|
|
O ΑΝΤΡΑΣ ποὺ δὲν ἐρωτεύεται ποτὲ βγαίνει ἀπὸ τὸ
μουσεῖο καὶ κάθεται σὲ ἕνα παγκάκι στὴν πλατεία ποὺ βρίσκεται ἀπέναντι.
Στὸ μουσεῖο, ἐνῶ κοίταζε ἕνα σχέδιο τοῦ Μανόλο Οὐγκέ, γνώρισε μιὰ
γυναίκα μὲ βλέμμα καθαρό, βαθὺ καὶ λιγάκι κακεντρεχὲς καὶ σκέφτηκε
πὼς αὐτὴ τὴ γυναίκα ἴσως θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ἐρωτευτεῖ. Ἐπίσης σκέφτηκε
πὼς δὲν εἶναι μόνο τὸ καθαρὸ καὶ λιγάκι κακεντρεχὲς βλέμμα ποὺ τοῦ ἀρέσει
σ’ ἐκείνη. Εἶναι ἐπίσης ὁ τρόπος ποὺ μιλάει. Ὅση ὥρα μίλησαν στὸ
μουσεῖο δὲν εἶπε τίποτα τὸ προφανές, οὔτε ἀπήγγειλε κάποια δογματικὴ
θεωρία ποὺ εἶχε ἀπομνημονεύσει. Γι’ αὐτό, ἀφοῦ ἀποχαιρετίστηκαν,
τὴν ἀκολούθησε ἀπὸ μακριά, μέχρι ποὺ τὴν εἶδε νὰ μπαίνει σὲ μιὰ πολυκατοικία.
Τώρα περιμένει.
Ὅταν
ἦταν μικρός, ὁ ἄντρας ποὺ δὲν ἐρωτεύεται ποτὲ εἶχε ἕνα προαίσθημα:
δὲν θὰ ἦταν εὔκολο νὰ βρεῖ τὴ γυναίκα τῶν ὀνείρων του. Ἀπὸ μωρὸ κοίταζε
μὲ πόθο τὰ πόδια τῆς μπέιμπι σίτερ μὲ τὰ ἄσπρα καλτσάκια καὶ κάτι μέσα
του τοῦ ἔλεγε πὼς ὁ δρόμος θὰ ἦταν δύσβατος. Κυρίως ἐπειδὴ δὲν εἶχε
μιὰ ξεκάθαρη ἰδέα γιὰ τὸ πῶς ἔπρεπε νὰ εἶναι ἡ γυναίκα τῶν ὀνείρων
του, οὔτε ἂν (ὄντως) ὑπῆρχε. Δὲν εἶχε προτιμήσεις. Δὲν τὴ φανταζόταν
οὔτε ψηλὴ οὔτε κοντή, οὔτε ξανθιὰ οὔτε μελαχρινή. Δὲν ἐπιθυμοῦσε
νὰ εἶναι ἰδιαίτερα ἔξυπνη, ἀλλὰ οὔτε καὶ χαζή, ὅπως θέλουν ὁρισμένοι.
Ὅταν ἦταν πέντε χρονῶν ἐρωτεύτηκε τὴν κόρη αὐτῶν ποὺ εἶχαν τὸ βιβλιοχαρτοπωλεῖο
κοντὰ στὸ σπίτι του, ὅπου ἀγόραζε τὰ μολύβια, τὶς γόμες, τὶς πένες, τὶς
γραφίδες, τὸ μελάνι καὶ τὰ σπιρὰλ τετράδια. Προφανῶς, δὲν τῆς εἶπε ἀπολύτως
τίποτα. Ἦταν ἕνας κρυφὸς ἔρωτας, ποὺ τὸν ἔκανε νὰ ξαγρυπνάει τὶς νύχτες,
στριφογυρίζοντας στὸ κρεβάτι μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ κοριτσιοῦ τοῦ βιβλιοχαρτοπωλείου
κολλημένη στὸν ἀμφιβληστροειδή του· ἐκεῖνο τὸ καθαρὸ καὶ λιγάκι
κακεντρεχὲς βλέμμα. Ἀκόμα καὶ τώρα, ὅταν σκέφτεται τὴ γυναίκα ποὺ θὰ
μποροῦσε νὰ ἐρωτευτεῖ, σκέφτεται ἐκεῖνο τὸ καθαρὸ καὶ λιγάκι κακεντρεχὲς
βλέμμα. Μιὰ μέρα, ὅμως, αὐτοὶ ποὺ εἶχαν τὸ βιβλιοχαρτοπωλεῖο τὸ πούλησαν,
ἔφυγαν ἀπὸ τὴν πόλη καὶ δὲν ἔμαθε ποτὲ ξανὰ νέα τους. Τὴ νοσταλγοῦσε.
Σὲ σημεῖο ποὺ στενοχωριόταν περισσότερο ἐπειδὴ δὲν εἶχε νέα της,
ἀπ’ ὅσο ὅταν τὴν εἶχε μπροστά του καὶ δὲν τολμοῦσε νὰ τῆς κάνει ἐρωτικὴ
ἐξομολόγηση. Δὲν ἐρωτεύτηκε ξανὰ μέχρι τὰ ὀχτώ του. Τότε τὸ ἀγνοοῦσε,
ἀλλὰ θὰ ἦταν ἡ τελευταία φορὰ ποὺ ἐρωτευόταν. Ἐρωτεύτηκε μιὰ φίλη
τῆς μεγαλύτερης ἀδελφῆς του, ποὺ συχνὰ πήγαινε στὸ σπίτι τους γιὰ παιχνίδι.
Αἰσθανόταν ἔνοχος ποὺ εἶχε ἐρωτευτεῖ: τοῦ φαινόταν προδοσία πρὸς
τὸ κορίτσι τοῦ βιβλιοχαρτοπωλείου. Ἡ φίλη τῆς ἀδελφῆς του πρέπει νὰ
ἦταν γύρω στὰ δώδεκα κι ἐκεῖνος, ἕνα ἀγόρι ὀχτὼ χρονῶν, δὲν εἶχε καμία
πιθανότητα. Ἴσως ὅταν μεγάλωνε καὶ ἡ ἀπόσταση ποὺ τώρα ἔμοιαζε μὲ
ἄβυσσο μειωνόταν... Ὕστερα τὰ χρόνια πέρασαν τρέχοντας μὲ ἑκατὸ τὴν
ὥρα, ὅλο καὶ πιὸ γρήγορα. Τώρα εἶναι ἤδη δεκαεννιά. Εἶναι ἐνήλικας
ἐδῶ καὶ ἕνα χρόνο. Ἕνα χρόνο ἀκόμα καὶ θὰ γίνει εἴκοσι. Εἴκοσι! Ποτὲ
δὲν εἶχε σκεφτεῖ ὅτι θὰ τὰ ἔφτανε, αὐτός, ποὺ μεταξὺ δώδεκα καὶ δεκατεσσάρων
εἶχε μιὰ μυστικιστικὴ ἐμπειρία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία θὰ πέθαινε
πρὶν τὰ εἴκοσι: σὲ δυστύχημα μὲ αὐτοκίνητο ἢ μὲ μηχανὴ ἢ τουλάχιστον
θὰ αὐτοκτονοῦσε. Ἡ ἀπορία του εἶναι ἡ ἑξῆς: Δὲν θὰ ἐρωτευτεῖ ποτὲ
ξανά; Ἐδῶ καὶ δέκα χρόνια δὲν ἔχει ἐρωτευτεῖ κι ἀρχίζει νὰ ἀναπολεῖ
τὶς νύχτες ἀγρύπνιας ποὺ στριφογύριζε στὸ κρεβάτι μὲ τὴν ἀνάμνηση τῆς
ἀγαπημένης του κολλημένη στὸν ἀμφιβληστροειδή του. Ἴσως ἡ ἐνηλικίωση
νὰ σημαίνει ἀκριβῶς αὐτό. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση, συλλογίζεται, ὁ ἔρωτας
εἶναι δεῖγμα ἀνωριμότητας, ἕνα σημάδι ἔλλειψης ἀνεξαρτησίας. Αὐτὸ
ποὺ δὲν καταλαβαίνει εἶναι γιατί ἀναπολεῖ κάτι ποὺ σύμφωνα μὲ τὴ λογικὴ
εἶναι τόσο ζοφερό. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ αἰσθάνεται ἄδειος; Γιατί δὲν
ἐρωτεύτηκε τὴ Μάρτα, ἐκείνη τὴν κοπέλα ποὺ γνώρισε στὸ μάθημα σχεδίου;
Δὲν τῆς λείπουν οἱ ἀρετές. Ἀλλὰ οὔτε καὶ τὰ ἐλαττώματα. Ἐλαττώματα
ποὺ τὰ συγχωρεῖ κανείς. Ὅπως ἄλλωστε ὅλα τὰ ἐλαττώματα: στὸ κάτω κάτω
τῆς γραφῆς ὅλα τὰ ἐλαττώματα συγχωροῦνται. Αὐτὸ σκέφτηκε ὅταν ἀποφάσισε
νὰ διακόψει μαζί της. Ἀλλὰ γιατί νὰ συγχωρήσει τὰ ἐλαττώματα τῆς
Μάρτα καὶ ὄχι ὁποιασδήποτε ἄλλης; Ἂν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀγαπήσει κάποια,
ἂν ἀγάπη σημαίνει πράγματι αὐτὸ ποὺ φαντάζεται, δὲν εἶναι δυνατὸν
νὰ τὸν ἐκνευρίζουν ἀσήμαντα ἐλαττώματα. Καὶ τὰ ἐλαττώματα τῆς Μάρτα
τὸν ἐκνευρίζουν. Εἶναι ἀλαζονικὴ καὶ ψυχαναγκαστική. Εἶναι ὅμως
καὶ θερμή, εὐχάριστη καὶ προσηνής. Ἀλλὰ καὶ ἡ Νέους εἶναι θερμή, εὐχάριστη
καὶ προσηνής. Ἀντίθετα, ἡ Νέους ἔχει τὸ μειονέκτημα ὅτι εἶναι ὑπερβολικὰ
συνηθισμένη· οὔτε μιὰ φορὰ δὲν ἔχει σκεφτεῖ κάτι πρωτότυπο. Αὐτὸ τὸ
μειονέκτημα συμπληρώνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι (λόγῳ ἀνασφάλειας)
γίνεται ἐπιθετική. Μὲ αὐτὸ τὸ εἶδος ἐπιθετικότητας ποὺ χαρακτηρίζει
τοὺς ἀνθρώπους ποὺ συχνάζουν στὶς ντισκοτὲκ καὶ ποὺ μέσα σὲ λίγη ὥρα
καὶ μὲ τὴ μουσικὴ στὴ διαπασὼν πρέπει νὰ ἀποδείξουν ὅτι εἶναι ἐνδιαφέροντες.
Τὴν εἰκόνα τοῦ ἐνδιαφέροντα τὴ δημιουργοῦν χρησιμοποιώντας καυστικὲς
φράσεις, προκατασκευασμένες, πάντα ἕτοιμες νὰ τοποθετηθοῦν ὅπου
νά ’ναι. Καὶ ἡ Τέσα; Ἡ Τέσα εἶναι ἔξυπνη, εὐφυής, διασκεδαστική.
Καὶ ἐπικοινωνοῦν. Ἀρκεῖ νὰ ἀνταλλάξουν μιὰ ματιὰ στὸ ἑστιατόριο, ἀπὸ
τὴ μιὰ ἄκρη τοῦ τραπεζιοῦ στὴν ἄλλη, καὶ ξέρουν, χωρὶς νὰ ποῦν λέξη, ἀπὸ
τὴ λάμψη στὰ μάτια, τί σκέφτονται, ποιόν κοροϊδεύουν. Στὸ κρεβάτι, ἐπίσης,
ταιριάζουν καταπληκτικά. Ἀντίθετα, ὅμως, εἶναι ἕνα κακομαθημένο
κορίτσι ποὺ κατεβάζει μοῦτρα ὅταν δὲν τῆς κάνεις τὸ χατίρι. Ἐπιπλέον,
εἶναι τεμπέλα καὶ περνάει τὴ μέρα της ξαπλωμένη στὸν καναπέ, καπνίζοντας
νωχελικὰ ἕνα τσιγάρο ποὺ δὲν τελειώνει ποτέ. Ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο
ἀπὸ τὴν Ἄνα ποὺ συνεχῶς κάτι κάνει. Εἶναι ἕνα δυναμὸ πού σοῦ μεταδίδει
τὸ κέφι της γιὰ ζωή. Ἀλλὰ ποιό εἶναι τὸ ἐλάττωμα τῆς Ἄνα; Ὅτι εἶναι
κτητικὴ ὅπως καμιὰ ἄλλη ἀπὸ τὶς γυναῖκες ποὺ ἔχει γνωρίσει, ὅτι τοὺς
μῆνες ποὺ ἔβγαιναν τοῦ ἔκανε ἔλεγχο μέρα-νύχτα καὶ ὅτι πάντα ἀναρωτιόταν
ἂν τὴν ἀγαποῦσε τόσο ὅσο τὸν ἀγαποῦσε ἐκείνη. Καὶ εἶναι ἀλήθεια. Ἐπειδὴ
ἐκεῖνος δὲν κατάφερε νὰ τὴν ἀγαπήσει ὅσο κι ἂν τὸ προσπάθησε. Τὴν ἐκτιμάει,
τοῦ ἀρέσει. Ἀλλὰ νὰ τὴν ἀγαπήσει, νὰ τὴν ἀγαπήσει... Καὶ δὲν εἶναι ὅτι
ψάχνει ἄπιαστα ἰδανικά. Δὲν εἶναι τόσο ἠλίθιος ὥστε νὰ πιστεύει ὅτι
θὰ βρεῖ κάποια χωρὶς ἐλαττώματα. Ἂν ἀγαπᾶς ἀληθινά, τὰ ἐλαττώματα
μένουν φυλαγμένα σ’ ἕνα συρτάρι καὶ δὲν βγαίνουν ὅλη τὴν ὥρα στὴν ἐπιφάνεια.
Προσπάθησε νὰ τὴν ἀγαπήσει. Ὅπως προσπάθησε νὰ ἀγαπήσει τὴν Τέσα,
τὴ Νέους καὶ τὴ Μάρτα. Θὰ ἔδινε καὶ τὴ ζωή του γιὰ νὰ ἐρωτευτεῖ ὁποιαδήποτε
ἀπὸ αὐτές. Ἐπειδὴ θὰ ἄξιζε τὸν κόπο νὰ ἐρωτευτεῖ ὁποιαδήποτε ἀπὸ
αὐτές. Παρ’ ὅλα αὐτά, ὅσο κι ἂν τὸ προσπαθεῖ, δὲν τὰ καταφέρνει. Γιατί
δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι σὰν ὅλους τοὺς ἄλλους καὶ νὰ ἐρωτεύεται; Ἡ Σέφα
(μιὰ ἄλλη κοπέλα ἄξια νὰ ξυπνήσει τὸν ἔρωτα ὁποιουδήποτε ἔχει μιὰ
σταλιὰ μυαλὸ) τοῦ λέει πὼς σίγουρα πρόκειται γιὰ παιδικὸ τραῦμα. Πὼς
δὲν πρέπει νὰ τοῦ ἔδειξε ἀρκετὴ ἀγάπη οὔτε ἡ μητέρα του οὔτε ὁ πατέρας
του καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι ὅπως εἶναι. Ἄλλη πρωτότυπη ἄποψη εἶναι ἐκείνη
τῆς Κούκι, ἡ ὁποία τὴν τελευταία μέρα, πρὶν τὸ τελικὸ ἀντίο, τοῦ εἶπε
πὼς αὐτὸ ποὺ τοῦ συμβαίνει εἶναι ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει καμία ἐπειδὴ
ἀγαπάει μόνο τὸν ἑαυτό του. Γιατί εἶναι ἕνας ἐγωιστὴς ποὺ δὲν ἀξίζει
τὴν ἀγάπη τῶν γυναικῶν ποὺ τὸν ἐρωτεύονται. Ἄ, τί φοβερὸ συμπέρασμα,
ἂν βέβαια ἦταν ἀληθινό! Καὶ ὑπάρχει κι ἄλλο: πολλὲς γυναῖκες τὸν ἐρωτεύονται.
Δὲν μπορεῖ νὰ τὸ καταλάβει. Γιατί ἄραγε ὅλες τὸν ἐρωτεύονται μὲ τέτοιο
ἀχαλίνωτο πάθος; Γιατί ἐκεῖνος εἶναι ἀνίκανος νὰ ἐρωτευτεῖ, κατ’
ἀντιστοιχία, κάποια ἀπὸ αὐτές;
Ἐνῶ
σκέφτεται ὅλα αὐτά, ὁ ἄντρας ποὺ δὲν ἐρωτεύεται ποτὲ βλέπει πὼς ἡ κοπέλα
ποὺ γνώρισε στὸ μουσεῖο βγαίνει ἀπὸ τὴν πολυκατοικία καὶ στρίβει στὴ
γωνία. Ἐκεῖνος σηκώνεται μ’ ἕνα σάλτο. Τὴν ἀκολουθεῖ. Σταδιακὰ μικραίνει
τὴν ἀπόσταση. Ὅσο περισσότερο τὴν κοιτάζει, καθὼς ἐκείνη περπατάει
μπροστά του, τόσο περισσότερό τοῦ ἀρέσει καί, ἀπ’ ὅ,τι παρατήρησε
στὸ μουσεῖο, μᾶλλον κι ἐκείνης πρέπει νὰ τῆς ἀρέσει. Κι ἂν αὐτὴ τὴ φορὰ
εἶναι ἀλήθεια; Εἶναι ἀκριβῶς ἀπὸ πίσω της, σὲ ἀπόσταση ἀναπνοῆς.
Θὰ ἀρκοῦσε ἕνα ἄγγιγμα στὸν ὦμο της γιὰ νὰ γυρίσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου