ΒΡΑΔΙΑΖΕ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ. Οἱ τηλεοράσεις
ὠρύονταν, κόβοντας τὸ σούρουπο μὲ μαχαιρωτὲς ἀνταύγειες. Τὰ πρόσωπα
στοιχισμένα στὶς παράλληλες σιωπές, στὰ νύχια τῶν Μεγάλων Ἀδερφῶν.
Μόνος στὸ ἰσόγειο μπαλκόνι ὁ παπποὺς προτιμάει ἔξω τὰ ταξίδια, στὴν
ἐνδοχώρα.
— Νύχτωσε, τοῦ εἶπα κατ’ ἐντολὴν τῆς βάβως. Δὲ θά ΄ρθεις μέσα;
— Σςς, μοῦ κάνει αὐτός.
Ὁ παλιὸς καὶ πανύψηλος φοίνικας ἁπλωνόταν σκιερός, μὲ τὸ πελώριο
περίγραμμά του νὰ κυριαρχεῖ στὸ χῶρο. Ὁ παπποὺς ἔδειχνε κάτι νὰ περιμένει.
Ἕνα ὁμαδικὸ τιτίβισμα ἔβγαινε ἀπὸ τὸ δέντρο. Εἶχαν καταφτάσει σὲ
ὁμάδες οἱ νυκτερινοὶ ἔνοικοι. Δεκαοχτοῦρες, περιστέρια, σπουργίτια,
μερικὰ ὠδικά, σπίνοι καὶ καρδερίνες, ποὺ καὶ ποὺ κατέφτανε καὶ καμιὰ
μικρὴ κουκουβάγια, κι ἀριὰ καὶ ποὺ κάνας γκιώνης. Τιτίβιζαν σὲ μιὰ
πολυσύνθετη μελωδικὴ συμφωνία ζωῆς. Καὶ ὅσο τὸ σκοτάδι πύκνωνε
τὰ κελαηδήματα ἀραίωναν, μέχρι ποὺ ἀκούγονταν ἐλάχιστα πιά, ἀλλὰ
ἀσταμάτητα. Τότε μιὰ φωνὴ πουλιοῦ σὰν ξεφωνητό, σὰν χούγιασμα διαπέρασε
ὅλες τὶς ἄλλες. Πρέπει νὰ ἦταν κάποιος Κανονάρχης, ποὺ σκόρπιζε ἕνα
ἰσχυρὸ πρόσταγμα, ἀφοῦ ἐπὶ ὥρα ρύθμιζε τὸ ἰσοκράτημα. Καὶ μετὰ ἀπ'
αὐτὸ κανένας ἄλλος ἦχος, οὔτε γουργούρισμα, οὔτε τιτίβισμα, ἔναρξη
ὕπνου, ἀπόλυτη σιγή. Ὁ παπποὺς χαμογέλασε. Ἔδειξε μὲ τὸ δάχτυλο ἀπάνω
πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ μὲ κοίταξε μὲ νόημα, ὅσο ἐγὼ ἔδειχνα ἀμήχανα
πρὸς τὴ θέση τοῦ τελευταίου πουλιοῦ. Ὕστερα μπήκαμε μέσα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου