Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2020

Ἀν­τω­νί­α Πα­σχα­λί­δου : Τὸ κα­ρά­βι






ΟΛΟΙ ΜΙΛΟΥΣΑΝ γιὰ τὸ κα­ρά­βι. Εἶ­χε καὶ πα­νιά, ὅ­μως δὲν ἦ­ταν σί­γου­ρο τὸ χρῶ­μα τους. Λο­γι­κὸ θὰ ἦ­ταν νὰ εἶ­ναι ἄ­σπρα. Ὡ­στό­σο πό­τε ἄ­κου­γε νὰ τὰ πε­ρι­γρά­φουν κόκ­κι­να, πό­τε μπλέ… Ὅ­λο ψοῦ ψοῦ ψοῦ πί­σω ἀ­πὸ τὶς πλά­τες τῶν ἄλ­λων. Ἰ­δι­αί­τε­ρα οἱ γυ­ναῖ­κες. Αὐ­τὸ συ­νέ­βαι­νε κυ­ρί­ως τὰ κα­λο­καί­ρια. Ὕ­στε­ρα ἠ­ρε­μοῦ­σαν ὅ­λοι. Ξα­νάρ­χι­ζαν τὶς κα­θη­με­ρι­νὲς ἀ­σχο­λί­ες τους. Κι ὁ πα­τέ­ρας ἤ­τα­νε δια­ρκῶς ἀ­πα­σχο­λη­μέ­νος μὲ τὰ μα­θή­μα­τα, τὰ ἰ­δι­αί­τε­ρα βέ­βαι­α, μιᾶς κι ἀ­πὸ χρό­νια εἶ­χε πα­ρα­τή­σει τὴ δου­λειά. Κα­νεὶς δὲν μι­λοῦ­σε γιὰ κεί­νη ἢ ὅ­ταν μι­λοῦ­σαν ἔ­λε­γαν γιὰ τὸ πα­ρελ­θόν: τί ὄ­μορ­φη ποὺ ἦ­ταν, τί δυ­να­τό­τη­τες εἶ­χε, τί ἔ­φτια­χνε μὲ τὰ χέ­ρια της! Μέ­χρι ποὺ ἀ­πο­μο­νώ­θη­κε σὲ κεῖ­νο τὸ δω­μά­τιο στὸν δεύ­τε­ρο ὄ­ρο­φο. Ἔ­βλε­πε στὸν κῆ­πο. Δὲν εἶ­χε ὅ­μως ἐ­πα­φὴ μὲ κα­νέ­ναν — ἐ­κτὸς ἀ­πὸ κά­τι ἐ­πι­σκέ­ψεις τοῦ ἄν­τρα της, τῆς ἀ­δελ­φῆς της καὶ φυ­σι­κὰ τὴ γυ­ναί­κα ποὺ τὴ φρόν­τι­ζε.


        Τὸ παι­δὶ δὲν τὸ ἄ­φη­ναν νὰ τὴ δεῖ. Ἔ­τσι ἔ­μα­θε νὰ ζεῖ χω­ρὶς μη­τέ­ρα. Μό­νο μὲ τὴ σκιὰ ποὺ τὴν ἔ­βλε­πε κά­θε τό­σο πί­σω ἀ­πὸ τὶς κουρ­τί­νες. Μά­να θε­ω­ροῦ­σε κά­τι ὑ­πο­κα­τά­στα­τα-θεῖ­ες. Σι­ω­πή.

        Κι ὅ­ταν ἄ­νοι­γε ὁ και­ρός, ἄρ­χι­ζαν πά­λι οἱ κου­βέν­τες γιὰ τὸ κα­ρά­βι. Ὁ πα­τέ­ρας τὸ πε­ρι­έ­γρα­φε το­νί­ζον­τας κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια: τὸ σκα­ρὶ τὰ ξάρ­τια τὴν πλώ­ρη τὰ σκοι­νιά. Σὰν πα­λιὸς ναυ­τι­κὸς ποὺ εἶ­χε ξεμ­παρ­κά­ρει καὶ λα­χτα­ροῦ­σε τὴ ζω­ὴ στὸ πλοῖ­ο. Οἱ θεῖ­ες κα­τα­πι­ά­νον­ταν μὲ κεν­τή­μα­τα γιὰ τὰ ἔ­πι­πλα, τρα­πε­ζο­μάν­τι­λα, δαν­τέ­λες γιὰ τὶς μα­ξι­λα­ρο­θῆ­κες καὶ παν­τοῦ φυ­σι­κὰ ὑ­πῆρ­χε τὸ κα­ρά­βι ἢ ἔ­στω μιὰ ἰ­δέ­α του: ἕ­να πα­νί, μιὰ ἄγ­κυ­ρα.

        Ὅ­σο πλη­σί­α­ζε τὸ κα­λο­καί­ρι οἱ κου­βέν­τες θέ­ρι­ευ­αν. Τό­σο ποὺ πί­στευ­ε πὼς ὅ­που νά ‘ναι θὰ φα­νεῖ κά­ποι­ο πλοῖ­ο στὸ μι­κρὸ λι­μά­νι. Αὐ­τὸ βέ­βαι­α δὲν συ­νέ­βαι­νε πο­τέ. Ὅ­λο τὸν και­ρὸ ποὺ οἱ δου­λει­ὲς τοῦ σπι­τιοῦ ἔ­τρω­γαν τὸν πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νο τους, ξέ­χνα­γαν ἐν­τε­λῶς τὴ γυ­ναί­κα. Μη­τέ­ρα-φάν­τα­σμα. Ὁ μι­κρὸς κυ­ρι­ευ­ό­ταν ἀ­πὸ πε­ρι­έρ­γεια. Ἤ­θε­λε νὰ βρεῖ τὴν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μὴ γιὰ νὰ τρυ­πώ­σει στὸ ἀ­να­το­λι­κο­με­σημ­βρι­νὸ δω­μά­τιο. Τῆς ἔ­κα­νε μᾶλ­λον κα­λὸ ὁ ἥ­λιος. Γι’ αὐ­τὸ τὰ πρω­ι­νὰ ἀ­πὸ τὸ πί­σω μέ­ρος τοῦ κή­που ἔ­βλε­πε τὸ πα­ρά­θυ­ρό της ἀ­νοι­χτὸ μὲ τὶς κουρ­τί­νες μα­ζε­μέ­νες. Τὴ μη­τέ­ρα που­θε­νά.

        Ἔ­τσι πέ­ρα­σε πο­λὺς και­ρὸς μέ­χρι τὴν ἀ­να­στά­τω­ση καὶ τὴν ὑ­πό­κω­φη ἔν­τα­ση ἐ­κεῖ­νο τὸ ξη­μέ­ρω­μα. Ἔ­φτα­σε ὁ για­τρός, ὕ­στε­ρα ἔμ­παι­ναν ἔ­βγαι­ναν. Ὁ πα­τέ­ρας θλιμ­μέ­νος, οἱ θεῖ­ες σταυ­ρο­κο­πι­οῦν­ταν κι ἀγ­κά­λια­ζαν τὸν μι­κρό. Τοῦ χά­ι­δευ­αν τὰ μαλ­λιά, τὸ κε­φά­λι. Μέ­χρι πού… ναί, πρό­λα­βε νὰ δεῖ. Κα­τέ­βη­καν δυ­ὸ ἄν­τρες μὲ κά­τι ποὺ ἔ­μοια­ζε μὲ σῶ­μα τυ­λιγ­μέ­νο σὲ σεν­τό­νι. Δὲν ἔ­βλε­πε οὔ­τε χέ­ρια, οὔ­τε πό­δια, τί­πο­τα, μό­νο τὸ σχῆ­μα ἀν­θρώ­πι­νου σώ­μα­τος.

        Ἔ­κλα­ψαν ὅ­λοι… ὅ­λοι ἐ­κτὸς ἀ­π’ αὐ­τόν.

        Τὸ μό­νο ποὺ ἔ­κα­νε ἦ­ταν νὰ τρέ­ξει στὸ δω­μά­τιό της. Ἡ λευ­κὴ κουρ­τί­να κυ­μά­τι­ζε κι ἔμ­παι­νε φῶς ποὺ σὲ τύ­φλω­νε. Ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­π’ τὸ κρε­βά­τι ὅ­μως, ἐ­πά­νω στὴ σι­φο­νι­έ­ρα, ὑ­πῆρ­χε ἕ­να κα­ρά­βι μὲ μπλὲ καὶ κόκ­κι­να πα­νιὰ φτι­αγ­μέ­νο ἀ­πὸ σπίρ­τα. Οὔ­τε με­γά­λο οὔ­τε μι­κρό. Ὄ­μορ­φο. Ἀ­τα­ξί­δευ­το.


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ


Ἀν­τω­νί­α Πα­σχα­λί­δου. Σπού­δα­σε Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Ἀ­θή­νας καὶ Ἰ­τα­λι­κὴ Γλώσ­σα καὶ Με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­τα­λι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το τῆς ἴ­διας πό­λης. Ἐ­πί­σης Με­τά­φρα­ση στὸ Ε.ΚΕ.ΜΕ.Λ κατὰ τὴ δι­ε­τί­α 2004-2006. Ἐρ­γά­ζε­ται στὴν Πρω­το­βάθ­μια Ἐκ­παί­δευ­ση καὶ ὡς με­τα­φρά­στρια. Τα­κτι­κὴ συ­νερ­γά­τι­δα τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μας, ἐ­κτὸς τῶν ἄλ­λων με­τα­φρα­στι­κῶν ἐρ­γα­σι­ῶν της, ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα στὸν Ἰ­τα­λὸ συγ­γρα­φέα Luigi Malerba.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου