ἄλλη μιὰ φορὰ
πλευρό. Τὸ νυχτικὸ θὰ διπλωθεῖ πρὸς τὰ πάνω καὶ σὰν στάχυ ποὺ λυγίζει
στὸν ἄνεμο, θὰ λάμψει γιὰ λίγο τὸ γυμνό σας κορμί. Τὸ δεύτερο ἐρώτημα
τὸ ὁποῖο θὰ μείνει ἀναπάντητο ἀφορᾶ τὴ δουλειά του. Τί δουλειὰ ἀλήθεια
κάνει; Θὰ σᾶς πῶ ἐγώ, κυρίες μου, ἂν καὶ ὁ ἴδιος θὰ τὰ ἀρνηθεῖ ὅλα.
Ἔπειτα ἀπὸ τὸ τρέξιμο, θ' ἀνέβει στὸν Ὑμηττό, ἀπὸ τὴν πλευρὰ ποὺ
βρίσκεται πιὸ κοντὰ στὸ σπίτι σας φυσικά. Χαμογελώντας, καθισμένος
σὲ μιὰ πέτρα, καὶ μὲ χρώματα ἀναπόλησης ζωγραφισμένα στὰ μάτια,
θὰ ἀντικρίσει τὴν χρυσὴ μέρα ποὺ σκαρφαλώνει στὸν οὐρανό. Θὰ βγάλει
τὸ μπλοκάκι του μήπως προλάβει νὰ σκαρώσει κάποιο ποίημα, μήπως
ἡ ἔμπνευση τὸν παρασύρει κοντά σας μέσα ἀπὸ κάποιο σοκάκι μυστικό.
Δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε ἂν θὰ τὰ καταφέρει μιᾶς καὶ αὐτὸ ποὺ ἀγαπάει
πιὸ πολὺ δείχνει νὰ εἶστε ἐσεῖς, ὄχι ἡ ποίηση· ἢ μήπως τὸ ἀντίθετο;
Μέσα ἀπὸ τὴν ποίηση προσπαθεῖ νὰ σᾶς ἀγγίξει.
Ἀλλὰ οἱ λέξεις εἶναι
μόνο σύμβολα καὶ ἀντικατοπτρισμοὶ καὶ σχέδια καὶ ἀναμνήσεις. Ψάχνει
κάπου νὰ διαβάσει ἐκεῖνες ποὺ ἔχει στὸ μυαλό του, καὶ ποὺ σᾶς δείχνουν
νὰ τοῦ κρατᾶτε τὸ χέρι, ἐδῶ στὸ ὅρος Ὑμηττός, πρόσωπο μὲ πρόσωπο.
Μιὰ πεταλούδα, ἀντὶ γιὰ λουλούδι, κάθεται σὲ ἕνα πεταμένο πλαστικὸ
ἀπὸ πορτοκαλάδα· οἱ πρῶτες μαργαρίτες ἀνθίζουν, μιὰ-δυὸ παπαροῦνες
χτίζουν ἕνα ἀπροσδιόριστο κέντρο. Ἡ πεταλούδα πετᾶ τώρα σ’ ἕνα
λουλούδι, μαζεύει τὴν γύρη ἀπὸ τὴν παροδικὴ αἰωνιότητα τῆς
στιγμῆς καὶ ἔπειτα ἀνοίγει τὰ φτερά.
Εἶναι ὁ μοναδικὸς ἀλληλογράφος ποὺ εἴχατε, καὶ ἂς μὴν τὸν γνωρίζατε
καλὰ-καλά. Ἐκεῖνος ποὺ σᾶς ἐξομολογήθηκε τὴν τελευταία μέρα
τοῦ σχολείου τὸν ἀθεράπευτο ἔρωτά του, ὁ ἴδιος ποὺ τὸν ἀφήσατε
νὰ περιμένει σὲ ἕνα ξεχασμένο σημεῖο συνάντησης, σὲ μιὰ ἐρημικὴ
λεωφόρο, σὲ ἕνα γυμνὸ ἀλσύλλιο. Εἴχατε πιστέψει πὼς πρέπει νὰ ἦταν
τρελός. Ναί, ὁ ἴδιος ποὺ βλέποντάς τον, νιώσατε πὼς ἡ ζωὴ σας μαζί
του μπορεῖ νὰ εἶναι ζωντανὴ ζωὴ καὶ ὄχι νεκρή· ποὺ χαμογελούσατε,
κάθε φορὰ ποὺ φέρνατε τὴν εἰκόνα του στὸ μυαλό σας, κάθε φορὰ ποὺ
συναντιόσασταν γιὰ ἕναν περίπατο γύρω ἀπὸ τὸν μητροπολιτικὸ
ναό· στὰ σκαλιά του σταματούσατε καὶ ἀγγίζατε ὁ ἕνας τὸν ὦμο τοῦ
ἄλλου. Πιὸ πέρα ἡ βουὴ τῆς πόλης ἔσβηνε, καθὼς τὰ νυχτερινὰ φῶτα
τρεμόπαιζαν σὰν μικρὰ νομίσματα ποὺ θάμπωναν γιὰ μιὰ στιγμή. Κρυφτήκατε
πίσω ἀπὸ τὰ χαλάσματα καὶ κάνατε... νὰ τὸ ὁμολογήσω; Ναί, τελικὰ
εἶναι ὁ ἴδιος ποὺ μὲ τὰ νυχτερινὰ τηλεφωνήματα καὶ τὴν παραφορὰ
καὶ τὴν ἀπελπισία του, ἀπαιτοῦσε νὰ ἔχει τὴν ἀποκλειστικότητά
σας. Καὶ ἦταν τελικὰ ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖο καὶ σεῖς οἱ ἴδιες εἴχατε
μάταια πονέσει.
Μόλις τώρα κατέβηκε ἀπὸ τὸν Ὑμηττό, ἀποτυγχάνοντας πανηγυρικά,
νὰ ὁλοκληρώσει τὸ ποίημα ποὺ εἶχε σκοπὸ νὰ σᾶς ἀφήσει σὲ μιὰ γωνιὰ
τοῦ κήπου. Τρέχοντας ὅμως, μὲ ἀναπτερωμένο τὸ ἠθικό, ἀπὸ τὸν
δρόμο σας θὰ περάσει ξανά.
Ἡ σκέψη νὰ σᾶς ἀντικρίσει, πρόσφατα ἀναδύθηκε καὶ σὰν τρελὴ ἐπιθυμία,
ἀναρριχήθηκε σιωπηρά, δίπλα ἀπὸ τὸν ἴσκιο τῶν ἡμερῶν ποὺ ἔφυγαν,
κάτω ἀπὸ τὴν αἴγλη μιᾶς παρατεταμένης ἀργίας.
Τώρα, θὰ ἔχετε ἤδη βγεῖ στὴν μικρή σας αὐλή. Ὁ ἀέρας πτυχώνει τὸ
νυχτικό· τὰ ἄνθη ἔχουν ἀνοίξει καὶ ἀπελευθερώνουν μιὰ λεπτὴ μυρωδιά.
Στὸ πρόσωπό σας, μιὰ τυχαία ἐντύπωση ἀντιμάχεται μιὰ ἐρωτικὴ ἀνάμνηση:
εἶναι Ἄνοιξη! Ξαφνικά, κάτω ἀπὸ τὸ χλωμὸ πρωινὸ τὰ μάτια σας συναντιόνται,
ἀνταλλάσσοντας ἐκείνη τὴν σπίθα ἀπὸ τὴν φλόγα τοῦ ἰδεατοῦ, ἀνυπόκριτου
ἔρωτα ποὺ κάποτε σᾶς συνέδεε.
Ναί· ὁ ἄντρας αὐτός, ὁ κακὸς ἠθοποιὸς ποὺ ἀνιχνεύει τὴν περιοχή...
ὁ ποιητής! Ὁ ὑπομονετικὸς ἐργάτης τῶν λέξεων· ὁ σκαπανέας τοῦ
χαμένου χρόνου· ὁ λαξευτὴς τῶν εὐκαιριῶν ποὺ χάθηκαν καὶ ἐκείνων
ποὺ θὰ ἔρθουν... Καταδικασμένος σὲ αἰώνια ἀναχώρηση, σὲ αἰώνια
ἐπιστροφή: «Νὰ εἶναι ἄραγε πολὺ ἀργά...ἢ μήπως εἶναι πολὺ νωρίς;»
ἀναρωτιέται, καθὼς ἔπειτα ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, ἀπὸ τὸ σπίτι σας
θὰ τὸν δεῖτε νὰ περνάει ξανά...
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση.
Κίμων
Καλαμάρας (Ἀθήνα, 1976). Σπούδασε σὲ
Δημόσιο ΙΕΚ Λογιστικὰ καὶ τώρα σπουδάζει Ψυχολογία. Ἀσχολεῖται
μὲ τήν πεζογραφία καὶ τήν ποίηση.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου