ΤΗΝ
ΕΝΤΕΚΑΤΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ, στὶς 09:30 τὸ πρωί, στάθηκα στὸ δρόμο ἀπέναντι ἀπὸ
τὸ διαμέρισμά μου στὸ Γκρίνουϊτς Βίλατζ, ἀνάμεσα στὸ σιωπηρὸ πλῆθος,
ἀντικρίζοντας τὰ ὑψηλότερα κτίρια στὸ Μανχάταν νὰ φλέγονται καὶ ἔπειτα
νὰ καταρρέουν. Κανεὶς δὲν μίλησε, κανεὶς δὲν φώναξε. Νομίζω πὼς ἐκείνη
ἀκριβῶς τὴ στιγμή, ὅλοι σὲ ἐκεῖνο τὸ πλῆθος κατάλαβαν ὅτι ὁ κόσμος
εἶχε πλέον ἀλλάξει καὶ ὅτι ἡ Νέα Ὑόρκη δὲν θὰ ἦταν ποτὲ ξανὰ ἡ ἴδια.
Στοὺς μῆνες ποὺ ἀκολούθησαν μετὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν τρομακτικὴ ἡμέρα,
μιὰ ἀτμόσφαιρα, ποὺ δύσκολα τὴ χαρακτηρίζει κανεὶς —ἄνθρωποι κάπως
σοκαρισμένοι, κάπως ἀποπροσανατολισμένοι, περίεργα σκεπτικοὶ—
περιέβαλλε τὴν πόλη καὶ ἀκόμα δὲν ἔχει καταλαγιάσει. Ἡ πόλη συχνὰ
νιώθει κενή, μπερδεμένη, ξεριζωμένη. Καὶ τὰ πάντα πνιγμένα σὲ περίεργη
σιωπή: ἡ κίνηση, ὁ θόρυβος, τὸ πλῆθος· ἑστιατόρια, θέατρα, μουσεῖα,
κάποιες φορὲς μισοάδεια, κάποιες φορὲς ἀκόμη καὶ ἐγκαταλελειμμένα.
Καὶ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα κάποιο ἀκαθόριστο στοιχεῖο στὴ ζωὴ μας
μοιάζει σταδιακὰ νὰ χάνεται ἀπὸ αὐτή. Ἕνας ἄντρας, ποὺ κάθε Σάββατο,
ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια, πήγαινε σὲ τζὰζ συναυλίες, πλέον κάθεται σπίτι
τὰ ἀπογεύματα τοῦ Σαββάτου. «Δὲν ξέρω», λέει ἀδιάφορα σηκώνοντας
τοὺς ὤμους. «Δὲν ὑπάρχει πλέον ἴχνος διασκέδασης στὴ διασκέδαση.»
Μιὰ γυναίκα, ποὺ λατρεύει τὶς ταινίες ποὺ ἔχουν γυριστεῖ στὴ Νέα Ὑόρκη,
πλέον κλείνει τὴν τηλεόραση ὅταν προβάλλεται κάποια ἀπὸ αὐτές. «Δὲν
ξέρω», λέει ἀόριστα, «δὲν φαίνεται νὰ ταιριάζουν πλέον μὲ τὴν κατάσταση».
Μιὰ ἄλλη ταράζεται στὴ θέα φωτογραφιῶν μὲ φόντο τὴ Νέα Ὑόρκη. «Τὰ
πάντα», λέει, «θυμίζουν τὸ «πρὶν» καὶ τίποτα ἀπὸ τὸ «πρὶν» δὲν προσφέρει
παρηγοριά».
Ξέρω τί ἐννοοῦν. Ὅλη μου τὴ ζωή, σὲ κάθε εἴδους κρίση, κατέφευγα σὲ
μυθιστορήματα καὶ δοκίμια μὲ ὑπόβαθρο τὴ Νέα Ὑόρκη γιὰ νὰ ἀναζωογονήσω
τὸ ἐξασθενημένο πνεῦμα μου. Ἀλλὰ μετὰ τὴν 11η Σεπτεμβρίου δὲν μπορῶ
νὰ ἀνοίξω οὔτε ἕνα βιβλίο ποὺ διαδραματίζεται στὴ Νέα Ὑόρκη.
Στρέφομαι πρὸς τὰ εὐρωπαϊκὰ μυθιστορήματα, στὴ μεταπολεμικὴ λογοτεχνία
κατὰ προτίμηση. «Κανένας κίνδυνος ἐδῶ», σκέφτομαι μὲ πικρὴ ἱκανοποίηση.
Νόμιζα ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀπέφευγα ἦταν ἡ συναισθηματικότητα, ἀλλὰ ὅπως
ἀποδείχτηκε αὐτὴ δὲν ἦταν ἀκριβῶς ἡ σωστὴ λέξη.
Μιὰ γαλήνια, ξάστερη νύχτα τοῦ Ἰανουαρίου, διέσχιζα τὴ λεωφόρο
Μπρόντγουεϊ, ποὺ ἔμοιαζε νὰ βρίσκεται στὴ δεκαετία τοῦ ἑβδομήντα,
καὶ στὰ μισά τοῦ δρόμου τὸ φανάρι ἄναψε κόκκινο. Σταμάτησα στὴ νησίδα
ποὺ διαχωρίζει τὴ λεωφόρο καὶ ἔκανα αὐτὸ ποὺ κάνουν ὅλοι: κοίταξα
τὸ δρόμο γιὰ νὰ δῶ ἐὰν ἔρχεται κανεὶς ὥστε νὰ περάσω μὲ ἀσφάλεια ἀπέναντι.
Πρὸς ἔκπληξή μου, δὲν ὑπῆρχε καθόλου κίνηση. Οὔτε ἕνα αὐτοκίνητο.
Στάθηκα ἐκεῖ ὑπνωτισμένος ἀπὸ τὴ μεγαλοπρεπῆ καὶ ἔντονη αἴσθηση
κενότητας. Δὲν μποροῦσα νὰ θυμηθῶ οὔτε μιὰ φορὰ —ἐκτὸς ἴσως σὲ περίπτωση
χιονοθύελλας— ποὺ ἡ λεωφόρος Μπρόντγουεϊ δὲν εἶχε ἔστω καὶ γιὰ μιὰ
στιγμὴ κίνηση. Ἔμοιαζε σὰν σκηνὴ ἀπὸ ἄλλη ἐποχή. «Σὰν φωτογραφία
τῆς Μπερενὶς Ἄμπ….» ἄρχισα νὰ σκέφτομαι καὶ ἀμέσως ἡ σκέψη μου διακόπηκε.
Στὴν πραγματικότητα ἀποτραβήχτηκα ἀπὸ αὐτὴ τὴ σκέψη. Εἶδα ὅτι μὲ
τρομοκρατοῦσε καὶ μόνο τὸ νὰ σκεφτῶ «μιὰ σκηνὴ ἀπὸ μιὰ ἄλλη ἐποχή».
Σὰν νὰ ὑπῆρξε ἕνας ὀλέθριος χωρισμὸς ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ τὸ δικαίωμα
νὰ λαχταρῶ τὴ Νέα Ὑόρκη ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ζωντανὴ σὲ μιὰ φωτογραφία
τῆς Μπερενὶς Ἄμποτ. Τὸ φανάρι ἄναψε πράσινο καὶ ἐγὼ παρέμεινα στὴ
νησίδα, ἀνίκανος νὰ κατέβω τὸ πεζοδρόμιο καὶ νὰ μπῶ σὲ μιὰ σκέψη ποὺ
ἀνῆκε σὲ μιὰ γαλήνη ἡ ὁποία πλέον φαίνεται νὰ ἔχει χαθεῖ γιὰ πάντα:
μιὰ γαλήνη ποὺ πίστευα πὼς ἦταν ἀνέκαθεν δικαίωμά μου.
Ἐκείνη
τὴ νύχτα συνειδητοποίησα ποιὸ εἶναι τὸ στοιχεῖο ποὺ ἀργοσβήνει ὅλο
αὐτὸ τὸ διάστημα ἀπὸ αὐτὴ τὴ θλιβερή, σοκαρισμένη ἐποχή: ἡ νοσταλγία.
Καὶ ἔπειτα συνειδητοποίησα ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔλειπε ἀπὸ τὴν καρδιὰ τῶν
εὐρωπαϊκῶν μυθιστορημάτων ποὺ διάβαζα, δὲν ἦταν τὸ συναίσθημα, ἀλλὰ
ἡ νοσταλγία. Αὐτὴ ἡ κρύα, ἀμιγὴς σιωπὴ στὴν καρδιὰ τῆς μοντέρνας εὐρωπαϊκῆς
πεζογραφίας εἶναι ἡ ἀπουσία τῆς νοσταλγίας: διαθέσιμη μόνο σὲ ἐκείνους
ποὺ στέκονται στὸ τέλος τῆς ἱστορίας χωρὶς λαχτάρα ἢ λύπη, ἀντιμετωπίζοντας
τὰ πράγματα ὅπως ἔχουν. Τὸ παρὸν εἶναι τόσο σκληρό, ποὺ γιὰ τοὺς συγγραφεῖς
ἡ παρηγοριὰ πηγάζει μόνο μέσα ἀπὸ μιὰ ἀπογυμνωμένη πεζογραφία,
ποὺ τιμᾶ τὴ σκληρότητα αὐτὴ μὲ ἀπόλυτη προσήλωση στὸ παρόν. Ὅπως τὸ
σκέφτομαι, αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη διαφορὰ μεταξύ τοῦ τί ἐννοοῦν οἱ Ἀμερικάνοι
μὲ τὸν ὄρο «μεταπολεμικὴ λογοτεχνία» καὶ τί ἐννοοῦσε ὁ ὑπόλοιπος
κόσμος. Μιὰ διαφορά, ποὺ ὅπως τὸ σκέφτομαι πάλι, θὰ μποροῦσε ἴσως κάποιος
νὰ ἀντιληφθεῖ μόνο τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ ἦταν ἕτοιμη νὰ ἐξαφανισθεῖ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου