ΠΟΣΟ
ΚΡΑΤΑ τὸ πρῶτο φιλί; Τὸ Σεπτέμβρη τοῦ 1997 κράτησε 107 ὀρόφους. Πόσο
πολὺ γούσταρα αὐτὸ τὸ κορίτσι. Ἡ καρδιά μου χτυποῦσε δυνατά, ἕτοιμη
νὰ σκάσει καὶ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα. Κι ἐκεῖνο τὸ φιλὶ ἦταν πυρκαγιά.
Ἔσκασε σὰν ἀναμμένο πυροτέχνημα στὸ χέρι σου μὲ ἀνησυχητικὰ κοντὸ
φυτίλι.
Τὴ
γνώρισα σὲ ἕνα πάρτι, πρὶν ἀρχίσει ἡ φρενίτιδα μὲ τὸ διαδίκτυο, σὲ
ἕνα βρόμικο διαμέρισμα στὴν Πὰρκ Ἄβενιου. Μάλιστα, στὴν Πὰρκ Ἄβενιου,
χωρὶς θυρωρό, καμία πολυτέλεια, τὸ τελευταῖο διαμέρισμα-κελεπούρι,
πρὶν οἱ τιμὲς τῶν ἀκινήτων ἐκτοξευθοῦν στὰ ὕψη. Πενήντα ρεμάλια ρουφοῦσαν
φτηνὰ ποτὰ καὶ τσιγαριλίκια καὶ σκέφτονταν ἂν ὑπῆρχε κάτι καλύτερο
νὰ κάνουν.
Ἐκείνη
στεκόταν στὴν ἄκρη τοῦ δωματίου καπνίζοντας ἕνα στριφτό. Ἔπρεπε νὰ
εἶχα καταλάβει τότε ὅτι ἦταν Γαλλίδα. Μὲ πόνεσε τὸ στομάχι μου.
Κρύος ἱδρώτας νότισε τὸ μέτωπό μου.
Ἐκείνη
τὴ στιγμὴ κατάλαβα ὅτι ἦταν ἕνα ἀκόμη βράδυ γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ μετάνιωνα.
Τί σήμαινε αὐτό; Δὲν εἶχα τὰ κότσια νὰ συστηθῶ. Τὴν ἔβλεπα νὰ ζαχαρώνει
ἕναν ἄλλον τύπο. Τὸ μόνο ποὺ μποροῦσα νὰ κάνω ἦταν νὰ παίζω μὲ τὴν τρύπια
φόδρα ἀπὸ τὸ παλιὸ παλτὸ τοῦ παπποῦ μου. Δὲν ἦταν καὶ στὰ καλύτερά
του, ἀλλὰ δὲν ἤθελα νὰ τὸ ἀποχωριστῶ. Καὶ τώρα, ἦταν τὸ στήριγμά
μου. Ἂν δὲν μποροῦσα νὰ παίξω μ’ ἐκείνη, θὰ τὸ ἔκανα μὲ τὸ παλτό μου.
Κι ὅμως μὲ κάποιο τρόπο συνέβη. Δὲν μπορῶ νὰ θυμηθῶ τὸ πώς. Ξαφνικά,
βρέθηκα νὰ τῆς σφίγγω τὸ χέρι, προσπαθώντας νὰ ἀποκωδικοποιήσω τὰ
σπαστὰ ἀγγλικά της. Κι ἔπειτα, ἔψαχνα γιὰ στυλὸ νὰ σημειώσω τὸν ἀριθμό
της.
Κανονίσαμε νὰ βρεθοῦμε πάλι τὴν Τετάρτη. Ἤθελα νὰ τῆς δείξω τὴν πόλη
αὐτὴ ποὺ τόσο ἀγαποῦσα. Εἶχε ἔρθει μόνο γιὰ μιὰ ἑβδομάδα κι ἤθελα
νὰ περάσει μιὰ ἀξέχαστη νύχτα. Ἀλλὰ πῶς; Τετάρτη; Τί νὰ κάναμε;
Ἡ
λύση εἶναι ἁπλὴ ὅταν ἔχεις σύμμαχό σου τὸ Μανχάταν.
Ὑπῆρχε
κάτι νὰ κάνουμε τὴν Τετάρτη. Τὸ ἑστιατόριο Παράθυρο στὸν Κόσμο, τὸ ὁποῖο παλιότερα
φάνταζε ἀποπνικτικὸ κι ὑπερτιμημένο, σωστὸς ἐφιάλτης, τώρα εἶχε
γίνει φίνο. Ἔπαιζαν φανταστικὲς μελωδίες κι ὁ κόσμος ἀποτελοῦνταν
ἀπὸ ὅλων τῶν εἰδῶν τοὺς Νεοϋορκέζους.
Ἡ
πίστα ἦταν γεμάτη μὲ χίπστερς, ξένους, χρηματιστές, σχεδὸν ὅλοι ὅσοι
θὰ ἔβρισκε κανεὶς στὸ τρένο Μανχάταν-Μπρούκλιν.
Κι ἂν ὁ κόσμος δὲν ἔλεγε, ὑπῆρχε ἐννοεῖται καὶ ἡ θέα. Τὰ πρῶτα σκιρτήματα
ἔκαναν τὴν ἐμφάνισή τους, ἐνῶ κοιτούσαμε ἔξω ἀπὸ τὸν γυάλινο τοῖχο.
Ἂν καὶ μπορούσαμε νὰ δοῦμε μόνο γκρὶ σύννεφα, ἡ θέα ἦταν ἀπεριόριστη.
Τῆς σχεδίασα τὴ Νέα Ὑόρκη, τὸ Μανχάταν, τὸ Μπρούκλιν, τὶς γειτονιές
του καὶ τὸ σπίτι μου σὲ μιὰ χαρτοπετσέτα. Σὲ ἀντάλλαγμα, ἐκείνη μοῦ
σχεδίασε τὸ Παρίσι. Μὲ τὸν χορὸ ἤρθαμε πιὸ κοντά.
Ὑπῆρχε
μαγεία καὶ νιώσαμε τὴν ἀνάγκη νὰ δραπετεύσουμε ἀπὸ ἐκεῖ. Ἦταν ὥρα
νὰ ξεχυθοῦμε στοὺς δρόμους.
Φεύγοντας, ψάχνω τὴν γκαρνταρόμπα. Τότε, ὅμως, ἀνοίγει τὸ ἀσανσέρ.
Καὶ εἶναι ἄδειο. Τελείως ἄδειο, οὔτε ψυχή. Τὸ παλτὸ τοῦ παπποῦ μου. Ἡ
γκαρνταρόμπα. Ξέρεις κάτι, σκέφτηκα, εἶναι ἁπλὰ ἕνα ἄθλιο παλτό. Ἁρπάζω
τὸ χέρι της καὶ χιμῶ στὸ ἀσανσέρ.
«Ὅμως…»,
ψελλίζει. Οἱ ματιὲς μας τὴ σταματοῦν. Χείλη ποὺ μαγνητίζονται. Οἱ
πόρτες κλείνουν καὶ ριχνόμαστε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον, καθὼς τὸ ἀσανσὲρ κατρακυλᾶ
πρὸς τὸ λόμπι. 107 ὄροφοι, πιέζονται τὰ αὐτιά, κι ἐμεῖς φιλιόμαστε,
χωρὶς σταματημό. Τὸ μόνο ποὺ μπορῶ νὰ κάνω εἶναι νὰ γελάω. Καὶ γελάω.
Κι ὅμως ἀκόμα φιλιόμαστε.
Ὅταν
οἱ πόρτες ἀνοίγουν, τὸ δροσερὸ ἀεράκι χτυπάει τὰ μάγουλά μας. Ἀπομακρυνόμαστε
γιὰ νὰ πάρουμε ἐπιτέλους ἀνάσα. Ρωτάει γιατί γελοῦσα. Εἶναι ἁπλό.
Τὸ πρῶτο μας φιλὶ ἦταν τέλειο. Ἦταν τόσο τέλειο ποὺ θὰ κρατοῦσε γιὰ πάντα
ἂν ἡ γῆ δὲν ὑπῆρχε.
Δὲν
τὸ ξαναεῖδα ἐκεῖνο τὸ παλτό. Συγγνώμη, παππού.
Τί νὰ κάνουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου