ΟΛΟΙ ΜΙΛΟΥΣΑΝ γιὰ τὸ καράβι. Εἶχε καὶ πανιά,
ὅμως δὲν ἦταν σίγουρο τὸ χρῶμα τους. Λογικὸ θὰ ἦταν νὰ εἶναι ἄσπρα. Ὡστόσο
πότε ἄκουγε νὰ τὰ περιγράφουν κόκκινα, πότε μπλέ… Ὅλο ψοῦ ψοῦ ψοῦ πίσω
ἀπὸ τὶς πλάτες τῶν ἄλλων. Ἰδιαίτερα οἱ γυναῖκες. Αὐτὸ συνέβαινε κυρίως
τὰ καλοκαίρια. Ὕστερα ἠρεμοῦσαν ὅλοι. Ξανάρχιζαν τὶς καθημερινὲς
ἀσχολίες τους. Κι ὁ πατέρας ἤτανε διαρκῶς ἀπασχολημένος μὲ τὰ μαθήματα,
τὰ ἰδιαίτερα βέβαια, μιᾶς κι ἀπὸ χρόνια εἶχε παρατήσει τὴ δουλειά.
Κανεὶς δὲν μιλοῦσε γιὰ κείνη ἢ ὅταν μιλοῦσαν ἔλεγαν γιὰ τὸ παρελθόν:
τί ὄμορφη ποὺ ἦταν, τί δυνατότητες εἶχε, τί ἔφτιαχνε μὲ τὰ χέρια
της! Μέχρι ποὺ ἀπομονώθηκε σὲ κεῖνο τὸ δωμάτιο στὸν δεύτερο ὄροφο.
Ἔβλεπε στὸν κῆπο. Δὲν εἶχε ὅμως ἐπαφὴ μὲ κανέναν — ἐκτὸς ἀπὸ κάτι ἐπισκέψεις
τοῦ ἄντρα της, τῆς ἀδελφῆς της καὶ φυσικὰ τὴ γυναίκα ποὺ τὴ φρόντιζε.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ἀντωνία Πασχαλίδου. Σπούδασε Ἀγγλικὴ Φιλολογία στὸ Πανεπιστήμιο
τῆς Ἀθήνας καὶ Ἰταλικὴ Γλώσσα καὶ Μετάφραση στὸ Ἰταλικὸ Ἰνστιτοῦτο
τῆς ἴδιας πόλης. Ἐπίσης Μετάφραση στὸ Ε.ΚΕ.ΜΕ.Λ κατὰ τὴ διετία
2004-2006. Ἐργάζεται στὴν Πρωτοβάθμια Ἐκπαίδευση καὶ ὡς μεταφράστρια.
Τακτικὴ συνεργάτιδα τοῦ ἱστολογίου μας, ἐκτὸς τῶν ἄλλων μεταφραστικῶν
ἐργασιῶν της, ἔχει ἐπιμεληθεῖ τὸ ἀφιέρωμα στὸν Ἰταλὸ συγγραφέα Luigi Malerba.
Τὸ παιδὶ δὲν τὸ ἄφηναν νὰ τὴ δεῖ. Ἔτσι ἔμαθε νὰ ζεῖ χωρὶς μητέρα. Μόνο
μὲ τὴ σκιὰ ποὺ τὴν ἔβλεπε κάθε τόσο πίσω ἀπὸ τὶς κουρτίνες. Μάνα θεωροῦσε
κάτι ὑποκατάστατα-θεῖες. Σιωπή.
Κι ὅταν ἄνοιγε ὁ καιρός, ἄρχιζαν πάλι οἱ κουβέντες γιὰ τὸ καράβι. Ὁ
πατέρας τὸ περιέγραφε τονίζοντας κάθε λεπτομέρεια: τὸ σκαρὶ τὰ
ξάρτια τὴν πλώρη τὰ σκοινιά. Σὰν παλιὸς ναυτικὸς ποὺ εἶχε ξεμπαρκάρει
καὶ λαχταροῦσε τὴ ζωὴ στὸ πλοῖο. Οἱ θεῖες καταπιάνονταν μὲ κεντήματα
γιὰ τὰ ἔπιπλα, τραπεζομάντιλα, δαντέλες γιὰ τὶς μαξιλαροθῆκες καὶ
παντοῦ φυσικὰ ὑπῆρχε τὸ καράβι ἢ ἔστω μιὰ ἰδέα του: ἕνα πανί, μιὰ ἄγκυρα.
Ὅσο πλησίαζε τὸ καλοκαίρι οἱ κουβέντες θέριευαν. Τόσο ποὺ πίστευε
πὼς ὅπου νά ‘ναι θὰ φανεῖ κάποιο πλοῖο στὸ μικρὸ λιμάνι. Αὐτὸ βέβαια
δὲν συνέβαινε ποτέ. Ὅλο τὸν καιρὸ ποὺ οἱ δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ ἔτρωγαν
τὸν περισσότερο χρόνο τους, ξέχναγαν ἐντελῶς τὴ γυναίκα. Μητέρα-φάντασμα.
Ὁ μικρὸς κυριευόταν ἀπὸ περιέργεια. Ἤθελε νὰ βρεῖ τὴν κατάλληλη
στιγμὴ γιὰ νὰ τρυπώσει στὸ ἀνατολικομεσημβρινὸ δωμάτιο. Τῆς ἔκανε
μᾶλλον καλὸ ὁ ἥλιος. Γι’ αὐτὸ τὰ πρωινὰ ἀπὸ τὸ πίσω μέρος τοῦ κήπου ἔβλεπε
τὸ παράθυρό της ἀνοιχτὸ μὲ τὶς κουρτίνες μαζεμένες. Τὴ μητέρα πουθενά.
Ἔτσι πέρασε πολὺς καιρὸς μέχρι τὴν ἀναστάτωση καὶ τὴν ὑπόκωφη ἔνταση
ἐκεῖνο τὸ ξημέρωμα. Ἔφτασε ὁ γιατρός, ὕστερα ἔμπαιναν ἔβγαιναν. Ὁ
πατέρας θλιμμένος, οἱ θεῖες σταυροκοπιοῦνταν κι ἀγκάλιαζαν τὸν μικρό.
Τοῦ χάιδευαν τὰ μαλλιά, τὸ κεφάλι. Μέχρι πού… ναί, πρόλαβε νὰ δεῖ. Κατέβηκαν
δυὸ ἄντρες μὲ κάτι ποὺ ἔμοιαζε μὲ σῶμα τυλιγμένο σὲ σεντόνι. Δὲν ἔβλεπε
οὔτε χέρια, οὔτε πόδια, τίποτα, μόνο τὸ σχῆμα ἀνθρώπινου σώματος.
Ἔκλαψαν ὅλοι… ὅλοι ἐκτὸς ἀπ’ αὐτόν.
Τὸ μόνο ποὺ ἔκανε ἦταν νὰ τρέξει στὸ δωμάτιό της. Ἡ λευκὴ κουρτίνα κυμάτιζε
κι ἔμπαινε φῶς ποὺ σὲ τύφλωνε. Ἀπέναντι ἀπ’ τὸ κρεβάτι ὅμως, ἐπάνω
στὴ σιφονιέρα, ὑπῆρχε ἕνα καράβι μὲ μπλὲ καὶ κόκκινα πανιὰ φτιαγμένο
ἀπὸ σπίρτα. Οὔτε μεγάλο οὔτε μικρό. Ὄμορφο. Ἀταξίδευτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου