Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τρίτη 11 Αυγούστου 2020

Ἀν­τώ­νη Γι­α­ν­να­κός: Ἀ­ριθ­μη­τή­ριο


H  ΒΑΓΓΕΛΙΤΣΑ ἤ­τα­νε λί­γο πά­νω ἀ­πὸ τρι­ῶν χρο­νῶν. Εἶ­χε πε­ρά­σει τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες μέ­ρες ἐ­κεί­νης τῆς ἄ­νοι­ξης σκαρ­φα­λω­μέ­νη πά­νω στὸ ντι­βά­νι νὰ βλέ­πει ἀ­πὸ τὸ με­γά­λο πα­ρά­θυ­ρο τοῦ δώ­μα­τος τὰ αὐ­το­κί­νη­τα νὰ περ­νοῦν κά­τω στὸ δρό­μο. Ἔ­φευ­γαν οἱ γο­νεῖς της νὰ δου­λέ­ψουν βάρ­δια στὸ ἐρ­γο­στά­σιο καὶ οἱ βάρ­δι­ες ἐ­κεί­νη τὴ χρο­νιὰ ἦ­ταν πε­ρί­ερ­γες, τύ­χαι­νε νὰ λεί­πουν καὶ οἱ δύ­ο μα­ζὶ ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Ἄλ­λες φο­ρὲς τοὺς κρά­τα­γαν γιὰ δι­πλή, πρω­ὶ - βρά­δυ.

        Ὅ­ταν ἡ γερ­μα­νί­δα ἀ­πὸ τὸν κά­τω ὄ­ρο­φο γύ­ρι­ζε νω­ρίς, εἶ­χε κλει­δὶ καὶ ἀ­νέ­βαι­νε πά­νω στὸ δῶ­μα ποὺ ἔ­με­ναν. Τὴν ἔ­παιρ­νε στὸ σπί­τι της μέ­χρι νὰ ἔρ­θει ἡ ὥ­ρα νὰ γυ­ρί­σουν. Ὅ­μως κά­θε ξη­μέ­ρω­μα ἐ­κεί­νης τῆς Ἄ­νοι­ξης ἡ Βαγ­γε­λί­τσα ἔ­πι­νε τὸ γά­λα της καὶ κα­θό­ταν στὸ πα­ρά­θυ­ρο νὰ βλέ­πει τὰ αὐ­το­κί­νη­τα. Τῆς εἶ­χε δώ­σει ὁ πα­τέ­ρας της ἕ­να κομ­μά­τι χαρ­τὶ μὲ γραμ­μὲς καὶ ἕ­να μο­λύ­βι καὶ τῆς ἔ­λε­γε κά­θε φορ­τη­γὸ ἢ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ποὺ περ­νά­ει νὰ βά­ζει μιὰ γραμ­μὴ στὸ χαρ­τί. Ὅ­ταν με­τὰ τὸ τέ­λος τῆς βάρ­διας ἔ­φτα­νε σπί­τι, μέ­χρι νὰ ἑ­τοι­μά­σει τὸ φα­γη­τὸ ἡ μά­να της, κα­θό­τα­νε στὸ ντι­βά­νι καὶ με­τρού­σα­νε πό­σα φορ­τη­γὰ καὶ λε­ω­φο­ρεῖ­α εἴ­χα­νε πε­ρά­σει.
        Πάν­τα το με­ση­μέ­ρι ὅ­ταν γυρ­νοῦ­σε εἶ­χε κά­τι στὰ χέ­ρια του γιὰ τὴν μο­νά­κρι­βή του κό­ρη. Μιὰ κα­ρα­μέ­λα, μιὰ σο­κο­λά­τα, μπι­σκό­τα, κά­τι σὰν ἀν­τα­μοι­βή, σὰν ἀ­πο­ζη­μί­ω­ση καὶ ἐ­ξι­λέ­ω­ση γιὰ τὶς ὧ­ρες ποὺ ἦ­ταν ἀ­ναγ­κα­σμέ­νοι νὰ τὴν ἀ­φή­νουν μό­νη της στὸ πα­ρά­θυ­ρο. Ἐ­κεί­νη πε­ρή­φα­νη ἔ­πε­φτε στὴν ἀγ­κα­λιά του, κρε­μό­ταν ἀ­πὸ τὸν λαι­μό του καὶ τοῦ ἔ­δει­χνε τὸ χαρ­τὶ μὲ τὶς γραμ­μὲς ποὺ εἶ­χε τρα­βή­ξει μὲ τὰ φορ­τη­γὰ ποὺ πέ­ρα­σαν. Ἐ­κεῖ­νος τῆς ἔ­δι­νε ἕ­να με­γά­λο φι­λὶ καὶ τὴν λι­χου­διά της.
        Εἶ­χαν ἀ­πο­φα­σί­σει ὅ­τι τὸ κα­λο­καί­ρι μὲ τὴν ἄ­δεια ποὺ θὰ ἔ­παιρ­νε ἡ μά­να της, θὰ τὴν κα­τέ­βα­ζε στὸ χω­ριὸ στὶς γι­α­γιά­δες. Ἔ­τσι ὅ­πως ἦ­ταν ἡ δου­λειὰ στὸ ἐρ­γο­στά­σιο δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ μεί­νει πιὰ μα­ζί τους στὴ Γερ­μα­νί­α. Ἤ­ξε­ρε ὅ­τι θὰ ἔ­κα­νε και­ρὸ νὰ τὴν δεῖ. Μό­νο ἐ­κεί­νη θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἔρ­θει στὸ Ντί­σελ­ντορφ κά­ποι­α στιγ­μὴ μὲ τοὺς παπ­ποῦ­δες. Ἐ­κεῖ­νος ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το νὰ μπεῖ στὴν Ἑλ­λά­δα μὲ στε­ρη­μέ­νο τὸ δι­α­βα­τή­ριο ἀ­πὸ τὴν χούν­τα.
        Κα­θὼς ἔ­βλε­πε τὸ χαρ­τὶ μὲ τὶς γραμ­μὲς γιὰ τὰ φορ­τη­γά, κά­ποι­α στιγ­μή, ὅ­ταν θὰ γί­νει κο­πέ­λα, θὰ ἤ­θε­λε νὰ τῆς πεῖ τὴν δι­κή του ἱ­στο­ρί­α, πὼς ἔ­μα­θε ἐ­κεῖ­νος νὰ με­τρά­ει. Τό­τε ποὺ λί­γο πιὸ με­γά­λος ἀ­πὸ ὅ­τι ἐ­κεί­νη τώ­ρα, πή­γαι­νε στὸ πλά­τω­μα ψη­λὰ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ χω­ριό. Ἔ­κα­νε πὼς ἔ­παι­ζε βό­λους ἀλ­λὰ τὸν εἴ­χα­νε βά­λει τὰ με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­δέρ­φια του καὶ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε τὴν δη­μο­σιά. Κά­θε φορ­τη­γὸ ποὺ πέρ­να­γε ἔ­βα­ζε μιὰ με­γά­λη πέ­τρα στὴ σει­ρά. Ἂν ἦ­ταν κούρ­σα ἔ­βα­ζε μιὰ μι­κρή. Καὶ ἀ­νά­λο­γα τὴν κα­τεύ­θυν­ση ἤ­τα­νε οἱ πέ­τρες σὲ ἄλ­λη σει­ρά. Πά­νω ἦ­ταν ὁ δρό­μος γιὰ τὰ Σέρ­βια, κά­τω ὁ δρό­μος γιὰ τὴν Ἐ­λασ­σό­να. Σὰν ἔ­πε­φτε τὸ φῶς κα­τέ­βαι­ναν δυ­ὸ ἀν­τάρ­τες ἀ­πὸ τὸ λη­μέ­ρι με­τροῦ­σαν τὶς πέ­τρες καὶ βλέ­πα­νε πό­σα φορ­τη­γά τοῦ στρα­τοῦ πε­ρά­σα­νε.

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἀντώ­νης Γιαν­νακός. Ἔχει ἐκδώσει Σκαλίζοντας ἀνα­μνή­σεις (διηγήματα, Γαβριηλίδης, 2014) καὶ δύο ποιητικές συλλογές. Τελευταῖο του βιβλίο εἶναι Τέσσερις βολικοί θάνα­τοι (μυ­θιστόρημα, Κέδρος, 2016).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου