Η ΓΙΑΓΙΑ εἶχε ἑτοιμάσει ἀπὸ τὸ πρωὶ τυρόπιτα,
σπανακόπιτα καὶ ψωμί. Μόλις ἔσβησε τὸ τηγάνι μὲ τὰ κεφτεδάκια καὶ
τὴν κόκκινη σάλτσα, ἄρχισε νὰ κόβει τὶς πατάτες. Ὁ παπποὺς θὰ γύρναγε
ἀπὸ τὸ καφενεῖο, λίγο μετὰ τὸ μεσημέρι, βαδίζοντας ἀργὰ-ἀργά, μὲ
τὸ μπαστουνάκι νὰ στηρίζει τὸ ἑτοιμόρροπο βῆμα του, ἀφήνοντας σακοῦλες
γεμάτες γαριδάκια καὶ σοκολάτες στὸ τραπέζι. Τὰ ἐγγόνια, ὅλα πρῶτο-ξάδερφα,
μέχρι δώδεκα χρονῶν, εἶχαν μαζευτεῖ κάτω ἀπὸ τὴν πέργκολα. Εἶχε ἀφόρητη
ζέστη, κοντὰ στοὺς 40, καὶ οἱ περισσότεροι δὲν φόραγαν οὔτε παπούτσια
οὔτε σανδάλια. Κάποιοι εἶχαν πετάξει καὶ τὶς μπλοῦζες. Τὸ πάτωμα, στὸ
χρῶμα τοῦ τσιμέντου, ἂν δὲν τὸ κατάβρεχες ποὺ καὶ πού, ἔκαιγε σὰν τηγάνι.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Κίμων Καλαμάρας (Ἀθήνα, 1976). Εἶναι ψυχολόγος-ψυχοθεραπευτὴς
καὶ ἐκπαιδευτῆς ἐπαγγελματιῶν ψυχικῆς ὑγείας στὴν συστημικὴ οἰκογενειακὴ
θεραπεία. Ἀσχολεῖται μὲ τὴν ποίηση καὶ τὴν πεζογραφία. Δημοσίευσε
στὰ περιοδικὰ Ἰδεοδρόμιο,
Ἐντευκτήριο, Δέκατα καὶ στοὺς ἱστότοπους
Πλανόδιον-Ἱστορίες Μπονζάι,
Νέο Πλανόδιον.
Πρῶτο του βιβλίο: Γράμματα
σὲ ἕναν συγγραφέα (ἐπιστολικὴ νουβέλα, Ἐκδόσεις
Γκοβόστη, 2020).
Τὰ κάγκελα ποὺ στήριζαν τὴν πέργκολα χρησιμοποιοῦνταν συχνὰ γιὰ παιχνίδι.
Πιανόσουν σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ καὶ μὲ τὰ δυό σου χέρια, ἔτεινες τὸ σῶμα
σου γύρω του, μέχρι νὰ ἐξαντληθεῖ ἡ κινητική σου ἐνέργεια. Μικροὶ ἀκροβάτες,
ἐπίδοξοι ὀλυμπιονίκες… Ἄλλες φορὲς τὰ πιὸ μεγάλα ἀπὸ τὰ ἀγόρια,
θὰ ἔπιαναν ἕνα πουλί, ἕνα τζιτζίκι, κάποιο σκαθάρι.
Ὅταν ἔφτασε ὁ παππούς, τὰ παιδιὰ εἶχαν ἤδη μαζευτεῖ, κάτω ἀπὸ τὴν
πέργκολα, γύρω ἀπὸ μιὰ ὕποπτη σιωπή. Μὲ τὸ ποὺ πλησίασε, ἀπομακρύνθηκαν,
καὶ ξαφνικά, ἀκούστηκε κάτι νὰ βομβίζει: Μιὰ χρυσόμυγα προσπαθοῦσε
νὰ πετάξει, καὶ τὰ πράσινα φτερὰ της γυάλιζαν, κάτω ἀπὸ τὴν δαντέλα
ποὺ ἔπλεκαν τὰ ἄγουρα σταφύλια μὲ τὰ φύλλα τῆς κληματαριᾶς. Τὰ φτερὰ
της μπλέκονταν σὲ μιὰ λεπτὴ πράσινη κλωστή, μπερδεύονταν στὸ σῶμα
της. Τὸ πόδι της ἦταν δεμένο ἀπὸ τὴν κλωστὴ καὶ ἡ κλωστὴ ἦταν δεμένη
στὸ κάγκελο. Ξαφνικά, σὰν ἀεριωθούμενο ποὺ ἐπιχειρεῖ ἕναν ἐπικίνδυνο
ἑλιγμό, σηκώθηκε ἀπὸ τὸ ἔδαφος. Προσπάθησε νὰ πετάξει ψηλὰ ἀλλὰ ἡ
κλωστὴ τὴν τράβαγε κάτω, κάνοντας κύκλους στὰ τυφλά, γύρω ἀπὸ τὸν ἄξονά
της. Γιὰ μιὰ στιγμὴ ἔμοιαζε μὲ μᾶς: σὰ νὰ ἔκανε ἠθελημένα κάποια περίτεχνα
ἀκροβατικά, σὰν νὰ ἤθελε νὰ ταιριάξει, νὰ γίνει μέλος τῆς διευρυμένης
αὐτῆς ἀνθρώπινης οἰκογένειας.
Ἀφοῦ κατάλαβε τὴν αἰτία τῶν δεινῶν της, τὸ ἔνστικτό της συνέτεινε σὲ
μιὰ ἡρωικὴ ἔξοδο. Ἕνα ὑπόκωφο βουητὸ ταλάντευσε τὴν ἀτμόσφαιρα.
Τὰ φτερὰ της λαμπύρισαν καθὼς χτύπησαν τὸν ἀέρα ρυθμικά. Σηκώθηκε
ἀπὸ τὸ ἔδαφος καὶ μὲ πρωτόγνωρη δύναμη πέταξε μὲ ὅλη της τὴν ψυχὴ
μπροστά. Τότε, τὸ δεμένο της ποδαράκι ἀποκολλήθηκε ἀπὸ τὸ σῶμα
της. Γιὰ μιὰ στιγμὴ αἰωρήθηκε στὸν ἀέρα. Τὸ ράδιο ἔπαιζε κάποιο βαλσάκι.
Ἔπειτα πέταξε μακριά.
Τὸ παιχνίδι εἶχε τελειώσει. Ἡ γιαγιὰ εἶχε στρώσει τραπέζι. Ὁ παπποὺς
μάζεψε τὰ ἐγγόνια γύρω του. Ἀφοῦ ἔφαγαν, τὰ χώρισε σὲ ὁμάδες καὶ ἄρχισαν
νὰ παίζουν ξερή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου