Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2020

Καλοκαίρια του Άρθουρ Μίλερ πριν από τον κλιματισμό

prin apo ton klimatismo kentriki
Η πόλη το καλοκαίρι έπλεε σε μια παραζάλη, που έκανε κατά τα άλλα σοβαρούς ανθρώπους να ανταλλάσσουν την εξής σαχλαμάρα όταν συναντιούνταν «Κάψωσες; Χαχά!»
Του Άρθουρ Μίλερ
Μτφρ. Βάσια Τζανακάρη
Ποια χρονιά ήταν, δεν θυμάμαι τώρα –μάλλον το 1927 ή το ‘28–, υπήρξε όμως ένας ασυνήθιστα ζεστός Σεπτέμβρης, που τράβηξε κι αφότου άνοιξαν τα σχολεία και είχαμε γυρίσει από το μπανγκαλόου μας στο Ροκαγουέι Μπιτς. Όλα τα παράθυρα στη Νέα Υόρκη ήταν ανοιχτά και στους δρόμους παγοπώλες που οδηγούσαν μικρές άμαξες θρυμμάτιζαν πάγο και πασπάλιζαν με χρωματιστή ζάχαρη τα βουναλάκια που σχημάτιζαν και κόστιζαν δυο σεντς. Εμείς τα παιδιά ρίχναμε ένα σάλτο στα πίσω σκαλιά της αργής άμαξας που έσερναν άλογα και κλέβαμε ένα δυο κομματάκια. Ο πάγος μύριζε αμυδρά κοπριά αλλά δρόσιζε το χέρι και τη γλώσσα.
Οι κάτοικοι στη Δυτική 110η οδό, όπου έμενα, παραήταν μπουρζουάδες για να κάθονται στις εξόδους κινδύνου των διαμερισμάτων τους, αλλά από τη γωνία της 111ης και πιο πάνω έβγαζαν έξω στρώματα όταν νύχτωνε και ολόκληρες οικογένειες ξάπλωναν σ’ αυτά στα σιδερένια μπαλκόνια με τα εσώρουχά τους.

Ακόμα και τις νύχτες, το σάβανο της ζέστης δεν ανασηκωνόταν ποτέ. Με κάνα δυο άλλα παιδιά, διέσχιζα την 110η και πήγαινα στο Πάρκο και περπατούσα ανάμεσα στους εκατοντάδες ανθρώπους, μόνους και οικογένειες, που κοιμούνταν στο γρασίδι, δίπλα στα μεγάλα ξυπνητήρια τους, τα δευτερόλεπτα που περνούσαν δημιουργούσαν μια ελαφριά κακοφωνία, τα τικ-τακ του ενός ρολογιού σε αντίστιξη με του άλλου. Μωρά έκλαιγαν στο σκοτάδι, βαθιές αντρικές φωνές ακούγονταν μουρμουριστές και κάποια γυναίκα πού και πού γελούσε διαπεραστικά δίπλα στη λίμνη. Μόνο λευκούς μπορώ να θυμηθώ ξαπλωμένους εδώ κι εκεί στο γρασίδι· το Χάρλεμ τότε ξεκινούσε πάνω από την 116η οδό.
Ακόμα και τις νύχτες, το σάβανο της ζέστης δεν ανασηκωνόταν ποτέ. Με κάνα δυο άλλα παιδιά, διέσχιζα την 110η και πήγαινα στο Πάρκο και περπατούσα ανάμεσα στους εκατοντάδες ανθρώπους, μόνους και οικογένειες, που κοιμούνταν στο γρασίδι. Μόνο λευκούς μπορώ να θυμηθώ ξαπλωμένους εδώ κι εκεί στο γρασίδι· το Χάρλεμ τότε ξεκινούσε πάνω από την 116η οδό.
Αργότερα, τη δεκαετία του ‘30 με τη μεγάλη ύφεση, το καλοκαίρι έμοιαζε ακόμα πιο ζεστό. Στα δυτικά, ήταν η εποχή με τον κόκκινο ήλιο και τις αμμοθύελλες, ολόκληρα αγροκτήματα καταξεράθηκαν και έγιναν σκόνη, οδηγώντας τους κατοίκους της Οκλαχόμα, που χάρη στον Στάινμπεκ πέρασαν στην αιωνιότητα, στα απελπισμένα ταξίδια τους προς τον Ειρηνικό. Ο πατέρας μου είχε βιοτεχνία παλτών στην Τριακοστή Ενάτη Οδό, με μια ντουζίνα εργάτες στις ραπτομηχανές. Και μόνο που τους έβλεπα να μεταχειρίζονται τα βαριά μάλλινα χειμωνιάτικα παλτά μέσα σε εκείνη τη ζέστη ήταν για μένα μαρτύριο. Οι κόπτες δούλευαν με το κομμάτι, πληρώνονταν με τον αριθμό ραφών που τελείωναν, έτσι το διάλειμμά τους για μεσημεριανό δεν κρατούσε πολύ – δεκαπέντε ή είκοσι λεπτά. Αγόραζαν μόνοι τους το φαγητό τους: αρμαθιές ραπανάκια, ίσως καμιά ντομάτα, αγγούρια κι ένα βαζάκι με πηχτή ξινόκρεμα, τα έβαζαν σε μια γαβάθα που φύλαγαν κάτω από τις μηχανές. Έβγαζαν επίσης μια μικρή φρατζόλα μαύρο ψωμί, την έκοβαν και τη χρησιμοποιούσαν σαν κουτάλι για να μαζέψουν την κρέμα και τα λαχανικά.
Οι άντρες ίδρωναν πολύ σε εκείνα τα πατάρια, και θυμάμαι έναν εργάτη του οποίου ο ιδρώτας έσταζε κάπως ιδιόρρυθμα. Ήταν ένας ανθρωπάκος μια σταλιά, που σνόμπαρε τα ψαλίδια και στο τέλος μιας ραφής πάντα έκοβε την κλωστή με τα δόντια, έτσι κλωστές ίσαμε δυο τρεις πόντους κόλλαγαν στο κάτω χείλι του και στο τέλος της μέρας είχε ένα πολύχρωμο μούσι. Ο ιδρώτας του κυλούσε σε αυτές τις κλωστές και έσταζε στο ύφασμα, το οποίο το σκούπιζε ολοένα μ’ ένα κουρελόπανο.
Με τέτοια ζέστη, οι άνθρωποι, φυσικά, μύριζαν, κάποιοι όμως μύριζαν πολύ χειρότερα από άλλους. Ένας κόπτης στο μαγαζί του πατέρα μου βρόμαγε σαν άλογο και ο πατέρας μου, που κανονικά δεν είχε αίσθηση της οσμής –κανείς δεν καταλάβαινε γιατί–, έλεγε πως αυτόν τον άντρα μπορούσε να τον μυρίσει και του μίλαγε μόνο από μακριά. Για να βγάλει όσο περισσότερα λεφτά γινόταν, αυτός ο τύπος έπιανε δουλειά στις πέντε και μισή το πρωί και συνέχιζε ως τα μεσάνυχτα. Είχε στην ιδιοκτησία του κτίρια με διαμερίσματα στο Μπρονξ, γη στη Φλόριντα και το Τζέρζι και έμοιαζε μισοπαλαβωμένος από την απληστία. Ήταν γεροδεμένος, με ολόισια ραχοκοκαλιά, μαλλιά ανάκατα γεμάτα κόμπους και μια μαύρη σκιά στα μάγουλα. Ρουθούνιζε σαν άλογο καθώς χειριζόταν την κοπτική μηχανή ακολουθώντας το δείγμα σε περίπου δεκαοχτώ στρώματα υφάσματος παλτού. Αργά ένα μεσημέρι, ανοιγόκλεισε τα μάτια του δυνατά για να διώξει τον καυτό ιδρώτα καθώς πίεζε το ύφασμα με το αριστερό του χέρι και την κοφτερή κάθετη παλινδρομική λάμα με το δεξί. Η λάμα διαπέρασε τον δείκτη του στη δεύτερη άρθρωση. Αρνήθηκε θυμωμένος να πάει στο νοσοκομείο, άφησε το νερό της βρύσης να τρέξει στο τραύμα, τύλιξε το χέρι του με μια πετσέτα, και συνέχισε να κόβει, να ρουθουνίζει και να βρομάει. Όταν το αίμα άρχισε να ποτίζει την τυλιγμένη πολλές φορές πετσέτα, ο πατέρας μου τράβηξε την πρίζα απ’ τη μηχανή και τον πρόσταξε να πάει στο νοσοκομείο. Εκείνος όμως επέστρεψε στη δουλειά το άλλο πρωί και δούλεψε μέχρι το βράδυ, ως συνήθως, αβγατίζοντας τα ακίνητά του.
Αργά ένα μεσημέρι, ανοιγόκλεισε τα μάτια του δυνατά για να διώξει τον καυτό ιδρώτα καθώς πίεζε το ύφασμα με το αριστερό του χέρι και την κοφτερή κάθετη παλινδρομική λάμα με το δεξί. Η λάμα διαπέρασε τον δείκτη του στη δεύτερη άρθρωση. Αρνήθηκε θυμωμένος να πάει στο νοσοκομείο, άφησε το νερό της βρύσης να τρέξει στο τραύμα, τύλιξε το χέρι του με μια πετσέτα, και συνέχισε να κόβει, να ρουθουνίζει και να βρομάει.
Υπήρχαν ακόμα τρένα σε υπερυψωμένες ράγες στη Δεύτερη, την Τρίτη, την Έκτη και την Ένατη Λεωφόρο και πολλά από τα βαγόνια ήταν ξύλινα, με παράθυρα που άνοιγαν. Η Μπρόντγουεϊ είχε ανοιχτά τραμ χωρίς τοιχώματα, όπου τουλάχιστον σε φύσαγε το αεράκι, κι ας ήταν ζεστό, έτσι απελπισμένοι άνθρωποι, που δεν άντεχαν άλλο τα διαμερίσματά τους, πλήρωναν μια πεντάρα και έκοβαν άσκοπα βόλτες μια δυο ώρες για να δροσιστούν. Όσο για το Κόνι Άιλαντ τα Σαββατοκύριακα, ήταν τόσο φισκαρισμένη η παραλία απ’ άκρη σ’ άκρη, που ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεις ένα μέρος να καθίσεις ή να αφήσεις το βιβλίο ή το χοτ ντογκ σου.
arthur miller before air conditioning
Οι πρώτες σπουδές του Άρθουρ Μίλερ ήταν στη δημοσιογραφία στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και αμέσως μετά τελείωσε και Αγγλική Φιλολογία στο ίδιο πανεπιστήμιο. Ο Kenneth Rowe, καθηγητής του στο πανεπιστήμιο, ήταν ο άνθρωπος που πίστεψε στα θεατρικά του κείμενα, συμβουλεύοντάς τον να δίνει έμφαση στη δομή και την κλιμάκωση της κάθε ιστορίας. Από τότε η στενή τους φιλία κράτησε μέχρι το 1988, χρονιά που πέθανε ο Rowe.


 
Η πρώτη μου επαφή με κλιματιστικό έγινε μόλις τη δεκαετία του ‘60, όταν ζούσα στο Τσέλσι Χοτέλ. Η διεύθυνση –ο Θεός να την κάνει– έστειλε ένα μηχάνημα σε ροδάκια που κάποιες φορές δρόσιζε και κάποιες ζέσταινε τον αέρα, μάλλον τυχαία, και λειτουργούσε με μπιτόνια νερού, τα οποία κάποιος έπρεπε να τα αδειάζει μέσα. Στο πρώτο γέμισμα, ψέκαζε νερό παντού, έτσι έπρεπε κανείς να το έχει στραμμένο προς το μπάνιο παρά προς το κρεβάτι.
Ένας νοτιοαφρικανός κύριος κάποτε μου είπε πως η Νέα Υόρκη τον Αύγουστο ήταν πιο ζεστή απ’ οποιοδήποτε μέρος ήξερε στην Αφρική, παρόλα αυτά οι άνθρωποι εδώ ντύνονταν όπως στις πόλεις του Βορρά. Ήθελε να φορέσει σορτς αλλά φοβόταν ότι θα τον συνελάμβαναν για προσβολή της δημοσίας αιδούς.
Η μεγάλη ζέστη οδηγούσε σε παράλογες λύσεις: λινά κοστούμια που ζάρωναν και γίνονταν σαν ακορντεόν όταν κάποιος λύγιζε ένα χέρι ή ένα γόνατο, και αντρικά ψάθινα καπέλα σκληρά σαν το ψωμί ματσά, που σαν άκαμπτα κίτρινα λουλούδια, άνθιζαν μια φορά τον χρόνο σε όλη την πόλη σε μια συγκεκριμένη ιερή ημερομηνία – 1η Ιουνίου ή περίπου. Εκείνα τα καπέλα αυλάκωναν βαθιά τα μέτωπα των αντρών, ενώ τα ζαρωμένα κοστούμια, που υποτίθεται ότι ήταν πιο δροσερά, αναγκάζονταν να τα τραβάνε προς τα κάτω και πάνω και στα πλάγια, για να μην κολλάνε στο σώμα.
Η πόλη το καλοκαίρι έπλεε σε μια παραζάλη, που έκανε κατά τα άλλα σοβαρούς ανθρώπους να ανταλλάσσουν την εξής σαχλαμάρα όταν συναντιούνταν «Κάψωσες; Χαχά!» Ήταν σαν το τελευταίο χωρατό πριν ο κόσμος λιώσει και γίνει μια λίμνη ιδρώτα.

→ Το κείμενο του Arthur Miller «Before Air-Conditioning» δημοσιεύθηκε στο τεύχος 22-29 Ιουνίου 1998 του New Yorker.
9

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου