Τον Οκτώβριο του 1924, ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι επισκέφθηκε το Παρίσι. Σ’ όλη του τη σύντομη αλλά εξαιρετικά πολυτάραχη ζωή, ταξίδεψε εννέα φορές έξω από τη Σοβιετική Ένωση, ενώ όνειρό του ήταν να γυρίσει τον κόσμο.
Ο Μαγιακόφσκι γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Γεωργία, περιοχή που τότε ήταν τμήμα της Σοβιετικής Ένωσης. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο Γυμνάσιο, άρχισε να παίρνει μέρος σε διαδηλώσεις των σοσιαλιστών, έχοντας την υποστήριξη της μητέρας του, παρά τη δυσαρέσκεια οικογενειακών φίλων και γνωστών, που θεωρούσαν ότι αυτή η ελευθερία που του παραχωρούσαν οι γονείς του ήταν υπερβολική. Αργότερα, έστρεψε το ενδιαφέρον του στη μαρξιστική λογοτεχνία, η οποία και τον συνεπήρε. Ως ενεργό μέλος της ομάδας των Σοσιαλδημοκρατών του Γυμνασίου του, έλαβε μέρος σε πολλές σχετικές δραστηριότητες, με την κατάληξη μιας από αυτές να τον στέλνει στη φυλακή για έντεκα μήνες το 1909. Εκεί ήταν που άρχισε ουσιαστικά να γράφει ποιήματα για πρώτη φορά. Μόλις βγήκε από τη φυλακή, επικεντρώθηκε στις σπουδές του. Το 1911 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας κι έγινε μέλος της λογοτεχνικής φουτουριστικής ομάδας της, η οποία είχε σκοπό την απελευθέρωση της τέχνης από τις παραδοσιακές τετριμμένες τεχνικές. Τα μέλη της διάβαζαν ποιήματα στο δρόμο κι έριχναν τσάι στο κοινό τους, στοχεύοντας στην πρόκληση των κατεστημένων αντιλήψεων σε ό,τι αφορούσε την τέχνη.
Το 1913, μαζί με άλλα μέλη της ομάδας των φουτουριστών, ο Μαγιακόφσκι ξεκίνησε μια περιοδεία σε 17 πόλεις της Ρωσίας. Η ομάδα οργάνωνε λογοτεχνικές συγκεντρώσεις έξω από τα μέχρι τότε καθιερωμένα, όπου τα μέλη της εμφανίζονταν με εξωφρενικές ενδυμασίες –ο ίδιος ο Μαγιακόφσκι φορούσε πάντα ένα κίτρινο πουκάμισο που είχε φτιάξει μόνος του και που έγινε το «σήμα κατατεθέν» εκείνων των εμφανίσεών του– ενώ τις περισσότερες φορές η αστυνομία αναγκαζόταν να επέμβει γιατί το κοινό έφτανε στα όρια της εξαγρίωσης.
Το 1922 ταξίδεψε για πρώτη φορά στο εξωτερικό. Πήγαινε σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις και αναζητούσε οτιδήποτε σχετικό με τα νέα καλλιτεχνικά ρεύματα, ενώ δεν παρέλειπε να επιδιώκει συναντήσεις με εξέχουσες προσωπικότητες-εκπροσώπους όλων των μορφών τέχνης. Άλλωστε και ο ίδιος δεν περιοριζόταν μόνο στην ποίηση, αλλά είχε ασχοληθεί, μεταξύ άλλων, με τη συγγραφή θεατρικών έργων, τον κινηματογράφο (είχε μάλιστα εμφανιστεί σε τρεις βουβές ταινίες, μια εκ των οποίων σώζεται ακόμα), τη ζωγραφική και τη σκηνοθεσία.
Στα ταξίδια του αυτά, δεν ήταν ένας απλός παρατηρητής – έδινε διαλέξεις και απήγγειλε ποιήματα, ενώ επέστρεφε με τις βαλίτσες του γεμάτες βιβλία, περιοδικά, αντίγραφα σχεδίων που έβρισκε ενδιαφέροντα, και τα μοίραζε στους φίλους του για να τους φέρει σ’ επαφή με τις καινούριες τάσεις από το χώρο της τέχνης, τα καλλιτεχνικά κινήματα, τις ριζοσπαστικές ιδέες που έρχονταν από τον δυτικό κόσμο και που ο ίδιος, με τη δική του διεισδυτική ματιά, μετουσίωνε σε ποίηση, κυρίως, με μοναδική ταυτότητα και χαρακτήρα.
Ο Μαγιακόφσκι έγραφε ποιήματα σαν να σκιτσάριζε εικόνες – δεν είναι τυχαίο ότι και η μορφή των ποιημάτων δεν είναι η συνηθισμένη: οι στίχοι είναι κοφτοί, πολλές φορές αποτελούνται από μία μόνο λέξη, σχηματίζουν «σκάλες» και υποτυπώδη σχήματα, σαν να επιχειρούν με κάποιον τρόπο να εικονογραφήσουν τα νοήματα που εκφράζουν και τις εικόνες που περιγράφουν.Ιδιαίτερα το Παρίσι τον ενθουσίασε – επισκέφθηκε τον Πικάσο στο στούντιό του, παραβρέθηκε στην κηδεία του Μαρσέλ Προυστ, ήρθε σε επαφή με καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής. Όλος αυτός ο κόσμος πέρασε μέσα στο ποίημα Παρίσι με έναν ιδιαίτερα προχωρημένο για την εποχή τρόπο – εξάλλου ο Μαγιακόφσκι ήταν από τους καλλιτέχνες που πάντα ήταν πολύ μπροστά από την εποχή τους. Η πόλη, ο κόσμος της, η κοινωνία της, οι καλλιτέχνες που σχετίστηκαν μαζί της, τα πολιτικά της πρόσωπα και γεγονότα, οι μνήμες και η ιστορία, τα μνημεία και οι πλατείες της αποκτούν μια άλλη διάσταση και υπόσταση μέσα από την ευφυΐα και την πένα του.
Σαν λεπίδι/ είναι το Παρίσι/ κι οι Βρυξέλλες/ κι η Λιέγη/ για έναν Ρώσο/ σαν κι εμένα, διαπιστώνει καθώς ταξιδεύει προς την πόλη στην ενότητα «Πηγαίνω» – ενώ πιο κάτω, στην ενότητα «Η Πόλη»: Πλατεία/ πιο όμορφη/ από χιλιάδες/ κυρίες με κανίς./ Μια τέτοια πλατεία/ αξίζει/ σε κάθε πόλη./ Αν ήμουν στύλος της Βαντόμ,/ θα παντρευόμουνα/ την Place de la Concorde.
Το μακροσκελές ποίημα με τον τίτλο Παρίσι είναι χωρισμένο σε οχτώ ενότητες με τους τίτλους: «Πηγαίνω», «Η πόλη», «Βερλέν και Σεζάν», «Νοτρ-Νταμ», «Βερσαλλίες», «Ζορές», «Αποχαιρετιστήρια (στο καφέ)», «Αποχαιρετισμός». Ξεκίνησε να το γράφει το 1924 και το ολοκλήρωσε στα μέσα περίπου του 1925. Εικόνες από την πόλη, ιστορικά σημεία αναφοράς, πρόσωπα της τέχνης και της πολιτικής εναλλάσσονται σαν κάρτες ενός view master, ενώ ο ποιητής παρατηρεί και σχολιάζει τα πάντα με την οξυδέρκεια ενός πλανόδιου προφήτη, τον οποίο μπορεί και να θεωρούν τρελό όλοι εκείνοι που έχουν μάθει ή συνηθίσει να βλέπουν τα πράγματα και να ζουν με έναν συγκεκριμένο τρόπο: Άνθρωποι,/ από διάφορους τόπους και ράτσες,/ που φτιάχνουν τον κήπο τους με τάξη,/ βλέποντας/ εμένα,/ ζαλισμένο,/ θα πουν:/ ότι έχω τρελαθεί (από την ενότητα «Πηγαίνω»).
Πιστός υποστηρικτής του φουτουρισμού, δεν τον ακολουθούσε ωστόσο εντελώς κατά γράμμα – πατώντας στις βασικές του αρχές, έδινε τις δικές του κατευθυντήριες γραμμές για το πώς ένας φουτουριστής λογοτέχνης θα ήταν σκόπιμο να χειρίζεται το υλικό και τις ιδέες του, αλλά και τη γλώσσα. Παρατηρούσε το κίνημα του φουτουρισμού μέσα από το πρίσμα του καλλιτέχνη που δεν έχει στεγανά και δεν εγκλωβίζεται σε στερεότυπα, και που εκφράζεται με αυθορμητισμό και πρωτογένεια στο έργο του, ενώ παράλληλα έχει κατά νου να κάνει ό,τι είναι δυνατόν ώστε να πηγαίνει την τέχνη που υπηρετεί ένα βήμα παραπέρα.
«Πρέπει», λέει στο Γράμμα για τον Φουτουρισμό, «[ο φουτουριστής λογοτέχνης] να ανταποκρίνεται σε κάθε πρόκληση που τίθεται από τη σύγχρονη εποχή [...], να δίνει προτεραιότητα σε ασυνήθιστες χρήσεις λέξεων [...], να αντικαταστήσει τα συμβατικά μέτρα του ιάμβου και του τροχαίου με την πολυρυθμία της ίδιας της γλώσσας [...]».
Ο φουτουριστής ποιητής σπάει το κατεστημένο – καλλιτεχνικό και κοινωνικό. Βλέπει μπροστά και δεν διστάζει να διαταράξει την τάξη των πραγμάτων, την ησυχία του παρελθόντος, με μια επαναστατική καλλιτεχνική στρατηγική. Κάτι που πηγάζει από μέσα του, όμως, και είναι αυθεντικό – εκφράζει τη δική του εσωτερική ανάγκη για κάτι μοντέρνο και ριζοσπαστικό, κάτι που θα μεταφέρει όλη την ποιητική δημιουργία σε ένα άλλο επίπεδο. Η ποίηση γίνεται κομμάτι της ζωής κι ένα κομμάτι της ζωής βρίσκει έκφραση μέσα από την ποίηση.
Μοβ σύννεφο/ κατέβα στα γρήγορα,/ εμένα/ και το Παρίσι για να βρέξεις,/ μόνο/ να κάνεις γρήγορα/ ν’ ανθίσουνε τα φώτα/ σε όλη τη διαδρομή/ στα Ιλίσια Πεδία./ Τα φώτα ν’ απλώσουνε παντού/ – στο σκοτεινό ουρανό/ και στη βρεγμένη σκόνη./ Στο φως/ ίδια σκαθάρια/ ζουζουνίζουν/ όλα τα είδη/ των αμαξιών (από την ενότητα «Η πόλη»).
Δεν περιορίζεται ωστόσο μόνο στο κοινωνικό και αισθητικό κομμάτι – ένας καλλιτέχνης τόσο πολιτικοποιημένος δεν θα μπορούσε παρά να εντάξει στην ποιητική του σύνθεση και πολιτικό σχολιασμό, ο οποίος ενίοτε εμπεριέχει και την απαραίτητη δόση της ευφυούς και λεπτής ειρωνείας αλλά και του αυτοσαρκασμού, που είναι και χαρακτηριστικά του.
Από αυτόν/ τον δρόμο,/ βιαστικά πήγαιναν στο παλάτι,/ οι αμέτρητοι Λουδοβίκοι/ με ταρακουνημένες/ στις μεταξωτές επίχρυσες καρότσες/ τις υπέρβαρες/ σάρκες τους. [...] Τώρα/ σ’ αυτό το δρόμο/ στο χαρωπό Παρίσι/ βολτάρουν/ με αυτοκίνητα και πλατύ χαμόγελο/ κοκότες,/ μικροί εισοδηματίες,/ Αμερικάνοι/ κι εγώ (από την ενότητα «Βερσαλλίες»).
Ο Μαγιακόφσκι έζησε μόλις 36 χρόνια. Ο θάνατός του, αν και επίσημα αρχειοθετήθηκε ως αυτοκτονία, ουσιαστικά καλύπτεται από μυστήριο: το σημείωμα που άφησε φέρεται να είχε γραφτεί δύο μέρες πριν το θάνατό του, η σφαίρα που βρέθηκε στο σώμα του δεν ταίριαζε με το μοντέλο του όπλου που είχε χρησιμοποιήσει, ενώ γείτονες κατέθεσαν αργότερα ότι στην πραγματικότητα είχαν ακουστεί από το διαμέρισμά του δύο πυροβολισμοί. Όπως και να έχει, η παρακαταθήκη που άφησε στη λογοτεχνία, και την ποίηση ειδικότερα, είναι σπουδαία και ανεκτίμητη. Τα ποιήματά του, προϊόντα της σκέψης μιας μοναδικής ευφυΐας, θα έπρεπε να αποτελούν διαχρονικό σημείο αναφοράς για όποιον επιδιώκει να εκφραστεί μέσα από μια αντισυμβατική μορφή ποίησης. Οι λέξεις παίρνουν και/ή αλλάζουν υπόσταση μέσα από το φίλτρο της προσωπικής ματιάς του καθενός, φτάνει αυτή να είναι αυθεντική και πηγαία. Ο Μαγιακόφσκι έγραφε ποιήματα σαν να σκιτσάριζε εικόνες – δεν είναι τυχαίο ότι και η μορφή των ποιημάτων δεν είναι η συνηθισμένη: οι στίχοι είναι κοφτοί, πολλές φορές αποτελούνται από μία μόνο λέξη, σχηματίζουν «σκάλες» και υποτυπώδη σχήματα, σαν να επιχειρούν με κάποιον τρόπο να εικονογραφήσουν τα νοήματα που εκφράζουν και τις εικόνες που περιγράφουν.
Η μετάφραση είναι πιστή στο πνεύμα και το ύφος των ποιημάτων, και λειτουργεί πολύ καλά στην ελληνική απόδοσή τους. Το βιβλίο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εκάτη, συμπεριλαμβάνει και την πρωτότυπη εκδοχή τους, στα ρωσικά.
Παρίσι
Μανιφέστο του φουτουρισμού
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
Μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη
Εκάτη
88 σελ.
ISBN 978-960-408-198-1
Τιμή: €8,48
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου