ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΑΙΘΟΥΣΑ βρίσκονται
στοιχισμένα τὸ ἕνα πίσω ἀπ΄τὸ ἄλλο, ἑκατοντάδες, χιλιάδες τραπέζια.
Πάνω σὲ κάθε τραπέζι μιὰ γραφομηχανή. Σὲ κάθε τραπέζι κάθεται ἕνας
ἄνθρωπος.
Κατὰ
ἑκατοντάδες, κατὰ χιλιάδες, γράφουμε ἀναφορές, ἱστορίες καὶ μύθους
γιὰ τὸν Κύριο καὶ Ἀφέντη Μας. Εἴμαστε οἱ γραφιάδες τοῦ Βασιλιᾶ. Κάθε
τόσο περνᾶ ἕνας ὑπηρέτης γιὰ νὰ μαζέψει τὶς γραμμένες σελίδες. Αὐτὸ
δὲν σημαίνει ὅτι ὁ Κύριός μας τὶς διαβάζει ὅλες. Ἀντιθέτως, μερικοὶ
ἀπὸ μᾶς συνεχίζουν νὰ γράφουν μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ χωρὶς ὁ Κύριος καὶ Ἀφέντης
μας νὰ ἔχει διαβάσει ἀπ΄ αὐτὰ οὔτε μιὰ ἀράδα.
Εἴμαστε
οἱ γραφιάδες τοῦ Βασιλιᾶ. Κι ἐγὼ βρίσκομαι ἐδῶ, γιὰ νὰ γράφω, πολλὰ
χρόνια. Μπροστά μου, ἔχοντας γυρισμένη τὴν πλάτη του, δουλεύει ὁ Ἀντώνιο
Σκοκκιάρι, κοινωνιολόγος, ἐπιφορτισμένος νὰ γράφει τὶς ὁμιλίες
τῶν κυρίων ὑπουργῶν· ἀριστερά, ὁ Γκέλμο Βάισχορν, εἰσηγητής, ψυχρὸς
κι ἐπιφυλακτικός· δεξιά, ὁ Καθηγητὴς Μίρο Καστενέντολο, ἱστορικός·
πίσω μου, ὁ Ἀσκάνιο Ἰντελικάτο, ποιητὴς – ὁ θεὸς νὰ τὸν ἔχει καλά.
Ξαφνικά, κλάκ, ἡ γραφομηχανή μου ἔκανε ἕναν δυνατὸ κρότο, μιὰ
κόκκινη λαμπίτσα ἄναψε πάνω ἀπὸ τὸ πληκτρολόγιο κι ὅλοι γύρισαν νὰ
μὲ κοιτάξουν.
Γύρισαν
ὅλοι νὰ μὲ κοιτάξουν, γιατί αὐτὸς ὁ κρότος καὶ αὐτὴ ἡ κόκκινη λαμπίτσα
σήμαιναν τὴν καταδίκη μου. Ἀπὸ κείνη τὴ στιγμή, λόγῳ ἀνεξιχνίαστης
βουλῆς τοῦ Ἀφέντη Μας, ἐγὼ ἔπρεπε νὰ συνεχίσω νὰ γράφω ἀσταμάτητα,
ἂν ἑξαιρέσεις τὶς πολὺ σύντομες παύσεις ποὺ ἀπαιτοῦνται γιὰ τὶς σωματικὲς
ἀνάγκες. Ἂν σταματοῦσα, θὰ ἐρχόταν ὁ θάνατος.
Ἄραγε,
μὲ ποιόν τρόπο μὲ εἶχαν κοιτάξει οἱ σύντροφοί μου; Μὲ λύπη ἢ μὲ φθόνο; Ἤμουν
στὴν πραγματικότητα καταδικασμένος ἢ ἐπιλεγμένος;
Στὴ
γλώσσα μας ἡ «κλήση» εἶναι ἕνας βαρυσήμαντος τίτλος. Συμβαίνει σπάνια.
Ἐδῶ καὶ ἐννιὰ χρόνια, γιὰ παράδειγμα, κανεὶς δὲν ἔχει πάρει αὐτὸν τὸν
τίτλο στὴν αἴθουσά μας· καὶ κανεὶς δὲν τὸν ἔχει διατηρήσει πάνω ἀπὸ
πέντε χρόνια.
Ἡ
«κλήση» ἀφορᾶ, σχεδὸν πάντα, γραφιάδες κάποιας ἡλικίας. Σπανίζει
στοὺς νέους. Ἀκριβῶς γι΄ αὐτὸ τὸ λόγο πολλοὶ θεωροῦν ὅτι δὲν πρόκειται
γιὰ τιμωρία, ἀλλὰ γιὰ ὑψηλὴ διάκριση ἀπὸ μέρους τοῦ Κυρίου Μας
πού, ἔχοντας μιὰ ἰδιαίτερη ἀγάπη γιὰ τὸ ἔργο ἑνὸς συγκεκριμένου
γραφιά, ἀπὸ φόβο μὴν ζητήσει σύνταξη καὶ ἐγκαταλείψει τὴ δουλειά, τὸν
κρατάει μὲ τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου.
Ἄλλοι,
ἀντίθετα, πιστεύουν ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ θετικὴ ἀποτίμηση, ἀλλὰ
ἁπλῶς γιὰ κάποιο ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ καπρίτσια πού, καμιὰ φορά, ἀρέσουν
στοὺς ἰσχυρούς. Πραγματικά, ὑπάρχουν παλιὲς περιπτώσεις γραφιάδων
ποὺ «κλήθηκαν», ἂν καὶ δὲν εἶχαν παρὰ μέτρια προσόντα.
Ἀντικρουόμενες
ὡστόσο εἶναι οἱ ἀπόψεις σχετικὰ μὲ τὶς συνέπειες ποὺ προκαλεῖ ἡ
«κλήση». Ἄλλοι πιστεύουν ὅτι ἡ ἀπειλὴ τοῦ θανάτου —ποὺ ἔρχεται στὴν
περίπτωση ποὺ σταματήσεις νὰ ἐργάζεσαι— θολώνει τὸ νοῦ καὶ μειώνει
τὴ ζωτικότητα, ὥστε μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ὁ ἄνθρωπος νὰ σπάει, νὰ σταματάει
νὰ γράφει καὶ νὰ ἐγκαταλείπεται στὴ μοίρα του. Ἄλλοι, ἀντίθετα, ὑποστηρίζουν
ὅτι ἡ μοιραία ἀλλαγὴ ἐρεθίζει καὶ πολλαπλασιάζει τὶς προσπάθειες,
φέρνοντας μιὰ καινούργια νιότη· ἔτσι ὁ διαλεγμένος ἀντέχει γιὰ μιὰ
μακρὰ περίοδο γράφοντας ἀναφορές, ἱστορίες καὶ μύθους μὲ ὁλοένα
μεγαλύτερη ἀρτιότητα.
Μά, ἂν ὁ γραφιὰς σταματήσει, πῶς ἔρχεται ὁ θάνατος; Ὅταν οἱ δυνάμεις
μου λιγοστέψουν, μὲ ποιόν τρόπο θὰ πεθάνω; Τὸ πράγμα εἶναι ἀβέβαιο.
Συνήθως ἀποκλείεται ἡ ἐπέμβαση τοῦ δήμιου τῆς αὐλῆς. Κανένας βίαιος
θάνατος. Μᾶλλον φαντάζεται κανεὶς ἕνα θλιβερὸ τέλος ἀπὸ ἀσιτία, ἀφοῦ
ὁ δυστυχὴς δὲν θὰ ἔχει πιὰ τὴν εὔνοια τοῦ Κύριου καὶ Ἀφέντη, δηλαδὴ τὸ
μοναδικὸ λόγο ὕπαρξής του.
Ὑπάρχει,
ἐπίσης, καὶ μιὰ ἄλλη θεωρία. Ἴσως ὁ θάνατος νὰ μὴν εἶναι παρὰ μιὰ
πλατωνικὴ ἀπειλή. Ἴσως ὁ γραφιὰς νὰ σταματάει νὰ δουλεύει, ὁ Ἄρχοντας
νὰ τὸν συγχωρεῖ, καί, ἐν ἀγνοίᾳ ὅλων νὰ τοῦ ἀπονέμει ἀκόμη κι ἕνα ἔπαθλο.
Ἀφελεῖς οὐτοπίες.
Ἡ
γραφομηχανή μου ἔκανε ἕνα κρότο, ἡ κόκκινη λαμπίτσα ἄναψε. Ὅλοι
γύρισαν νὰ μὲ κοιτάξουν.
Μόνο
ἐγώ, μὲς στὴν τεράστια αἴθουσα, «κλήθηκα». Ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα νὰ σχολάσουμε
ἀπὸ τὴ δουλειά, ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ φύγουν· ἐγὼ θὰ συνεχίσω νὰ γράφω, νὰ
γράφω ὣς τὴν πιὸ βαθιὰ νύχτα. Καὶ τὴν αὐγή, ὕστερα ἀπὸ ἕνα σύντομο ὕπνο
πάνω σε ἕνα αὐτοσχέδιο κρεβάτι, φτιαγμένο σὲ μιὰ γωνιὰ ἀπὸ τὸν φύλακα,
θὰ ξαναρχίσω τὴ δουλειά. Ποτέ ξανὰ μιὰ μέρα ἀνάπαυσης, ποτέ ξανὰ διακοπές.
Κι ἂν μιὰ μέρα δὲν τὰ καταφέρω νὰ συνεχίσω, καὶ ἐγκαταλείψω ὁριστικὰ
τὸ πληκτρολόγιο, αὐτὸ θὰ ἦταν τὸ τέλος.
Ὁ
καθηγητὴς Καστενέντολο, ὁ ἱστορικὸς ποὺ δουλεύει δίπλα μου, εἶναι
πιὰ γέρος καὶ μὲ ἀγαπάει.
«Μὴν
τὸ βάζεις κάτω», λέει. «Ἀφοῦ σὲ φώναξε ὁ Ἀφέντης Μας, αὐτὸ σημαίνει ὅτι
σοῦ ἔχει μεγάλη ἐκτίμηση.»
«Μά, δὲν μπορῶ νὰ φύγω πιὰ ἀπὸ ἐδῶ, τὸ καταλαβαίνεις; Ἐσεῖς σὲ
λίγο θὰ γυρίσετε σπίτι σας, θὰ ξαναδεῖτε τοὺς ἀγαπημένους σας, μπορεῖτε
νὰ ξεσκάσετε, νὰ γελάσετε, νὰ διασκεδάσετε, νὰ τριγυρνᾶτε στὰ δάση
καὶ στὰ λιβάδια. Ἐγώ, ὅμως, ὄχι. Ἐγὼ μόνο θὰ γράφω, θὰ γράφω. Μέχρι
πότε θὰ ἀντέξω;»
«Ποιός ξέρει; Ἴσως ὁ Κύριος καὶ Ἀφέντης Μας, ἐνθουσιασμένος ἀπὸ
αὐτὰ ποὺ γράφεις, νὰ κατέβει ἐδῶ νὰ σὲ βρεῖ καὶ νὰ σὲ προσκαλέσει σὲ ἕνα
ἀπὸ τὰ θρυλικά του γλέντια. Γιὰ κάποιο λόγο διαφέρεις ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλιῶς
δὲ θὰ σὲ “καλοῦσε”. Γιὰ σκέψου καὶ μένα. Εἶμαι ἱστορικός, γέρος καὶ
κουρασμένος, σήμερα ἔβαλα τελεία στὴν πραγματεία μου πάνω στὶς δυαρχίες
τοῦ ὕστερου Μεσαίωνα, ποὺ θὰ εἶναι καὶ ἡ τελευταία μου δουλειά, ἀφοῦ
αὔριο, ὅπως ξέρεις, βγαίνω στὴ σύνταξη. Παρ΄ ὅλα αὐτά σε ζηλεύω. Ἀποχωρῶ
ἀπὸ τὴ δουλειὰ ἄσημος κι ἐγκαταλελειμμένος, γνωρίζω καλὰ ὅτι ὁ Κύριος
καὶ Ἀφέντης ἀγαπᾶ διηγήματα σὰν τὰ δικά σου καὶ δὲν τὸν ἐνδιαφέρει
ἡ ἱστορία.» (Πράγμα ποὺ δὲν εἶναι ἀλήθεια· ἀντιθέτως μοῦ φαίνεται ὅτι
τὰ τελευταῖα χρόνια εἶναι παθιασμένος μὲ τὴν ἱστορία σὲ τέτοιο
βαθμὸ ποὺ δὲ διαβάζει σχεδὸν τίποτε ἄλλο.)
Σύντομες κουβέντες. Δὲν μποροῦμε νὰ χαλαρώσουμε περισσότερο.
Σημασία ἔχει νὰ γράφεις, νὰ γράφεις: αὐτὸς ἱστορία, ἐγὼ ἄχρηστα παραμύθια.
Ἀλλὰ σὲ λίγο αὐτός, ὁ Καστενέντολο, θὰ φύγει, ἐνῶ ἐγὼ θὰ συνεχίσω
νὰ δουλεύω.
Τὸ
φῶς τοῦ πρωινοῦ λιγοστεύει σιγὰ- σιγὰ καθὼς βραδιάζει. Ντάν! τὸ καμπανάκι
σημαίνει τὸ τέλος τοῦ ὡραρίου.
Ἑκατό,
χίλιοι συνάδελφοι γραφιάδες ποὺ βρίσκονται γύρω μου σταματοῦν νὰ χτυπᾶνε
τὰ πλῆκτρα ταυτόχρονα, σηκώνονται, βάζουν τὸ πλαστικὸ κάλυμμα στὴν
μηχανή τους καὶ προχωροῦν πρὸς τὴν ἔξοδο σὰν μελαγχολικοὶ μέρμηγκες,
ρίχνοντάς μου κλεφτὲς ματιές· ἐγώ, ἀντίθετα, μένω.
Ἀκόμη
κι ὁ καθηγητὴς Καστενέντολο ἔχει σηκωθεῖ· μὲ κοιτᾶ καὶ χαμογελᾶ ὅλο
καλοσύνη:
«Σὲ
χαιρετῶ, ἀγαπητέ μου φίλε, αὐτὸ εἶναι τὸ τελευταῖο βράδυ ποὺ εἴμαστε
μαζί. Μὴ φοβᾶσαι. Ἐσὺ εἶσαι ὁ ἐκλεκτός, ὁ ξεχωριστός. Ἐγὼ φεύγω στὸ
σκοτάδι, τώρα πιὰ τὸ μόνο ποὺ χρειάζομαι εἶναι ξεκούραση.»
Βγάζει ἀπὸ τὸ συρτάρι τὸ πλαστικὸ κάλυμμα, τὸ ἁπλώνει, τὸ τεντώνει
γιὰ νὰ τοῦ δώσει τὸ σχῆμα τοῦ θόλου καὶ νὰ σκεπάσει τὸ ἐργαλεῖο τοῦ συνομολογούμενου
μόχθου.
Κλάκ, κλάκ, δυὸ φορὲς ἕνας ξερὸς καὶ μοχθηρὸς χτύπος βγαίνει ἀπὸ
τὴ μηχανὴ τοῦ Καστενέντολο. Καὶ πάνω ἀπὸ τὸ πληκτρολόγιο ἀνάβει ἡ
κόκκινη λαμπίτσα. «Κληθείς» κι αὐτός, ἀκριβῶς τὴν ὕστατη στιγμὴ τῆς
καριέρας του.
Μένει
ἐκεῖ, ἀποσβολωμένος. Ἔχει γίνει ἄσπρος σὰν τὸ κερί. Ἀλλά, κατεβάζει
ἀργὰ τὸ πλαστικὸ κάλυμμα, τὸ ἁπλώνει μὲ προσοχὴ πάνω στὴ μηχανὴ καὶ
ἰσιώνει τὴν τσάκιση.
Μὲ
κοιτάει ἀκόμη μιὰ φορά.
«Δὲν
γίνεται, ὄχι. Γειά σου. Δὲν ἀντέχω ἄλλο. Ὅ,τι θέλει ἂς γίνει.»
Βγῆκε
ἀπ΄τὴν αἴθουσα τελευταῖος, βαδίζοντας πρὸς τὸ πεπρωμένο του.
Ἔμεινα
μόνος μέσα στὴ βαθιὰ σιωπή. Ἄναψα τὴ λάμπα. Καὶ στὸ ἀμυδρὸ φῶς, περικυκλωμένος
ἀπ΄τὸ σκοτάδι, γράφω, γράφω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου