ΞΑΠΛΩΣΑ
ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ, ἀλλὰ ἡ σιέστα μου ἐπεφύλασσε ἕναν φρικτὸ ἐφιάλτη. Φωτιὰ
παντοῦ καὶ καπνὸς νὰ καλύπτει τοὺς πεζοὺς ποὺ τρέχουν δίχως καὶ οἱ ἴδιοι
νὰ ξέρουν πρὸς τὰ ποῦ, μετατρέποντάς τους σὲ γκρίζα ἀγάλματα. Χάος σὲ
γῆ καὶ οὐρανό. Δὲν ἤξερα τί νὰ κάνω ἐμπρὸς στὸν τρόμο τῶν εἰκόνων ποὺ
διαδέχονταν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη μπροστὰ στὰ μάτια μου. Νὰ συνεχίσω νὰ παρακολουθῶ
τοὺς ἀνθρώπους πού, γαντζωμένοι στὰ παράθυρα, ζητοῦν βοήθεια ἢ νὰ
τρέξω νὰ ἠρεμήσω τὰ παιδιὰ ποὺ κλαῖνε ὄντας καὶ αὐτὰ μάρτυρες τοῦ τρόμου;
Ἀπὸ
ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὅλα ἀλλάζουν. Οἱ ἀντιλήψεις μας, οἱ φιλίες, οἱ ἐλπίδες,
ἡ ἐμπιστοσύνη καὶ ὁ συναισθηματικὸς χάρτης ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἡ ἀνθρωπότητα ἔχει ἀλλάξει διὰ παντός. Τρόμος, ἐπιθέσεις καὶ ἀπειλὲς
παντοῦ. Πόλεμοι, ἱεροὶ καὶ μή, ἀπὸ φανατισμὸ ἢ γιὰ ἐκδίκηση.
Δὲν
ἐμπιστεύομαι πιὰ κανέναν καὶ κανεὶς δὲν ἐμπιστεύεται ἐμένα οὔτε
καὶ θὰ μὲ ἐμπιστευτεῖ ποτέ. Ὅλοι μετατραπήκαμε σὲ πιθανοὺς ὑπόπτους
καὶ ἐνδεχόμενους φανατικούς. Τὰ παιδιὰ δὲν εἶναι πιὰ τὰ ἴδια, δὲν κάνουν
ὄνειρα οὔτε παίζουν ὅπως παλιά.
Ὅμως
δὲν ἦταν ὄνειρο. Εἶχα ξαπλώσει στὸν καναπὲ τοῦ σαλονιοῦ καί, ἀνοίγοντας
τὰ μάτια, ἀντίκρισα στὶς εἰδήσεις εἰκόνες φρικαλέες. Νόμιζα πὼς ὀνειρευόμουν,
ἀλλὰ δὲν ἦταν ἀλήθεια. Μόλις εἶχαν ἐπιτεθεῖ στοὺς Δίδυμους Πύργους
τῆς Νέας Ὑόρκης.
Ἀκόμη
δὲν εἶμαι σίγουρη ἂν ἦταν ἀλήθεια ἢ ἂν εἶχα παραισθήσεις. Δὲν εἶμαι
σίγουρη ὅτι ἡ ὠμὴ πραγματικότητα δὲν ἔγινε ἕνα μὲ τὸ μεσημεριανό
μου ἐφιάλτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου