Toυ Υavor Tarinski
Το «πρόβλημα του πληθυσμού» έχει τη μορφή ενός φοίνικα:
αναγεννάται από τις στάχτες του τουλάχιστον κάθε γενιά και μερικές φορές κάθε δεκαετία.
Murray Bookchin [1]
Ο όρος υπερπληθυσμός αναπαράγεται συχνά χωρίς αμφισβήτηση -ή σχεδόν πάντα υπάρχει αντίδραση αν γίνει προσπάθεια αμφισβήτησης. Ακόμα και υποτιθέμενοι ριζοσπάστες άνθρωποι μπορεί να βρεθούν να δέχονται το «πρόβλημα του πληθυσμού» και να υπερασπίζονται την κρισιμότητά του. Αυτό αποτελεί μέρος μιας γενικότερης στενόμυαλης αντίληψης της οικολογικής κρίσης, η οποία τείνει να αποκλείει τις κοινωνικές σχέσεις από την περιβαλλοντική συζήτηση.
Το «πρόβλημα του πληθυσμού» μαστίζει εδώ και πολύ καιρό τα οικολογικά κινήματα, δημιουργώντας παράδοξες τάσεις όπως τον οικοφασισμό και εμποδίζοντας τους ανθρώπους να δουν τον συστημικό χαρακτήρα της κλιματικής αλλαγής. Ο Άγγλος κληρικός και λόγιος του 18ου αιώνα Thomas Robert Malthus έχει συχνά θεωρηθεί ως «ο πατέρας» της κινδυνολογίας του υπερπληθυσμού. Υποστήριζε, εν πολλοίς, πως κάθε φορά που αυξάνεται η προσφορά τροφίμων, ο πληθυσμός θα αναπτύσσεται γρήγορα, περιορίζοντας την αφθονία, και έτσι τελικά, στο μέλλον, δεν θα υπάρχει αρκετή τροφή για να καταναλώσει ολόκληρη η ανθρωπότητα και οι άνθρωποι θα λιμοκτονήσουν. Για αυτόν, υπήρχε η ανάγκη φυσικών ή τεχνητών μέσων για τον έλεγχο του πληθυσμού, όπως είναι οι πόλεμοι, ο λιμός ή οι ασθένειες ώστε να επιτευχθεί μια «ισορροπία». Αλλά όπως σημειώνει ο κοινωνικός οικολόγος Murray Bookchin:
«Ο Malthus δεν επιχειρηματολογούσε υπέρ μιας ανθρώπινης ευημερίας·
το επιχείρημά του ήταν μια αδιαμφισβήτητη δικαιολογία για τις απάνθρωπες δυστυχίες που προκλήθηκαν στη μάζα του αγγλικού λαού από την αρπαγή γης που υπέστησαν από τους αριστοκράτες και τους εκμεταλλευτές βιομηχάνους. Πιστός στη κακοπροαίρετη ατμόσφαιρα των τότε καιρών, ο Malthus αντιτίθεται στις προσπάθειες για την καταπολέμηση της φτώχειας, διότι αυτές θα ξεπερνούσαν τα όρια που επιβάλλονταν στην «αύξηση του πληθυσμού», παρατείνοντας τις ζωές των φτωχών». [2]
Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο το γεγονός ότι στα τέλη του 18ου αιώνα ο Malthus μπήκε σε μια έντονη συζήτηση με τον William Godwin, που θεωρούνταν από πολλούς ως ο πατέρας του αναρχισμού. Για τον τελευταίο, ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού ήταν αμελητέος σε σύγκριση με άλλα προβλήματα όπως η συγκέντρωση της εξουσίας και πίστευε ότι οι άνθρωποι είναι ικανοί να ελέγχουν τον αριθμό τους όταν το κρίνουν απαραίτητο [3] -επιχειρήματα τα οποία ήρθαν σε αντίθεση με αυτά του Malthus.
Οι ιδέες του Malthus συνέχισαν να επηρεάζουν τους ανθρώπους ακόμη και στα νεότερα χρόνια. Το 1968 δημοσιεύτηκε το βιβλίο «Η πληθυσμιακή βόμβα», το οποίο επανέφερε τον φόβο του υπερπληθυσμού. Ο συγγραφέας του, ο Paul Ehrlich, περιγράφει στο αρχικό κεφάλαιο την εμπειρία του από μια διαδρομή με ταξί, κατά την οποία πέρασε από τις φτωχογειτονιές του Δελχί της Ινδίας:
«Οι δρόμοι έμοιαζαν ολοζώντανοι με ανθρώπους. Άνθρωποι τρώνε, άνθρωποι πλένονται, άνθρωποι κοιμούνται. Άνθρωποι που επισκέπτονται, διαμαρτύρονται και φωνάζουν. Άνθρωποι που χτυπούν τα χέρια τους στο παράθυρο του ταξί ικετεύοντας. Άνθρωποι που αφοδεύουν και ουρούν. Άνθρωποι κολλημένοι στα λεωφορεία. Άνθρωποι που βοσκούν τα ζώα. Άνθρωποι, άνθρωποι, άνθρωποι. Από εκείνη τη νύχτα και έκτοτε αισθάνθηκα τον υπερπληθυσμό». [4]
Αλλά υπάρχει κάτι πολύ λάθος με την παρατήρησή του. Το ταξίδι που περιέγραψε έλαβε χώρα το 1966, όταν το Δελχί είχε πληθυσμό λίγο μεγαλύτερο από 2,8 εκατομμύρια, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη [5]. Κατά την ίδια περίοδο, οι κάτοικοι του Παρισιού αριθμούσαν εντυπωσιακά 8 εκατομμύρια. Πώς λοιπόν, θα ρωτούσε κάποιος, είδε το Δελχί με υπερπληθυσμό, όταν η πρωτεύουσα της Γαλλίας, ένα διεθνές έμβλημα κομψότητας και πολυπλοκότητας, ήταν σχεδόν τριπλάσια κατοικημένη την εποχή εκείνη;
Αυτό που έκανε λάθος ο Ehrlich ήταν ότι μπέρδεψε τη φτώχεια με τον υπερπληθυσμό, κατηγορώντας τους κατοίκους των παραγκών και των υποβαθμισμένων περιοχών για τον τρόπο με τον οποίον ζουν, αντί τις κοινωνικές δομές, τα θεσμικά όργανα και τις διεθνείς σχέσεις που τους οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση.
Ο συγγραφέας Charles Eisenstein παρατηρεί ότι ο υπερπληθυσμός «βρίσκει χώρο σε μια αποικιοκρατική αφήγηση όπου οι γόνιμες μάζες του Παγκόσμιου Νότου φταίνε για την περιβαλλοντική κρίση και υποδεικνύει ότι η λύση είναι μεγαλύτερη ανάπτυξη (με τα περιοριστικά για τον πληθυσμό αποτελέσματα)» [6]
Όποτε το ζήτημα του υπερπληθυσμού υιοθετήθηκε από τα έθνη-κράτη και από υπερεθνικές οργανώσεις, οδήγησε σε τρομακτικές πρακτικές όπως η καταναγκαστική στείρωση. Ένα από τα πιο χειρότερα παραδείγματα είναι η Ινδία, όπου, τη δεκαετία του ’70, ενθαρρύνθηκε με δεκάδες εκατομμύρια δολάρια δανεισμού από την Παγκόσμια Τράπεζα, τη Σουηδική Αρχή Διεθνούς Ανάπτυξης και το Ταμείο του ΟΗΕ για τον Πληθυσμό, ξεκινώντας μεγάλης κλίμακας στειρώσεις, υπό την πρωθυπουργία της Indira Gandhi[7] Οι προσπάθειες αυτές κορυφώθηκαν το 1975, όταν η πρωθυπουργός ανέστειλε τις πολιτικές ελευθερίες, δηλώνοντας κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» και στειρώνοντας πάνω από έξι εκατομμύρια ανθρώπους σε ένα χρόνο -ένα ποσό που εκτιμάται ως 15 φορές μεγαλύτερο από τον αριθμό των ανθρώπων που στειρώθηκαν από τους ναζί. [8] Για άλλη μια φορά ήταν οι φτωχότεροι και οι χωρίς-δύναμη που θυσιάστηκαν στο όνομα του ελέγχου του πληθυσμού.
Αυτό που βλέπουμε στην πραγματικότητα είναι ότι ο υπερπληθυσμός χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για τις άρχουσες τάξεις να ξεφορτωθούν τους ανθρώπους στο περιθώριο της κοινωνίας, οι οποίοι έγιναν περιττοί για τα γρανάζια του συστήματος. Και αυτο δεν αφορά μόνο την Ινδία. Όπως αναφέρει ο Bookchin:
«Εάν υπάρχει κάποιο “πρόβλημα πληθυσμού” και πείνας στην Αφρική, τότε αυτοί που κατηγορούνται είναι οι απλοί άνθρωποι για το ότι έχουν πάρα πολλά παιδιά ή επιμένουν να ζουν πάρα πολύ -ένα επιχείρημα που αναπτύχθηκε από τον Malthus πριν από περίπου δύο αιώνες αναφερόμενος στους φτωχούς της Αγγλίας. Η άποψη αυτή δεν δικαιολογεί μόνο την πλευρά των προνομιούχων· ενθαρρύνει την κακομεταχείριση [από ανθρωπο σε άνθρωπο] και εξευτελίζει τους νεο-μαλθουσιανούς ακόμη περισσότερο από ό,τι υποβαθμίζει τα θύματα των προνομίων». [9]
Αντί του να «απαλλαγούμε» από τους «μη χρήσιμους» που δεν έχουν τίποτα, θα έπρεπε να αγωνιστούμε για μια πιο δίκαιη ανακατανομή του πλούτου. Υπάρχει παραπάνω από αρκετός πλούτος ώστε να τερματιστεί η πείνα και η φτώχεια σε παγκόσμια κλίμακα, χωρίς καμία ανάγκη υποχρεωτικής στείρωσης ή μεγαλύτερης οικονομικής ανάπτυξης.
Το Ινστιτούτο Hampton σημειώνει: «Ο υπερπληθυσμός είναι ένας μαλθουσιανός μύθος. Υπάρχουν 7.7 δισεκατομμύρια άνθρωποι. Το 95% από εμάς καταλαμβάνει μόνο το 10% της γης. Παράγουμε αρκετό φαγητό για να ικανοποιήσουμε 10 δισεκατομμύρια ανθρώπους και μπορούμε να το διπλασιάσουμε με πιο βιώσιμο τρόπο. Αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα κέρδους και διανομής (καπιταλισμός), όχι ένα πρόβλημα ανθρώπων». [10]
Είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι η σημερινή πολυδιάστατη κρίση -η υπερθέρμανση του πλανήτη, η αυξανόμενη ανισότητα κ.λπ.- δεν οφείλεται σε κάποιο εγγενές ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Ο αριθμός των ανθρώπων που μπορεί να διατηρηθεί από τον πλανήτη μας δεν εξαρτάται καθαρά από την ποσότητααλλά από τις θεσμικές ρυθμίσεις που θα διαμορφώσει η ανθρωπότητα. Ένα σύστημα, όπως αυτό που ζούμε σήμερα, βασισμένο στην απεριόριστη οικονομική ανάπτυξη, τον πλούτο και τη συγκέντρωση εξουσίας, τη βραχυπρόθεσμη κερδοσκοπία και τον υπερβολικό καταναλωτισμό ως πρωταρχικό στόχο ζωής, μειώνει τον αριθμό των ανθρώπων που μπορούν να ζήσουν στη Γη χωρίς να βλάπτουν τις εύθραυστες πλανητικές συνθήκες, που καθιστούν δυνατή τη ζωή.
Εάν, από την άλλη πλευρά, αναδιαρθρώσουμε ριζικά τις κοινωνίες μας, ανακατανέμοντας ισότιμα ​​τον πλούτο μεταξύ των μελών, προσδιορίζοντας τις ανθρώπινες ανάγκες σε επίπεδο βάσης -από τους ίδιους τους ανθρώπους και όχι μέσω εμπορικών βιομηχανιών- μειώνοντας, ανακυκλώνοντας και επαναχρησιμοποιώντας τα απορρίμματά μας, χρησιμοποιώντας ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κ.λπ., θα δούμε πόσα περισσότερα δισεκατομμύρια άνθρωποι θα μπορούσαν να ζήσουν στον πλανήτη χωρίς να βλάπτουν τα σύνθετα οικοσυστήματά του.
Ένας τέτοιος μετασχηματισμός αποτελεί, βέβαια, ένα βαθιά πολιτικό τόλμημα και απαιτεί ολιστική αλλαγή στον τρόπο διαχείρισης της εξουσίας. Από τη μία πλευρά, απαιτεί την απόδραση από το κλασικό αφήγημα του έθνους-κράτους, που αποτελεί έναν γραφειοκρατικό μηχανισμό που βλέπει τα ανθρώπινα όντα και τη φύση ως γρανάζια που μπορούν να πεταχτούν στα σκουπίδια όταν δεν είναι πλέον χρήσιμα σε αυτό. Επιπλέον, όπως αναφέρει η φιλόσοφος Simone Weil, το κράτος «σκοτώνει, καταστέλλει, όλα όσα μπορούν να αγαπηθούν» [11], δημιουργώντας το εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη μιας κοσμοθεωρίας, στην οποία τα ανθρώπινα όντα μπορούν να θεωρηθούν περιττά.
Οι καπιταλιστικές τεχνητές αγορές αποτελούν, επίσης, εμπόδιο στη ριζική μεταμόρφωση. Η επικέντρωσή τους στα ατομικά οικονομικά μοντέλα, ως κύριο όχημα της αλλαγής, ρίχνει την ευθύνη στους μη αναπτυγμένους και στις δήθεν «κακές» αποφάσεις που έλαβαν, οι οποίες προκάλεσαν τη σημερινή τους κατάσταση. Αυτό είναι αντίστοιχο με την υπερπληθυσμιακή άποψη που ενοχοποιεί και στρέφει την ευθύνη στους φτωχούς και στους αδύναμους για την συνεχιζόμενη περιβαλλοντική υποβάθμιση. Καμιά σημαντική μεταμόρφωση δεν μπορεί να λάβει χώρα μέσα στον καπιταλισμό, καθώς ο τελευταίος τείνει να είναι τυφλός σε οποιαδήποτε συστημική απόκριση, ρίχνοντας πάντα την ευθύνη στο άτομο.
Ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να πραγματοποιηθεί ένας τέτοιος μετασχηματισμός είναι από-τα-κάτω. Με την ενσωμάτωσή του σε ένα ευρύτερο σχέδιο άμεσης δημοκρατίας, όπου η εξουσία μοιράζεται εξίσου στα μέλη της κοινωνίας. Είναι ένα τέτοιο δημοκρατικό πλαίσιο που μπορεί να επιτρέψει σε όλους τους ανθρώπους να αναδημιουργήσουν τον οργανωτικό ιστό των κοινοτήτων τους με πιο δίκαιο τρόπο. Ένα τέτοιο σύστημα τοποθετεί τα ανθρώπινα όντα σε έναν ρόλο πολύ διαφορετικό από τους καταναλωτές και τους ψηφοφόρους του σήμερα: αυτόν των συνειδητών και ενεργών πολιτών, ικανών να αυτοπεριορίζουν τον περιβαλλοντικό και κοινωνικό τους αντίκτυπο.
Ο υπερπληθυσμός δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας ρατσιστικός μπαμπούλας που σκοπεύει να μας αποσυντονίσει από τις συστημικές ρίζες της τρέχουσας οικολογικής κρίσης.
Σε όλους εκείνους που προσπαθούν να απορρίψουν την κριτική μας για την καταστροφολογία του υπερπληθυσμού, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει χώρος για απεριόριστο αριθμό ανθρώπων στον πλανήτη, μπορούμε να απαντήσουμε απλά ότι δεν είναι αυτό το θέμα. Είμαστε πολύ μακριά από ένα τέτοιο φαντασμαγορικό σενάριο. Αυτό που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι η κρίση ενός συστήματος παραγωγής αποβλήτων και ακραίων ανισοτήτων που καταστρέφει γοργά τη φύση και τις τοπικές κοινότητες στο όνομα βραχυπρόθεσμων κερδών μιας χούφτας εταιρειών και εθνικών κυβερνήσεων. Αν αλλάξουμε αυτό, τότε θα υπάρχει χώρος για πολλά περισσότερα δισεκατομμύρια ανθρώπων που να ζουν σε συμβίωση με το πολύπλοκο δίκτυο διασυνδεδεμένων οικοσυστημάτων που καλύπτουν τον πλανήτη.
Η λύση δεν περνά μέσα από έναν «πράσινο» κανιβαλισμό, στον οποίο οι πλουσιότεροι θα θυσιάσουν τους φτωχούς και τους -κοινωνικά- αδύναμους για λίγο περισσότερο χρόνο στη Γη. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι όλα τα μέλη της κοινωνίας να εισέλθουν ενεργά στον πολιτικό χώρο και να αναδιαρθρώσουν τη θεμελιώδη βάση των κοινωνιών μας, προετοιμάζοντας το έδαφος για ένα πιο δημοκρατικό και οικολογικό μέλλον για όλους.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[3] Spengler, J.J. Malthus on Godwin’s of population. Demography 8, 1-12 (1971)
[11] Simone Weil: The Need for Roots (London and New York: Routledge Classics, 2005), p111

ΠΗΓΗ   ΑΥΤΟΛΕΞΕΙ
Μετάφραση: Σπύρος Γαρουνιάτης