H ΒΑΓΓΕΛΙΤΣΑ ἤτανε λίγο πάνω ἀπὸ τριῶν
χρονῶν. Εἶχε περάσει τὶς περισσότερες μέρες ἐκείνης τῆς ἄνοιξης
σκαρφαλωμένη πάνω στὸ ντιβάνι νὰ βλέπει ἀπὸ τὸ μεγάλο παράθυρο τοῦ
δώματος τὰ αὐτοκίνητα νὰ περνοῦν κάτω στὸ δρόμο. Ἔφευγαν οἱ γονεῖς
της νὰ δουλέψουν βάρδια στὸ ἐργοστάσιο καὶ οἱ βάρδιες ἐκείνη τὴ χρονιὰ
ἦταν περίεργες, τύχαινε νὰ λείπουν καὶ οἱ δύο μαζὶ ἀπὸ τὸ σπίτι. Ἄλλες
φορὲς τοὺς κράταγαν γιὰ διπλή, πρωὶ - βράδυ.
Ὅταν ἡ γερμανίδα ἀπὸ τὸν κάτω ὄροφο γύριζε νωρίς, εἶχε κλειδὶ καὶ ἀνέβαινε
πάνω στὸ δῶμα ποὺ ἔμεναν. Τὴν ἔπαιρνε στὸ σπίτι της μέχρι νὰ ἔρθει ἡ ὥρα
νὰ γυρίσουν. Ὅμως κάθε ξημέρωμα ἐκείνης τῆς Ἄνοιξης ἡ Βαγγελίτσα ἔπινε
τὸ γάλα της καὶ καθόταν στὸ παράθυρο νὰ βλέπει τὰ αὐτοκίνητα. Τῆς εἶχε
δώσει ὁ πατέρας της ἕνα κομμάτι χαρτὶ μὲ γραμμὲς καὶ ἕνα μολύβι καὶ
τῆς ἔλεγε κάθε φορτηγὸ ἢ λεωφορεῖο ποὺ περνάει νὰ βάζει μιὰ γραμμὴ
στὸ χαρτί. Ὅταν μετὰ τὸ τέλος τῆς βάρδιας ἔφτανε σπίτι, μέχρι νὰ ἑτοιμάσει
τὸ φαγητὸ ἡ μάνα της, καθότανε στὸ ντιβάνι καὶ μετρούσανε πόσα φορτηγὰ
καὶ λεωφορεῖα εἴχανε περάσει.
Πάντα το μεσημέρι ὅταν γυρνοῦσε εἶχε κάτι στὰ χέρια του γιὰ τὴν μονάκριβή
του κόρη. Μιὰ καραμέλα, μιὰ σοκολάτα, μπισκότα, κάτι σὰν ἀνταμοιβή,
σὰν ἀποζημίωση καὶ ἐξιλέωση γιὰ τὶς ὧρες ποὺ ἦταν ἀναγκασμένοι νὰ
τὴν ἀφήνουν μόνη της στὸ παράθυρο. Ἐκείνη περήφανη ἔπεφτε στὴν ἀγκαλιά
του, κρεμόταν ἀπὸ τὸν λαιμό του καὶ τοῦ ἔδειχνε τὸ χαρτὶ μὲ τὶς γραμμὲς
ποὺ εἶχε τραβήξει μὲ τὰ φορτηγὰ ποὺ πέρασαν. Ἐκεῖνος τῆς ἔδινε ἕνα
μεγάλο φιλὶ καὶ τὴν λιχουδιά της.
Εἶχαν ἀποφασίσει ὅτι τὸ καλοκαίρι μὲ τὴν ἄδεια ποὺ θὰ ἔπαιρνε ἡ μάνα
της, θὰ τὴν κατέβαζε στὸ χωριὸ στὶς γιαγιάδες. Ἔτσι ὅπως ἦταν ἡ δουλειὰ
στὸ ἐργοστάσιο δὲν μποροῦσε νὰ μείνει πιὰ μαζί τους στὴ Γερμανία. Ἤξερε
ὅτι θὰ ἔκανε καιρὸ νὰ τὴν δεῖ. Μόνο ἐκείνη θὰ μποροῦσε νὰ ἔρθει στὸ
Ντίσελντορφ κάποια στιγμὴ μὲ τοὺς παπποῦδες. Ἐκεῖνος ἦταν ἀδύνατο
νὰ μπεῖ στὴν Ἑλλάδα μὲ στερημένο τὸ διαβατήριο ἀπὸ τὴν χούντα.
Καθὼς ἔβλεπε τὸ χαρτὶ μὲ τὶς γραμμὲς γιὰ τὰ φορτηγά, κάποια στιγμή, ὅταν
θὰ γίνει κοπέλα, θὰ ἤθελε νὰ τῆς πεῖ τὴν δική του ἱστορία, πὼς ἔμαθε
ἐκεῖνος νὰ μετράει. Τότε ποὺ λίγο πιὸ μεγάλος ἀπὸ ὅτι ἐκείνη τώρα,
πήγαινε στὸ πλάτωμα ψηλὰ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό. Ἔκανε πὼς ἔπαιζε βόλους
ἀλλὰ τὸν εἴχανε βάλει τὰ μεγαλύτερα ἀδέρφια του καὶ παρακολουθοῦσε
τὴν δημοσιά. Κάθε φορτηγὸ ποὺ πέρναγε ἔβαζε μιὰ μεγάλη πέτρα στὴ
σειρά. Ἂν ἦταν κούρσα ἔβαζε μιὰ μικρή. Καὶ ἀνάλογα τὴν κατεύθυνση ἤτανε
οἱ πέτρες σὲ ἄλλη σειρά. Πάνω ἦταν ὁ δρόμος γιὰ τὰ Σέρβια, κάτω ὁ δρόμος
γιὰ τὴν Ἐλασσόνα. Σὰν ἔπεφτε τὸ φῶς κατέβαιναν δυὸ ἀντάρτες ἀπὸ τὸ
λημέρι μετροῦσαν τὶς πέτρες καὶ βλέπανε πόσα φορτηγά τοῦ στρατοῦ περάσανε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου