ΣΤΗΝ
ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ ΜΑΣ, παλαιότερα, κατοικοῦσαν δύο οἰκογένειες εὔπορων
Λίβυων. Στὸν πέμπτο ὄροφο ἔμεναν ὁ Ὀμρὰν μὲ τὴ γυναίκα του Φάτμα καὶ
τὰ τέσσερα ἀνήλικα παιδιά τους καὶ στὸν πρῶτο ὄροφο, ὁ νεότερος ἀδερφὸς
τοῦ Ὀμράν, ὁ Φὶκρ καὶ ἡ γυναίκα του ἡ Ἀσουάτ, μὲ τὰ ἑφτὰ ἀνήλικα παιδιά
τους. Καὶ οἱ δύο γυναῖκες τῶν οἰκογενειῶν φοροῦσαν μαντίλα μὲ τὴν ἀνάλογη
ἀμφίεση. Ἡ Φάτμα ἦταν ὄμορφη καὶ καλλιεργημένη. Μιλοῦσε καὶ ἀγγλικὰ
καὶ στὴν πατρίδα της εἶχε τελειώσει τὴν Ἰατρική. Ἡ Ἀσουὰτ ἦταν «ζουλάπι»,
ποὺ λέμε. Μάλιστα, μιὰ φορὰ τῆς ἔβαλαν τὶς φωνὲς γιατὶ κρέμαγε στὸ
σκοινὶ ποὺ ἁπλώνουμε τὰ ροῦχα, στὸ μπαλκόνι, κομμάτια κρέατα γιὰ νὰ
ξεραθοῦν, καὶ μετὰ δὲν ξέρω πῶς, νὰ τὰ φάνε!
Καὶ
οἱ δύο οἰκογένειες τῶν Λίβυων ἦταν φασαριόζικοι μὲ τόσα παιδιά.
Παραπονιόμουνα ἔντονα, μ’ ἐνοχλοῦσαν πολύ, ὅταν κοιμόμουν. Εἰδικὰ
αὐτοὶ τοῦ πέμπτου, πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι μου. Ὡστόσο φιλοξενοῦσα τὸν
μεγάλο τους γιὸ κάθε μέρα στὸ σπίτι μου. Ἔκανε παρέα μὲ τὸν δικό μου
γιό. Τοὺς πήγαινα βόλτες σὲ δρώμενα καὶ ἀλλοῦ καί, κυρίως, σὲ ταβέρνες,
γιατὶ καὶ στοὺς δύο ἄρεσε τὸ φαγητό. Ἔτσι περνοῦσαν τὰ χρόνια…
Μέχρι
ποὺ μιὰ μέρα, πρωὶ-πρωὶ (ἦταν 28η Ὀκτωβρίου, γιατὶ ἑτοίμαζα τὸν γιό
μου γιὰ τὴν μαθητικὴ παρέλαση στὸ Σύνταγμα), ἐκεῖ ποὺ τοποθετοῦσα
τὸ σῆμα τοῦ σχολείου στὸ στῆθος του, πάνω στὴ στολή του, ἀκούστηκαν
κραυγὲς καὶ γοερὸ κλάμα ἀπὸ πάνω, στὸν πέμπτο ὄροφο. Ἔδιωξα τὸ παιδὶ
καὶ πῆγα νὰ δῶ τί συνέβαινε. Εἶχε πεθάνει ὁ Ὀμράν ἀπὸ καρδιὰ καὶ ἡ γυναίκα
του ἡ Φάτμα ὀδύρονταν. Εἶχαν μαζευτεῖ, εἰδοποιημένοι ἀπὸ τὶς φωνές
της, ὅλοι οἱ ἔνοικοι τῆς πολυκατοικίας στὸ διαμέρισμά της νὰ τῆς
συμπαρασταθοῦν καὶ νὰ τὴν συλλυπηθοῦν. Σὲ λίγο παρουσιάστηκε καὶ ἡ
συννυφάδα της, ἡ Ἀσουάτ, ἡ Λίβυα τοῦ πρώτου ὀρόφου. Δὲν συλλυπήθηκε
καὶ περιφερόταν μὲ ὕφος κυρίαρχης. Φυσικὰ σχολιάστηκε.
Κάτσαμε
δυὸ-τρεῖς ὧρες, οἱ ἔνοικοι τῆς πολυκατοικίας, στὸν πέμπτο μὲ τὴν Φάτμα.
Μετά, βάση ἑνὸς νόμου ἢ συνήθειας τῆς Λιβύης ποὺ θέλει ὅταν πεθαίνει
κάποιος νὰ τὸν κληρονομεῖ ὁ ἀμέσως μεγαλύτερος ἀδερφός του, χωρὶς
ἀργοπορία, οἱ συγγενεῖς τὴν πέταξαν τὴ χήρα Φάτμα, σὰν τὴν τρίχα ἀπ’
τὸ ζυμάρι, στὸ δρόμο. Τῆς πῆραν τὴν ἐπιχείρηση, τὸ σπίτι, ἕνα αὐτοκίνητο
BMW ποὺ εἶχε ὁ ἄντρας της, τὰ πάντα. Ἀργὰ τὸ μεσημέρι τῆς ἴδιας μέρας
ποὺ πέθανε ὁ ἄντρας της τὴν ἔστειλαν πίσω στὴν Λιβύη, μὲ τὰ τέσσερα
παιδιά της καὶ τρεῖς-τέσσερεις βαλίτσες μόνο ἀπ’ ὅλο το νοικοκυριό
της. Ὅταν τοὺς ἔπαιρνε τὸ ταξὶ ἀπὸ τὴ γειτονιά μας τοὺς κατευοδώσαμε
καὶ τοὺς κουνήσαμε τὸ χέρι μόνο ἐγὼ κι ὁ γιός μου. Οἱ συγγενεῖς τους ποὺ
τόσα τοὺς πῆραν οὔτε ἕνα κατευόδιο δὲν τοὺς ἔδωσαν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου