|
ΣΚΕΦΤΟΥΜAI ΤΙ ΜΠΟΡΕΙ νὰ κάνει ἕνας ἄνθρωπος
ποὺ βαριέται. Πολὺ λίγο τὸν ἀπασχολοῦν οἱ φροντίδες οἱ βιοτικές.
Μετατοπίζεται σιγανὰ καὶ πηγαίνει νὰ φάει καὶ νὰ πιεῖ νερό. Ἄλλα σὲ
καμιὰ μέριμνα καὶ φροντίδα δὲν ἐπιμένει γιὰ πολύ. Πάντα αἰσθάνεται
τὴν ἀνάγκη ν' ἀφεθεῖ, νὰ καθήσει, νὰ πέσει στὸ στρῶμα. Ἄλλα ξανὰ ἀντιδρᾶ.
Δὲν βολεύεται καθιστός. Σηκώνεται. Χασομερᾶ μὲ σχέδια ἀπραγματοποίητα.
Ἐπιχειρεῖ κάτι νὰ κάνει καὶ τὰ παρατᾶ ὅλα στὴ μέση. Ξέχασε ὅτι ἐπρόκειτο
νὰ κατέβει τὴ σκάλα. Δοκιμάζει νὰ πάει σ' ἄλλο δωμάτιο, ν' ἀλλάξει
χῶρο. Δὲν θά 'ταν τάχα κάποια ἔκπληξη τὸ ἄνοιγμα τοῦ παράθυρου καὶ
τὸ κοίταγμα; Ρίχνει ἕνα βλέμμα πρὸς τὰ ἔξω. Τοῦ ἐντυπώνονται οἱ γεωμετρικοὶ
ὄγκοι τῶν τριγύρω σπιτιῶν τῆς συνοικίας. Τὰ παρομοιάζει μὲ τὰ στερεομετρικὰ
σχήματα τῆς κρυσταλλογραφίας. Ἄραγε, κάνει μὲ τὸ νοῦ του τὴ σκέψη, ἕνας
ποὺ ξέρει αὐτὸ τὸ πανεπιστημιακὸ μάθημα, ξέρει καὶ τὰ μυστικὰ τῶν σπιτιῶν;
Ἐγκαταλείπει καὶ τὴν ἰδέα αὐτὴ στὴ μέση εὐθὺς ποὺ ἀντιλαμβάνεται ὅτι
σκέπτεται. Πηδᾶ ἀπὸ τὴ μιὰ ἰδέα σὲ ἄλλη, ἀπελπισμένος ὅτι τίποτα
δὲν προκάνει νὰ μάθει ἀπ' ὅλα ὅσα ὑποπίπτουν στὶς αἰσθήσεις του. Τί
τάχα σημαίνουν μέσα στὴν ψυχή του, βαθύτερα, οἱ φωνὲς τῶν παιδιῶν ποὺ
ἀκούγονται, καὶ μιὰ ἄλλη ἀντρικὴ καὶ μιὰ τρίτη ποὺ ἀποκρίνεται; Μαντεύει
περίπου, ἄλλα δὲν θέλει νὰ βάλει σὲ κόπο τὴ φαντασία του. Ἀποφεύγει
κάθε εἰκόνα καὶ ἀντίληψη μόχθου, τῆς ἐπίγειας ἐργασίας, ποὺ τόσο
φαιδρὰ τὴν ἐξαγγέλουν τὰ τρεξίματα τῶν παιδιῶν.
Τὸν κουράζει ἡ θέα ἑνὸς κίτρινου λερωμένου πουκάμισου, ποὺ καλύπτει
ἕν' ἀδύναμο κορμὶ δουλευτάρη. Τί φρίκη τὰ ροζιασμένα χέρια ποὺ
κουμαντέρνουν τὴ γούμενα τοῦ καραβιοῦ. Μέσα ἀπὸ τ' ἀντικρινὸ παράθυρο
διακρίνει κάποια γυναικεία μορφή, καθισμένη σ' ἕνα κρεβάτι ἐπίχρυσο.
Σηκώνεται ὄρθια καὶ κινώντας τὰ χέρια χτενίζει τ' ἀνυπότακτα μαλλιά.
Ἕνας διαβατάρικος πόθος γεννιέται μέσα του κι' ἀνάβει τσιγάρο. Ἐξακολουθεῖ
νὰ στέκει νωθρὸς μπροστὰ στὸ παράθυρο. «Δὲν τὴν φτάνω ἀπλώνοντας τὸ
χέρι», συλλογιέται. «Πολὺ μακριὰ βρίσκονται ὅλα τὰ πράματα, κι' ὅσο
πάει μακραίνουν ἀκόμα περισσότερο.» Ψαύει μὲ τὸ χέρι τὸ ροῦχο του.
«Ποῦ ἔχει πάει ὁ ἐαυτός μου;», ρωτιέται. Μέσα στὴν κάμαρή του παντοῦ
ἐρείπια, κατάλοιπα ἀσυνταίριαστων ὑποθέσεων, σὰ νὰ ἔχει περάσει
ὁ Ἀττίλας. Πάει καὶ ξαπλώνει σὲ μιὰ πολυθρόνα. Κοιτάει τὸ ταβάνι βάνοντας
μὲ τὸ νοῦ του οὐρανοὺς καὶ θάλασσες. Ἡ θάλασσα τῆς ἐπιφάνειας τῆς γῆς
δέρνει ἀλύπητα τὴ στεριά, βογκώντας παθιασμένα. Ψηλὰ στὸν οὐρανὸ
κομματιάζονται σὲ πολύμορφη ἱστορία τὰ σύννεφα τῆς συναισθηματικῆς
βροχῆς. Φῶς καὶ ἄνεμος μεταμορφώνουν κάθε ὄψη τοῦ κόσμου. Καθισμένος
στὴν πολυθρόνα του νιώθει νὰ τὸν ἀπορροφᾶ τὸ σύμπαν. Ὅταν μέσα στὴν ἀκινησία
του ζητήσει νὰ δεῖ ποῦ ἀκριβῶς βρίσκεται, δὲν βρίσκει παρὰ συντρίμμια,
σκόρπια στὰ τέσσερα πέρατα σπασμένα κομμάτια. Ὅλος ὁ ὑπόλοιπος χῶρος
ἄδειος. Αἰθέρας. Κενό. Τρομάζοντας εἶν' ἕτοιμος νὰ προσευχηθεῖ σὲ
μίαν ἀσώματη ἰσχυρὴ παρουσία ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ διασχίζουν τὸ ἄπειρο.
Παρακαλεῖ νά 'ρθει ὁ Ἄγγελος νὰ τὸν πάρει, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ νιώσει
ὅτι ὑπάρχει κρυμμένος καὶ χαμένος μέσα σ' εὐρύτερη ἀγκαλιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου