Ο ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ 8ης τάξεως Ἐφραὶμ
Γκριγκόριεβιτς Φεζένκοφ δὲν ἄργησε νὰ φτάσει στὴν ἥττα του· κανεὶς δὲν
ἀργεῖ. Ἐπὶ τριάντα συναπτὰ ἔτη ἐξύφαινε τὶς ἐπιθυμίες του στὴ σκόνη
νομαρχιακῶν χαρτιῶν, ὑπηρεσιακῶν δελταρίων, πρωτοκολλημένων ἐγγράφων,
διοικητικῶν πράξεων καὶ πειθαρχικῶν ἀποφάσεων τοῦ διοικητικοῦ
συμβουλίου· τὶς νύχτες ξήλωνε τὰ πάντα. Ἡ αἴσθηση τῆς κουρασμένης
ὑποταγῆς ποὺ στροβιλιζόταν στὶς συζητήσεις του στὸ γραφεῖο, μὲ συναδέλφους
παραζαλισμένους καὶ ἀκραιφνῶς εὐπειθεῖς, στὴ φειδωλὴ γοητεία τοῦ
καφὲ «Μαγικὸ Λυχνάρι» γινόταν μιὰ φορτισμένη στιγμὴ ἐγγύτητας μὲ ἀνθρώπους
ἄλλης ὑφῆς. Ποτέ του δὲν ἔγραψε κάτι περισσότερο ἀπὸ διοικητικὲς
παραγγελίες καὶ γνωμοδοτήσεις τοῦ ἀνώτατου γραφείου. Ἦταν ἕνας
γραφιὰς δίχως νὰ γράφει. Τὸ χέρι του κυλοῦσε πάνω στὶς στεγνὲς λέξεις
τῆς ὑπαλληλικῆς διαλέκτου μὲ τρόπο ἀνίσκιο καὶ πικρό. Πίνοντας κονιὰκ
καὶ κάποιες φορὲς βότκα σὲ ψηλὸ ποτήρι, ξεκοκάλιζε τὰ περιοδικὰ
«Ξυπνητήρι», «Θεατής», «Μόσχα» καὶ «Θραύσματα» ποὺ μόνο στὸ «Μαγικὸ
Λυχνάρι» μποροῦσε νὰ βρεῖ κανεὶς ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες. Ζοῦσε διὰ τῆς ἀνάγνωσης.
Μὲ τὸν καιρὸ ἔγινε ἄξιος καρπωτὴς ἱστοριῶν ποὺ δὲν γνώριζε πὼς συνέβαιναν
στὴν πόλη του. Πόλη βαριὰ κι ἀναμμένη σὰν μαγκάλι. Τὸ πρωὶ καθόταν
πάλι στὸ γραφεῖο του καὶ βουτοῦσε ἀδιάφορα τὴν κρατικὴ σφραγίδα στὸ
μελάνι· τὴν ἔπνιγε.
Τίποτα
δὲν θὰ ἄλλαζε τὴ γεωμετρία τῆς ζωῆς του, ἂν ἐκεῖνο τὸ χειμώνα τοῦ
1897 δὲν τύχαινε νὰ γνωρίσει τὸν Ἄντον Τσέχωφ γιὰ τὸν ὁποῖο τόσα πολλὰ
εἶχε ἀκούσει καὶ διαβάσει.
Τὸ πυκνὸ μούσι, τὰ θολὰ ματογυάλια, τὸ
τσίμπημα θλίψης στὰ μάτια, ἐκεῖνος ὁ λεπτοφυὴς κόμπος τοῦ παπιγιόν·
ὅλα, ὅλα πάνω σε αὐτὸν τὸν ἄνδρα ἦταν φτιαγμένα γιὰ παρατήρηση. Τὰ
δαχτυλίδια τῶν μαλλιῶν του στὸ μέτωπο ποὺ κατάφερναν νὰ ξεφεύγουν διαμαρτυρόμενα
ἀκόμη καὶ ὅταν φοροῦσε τὸ καπέλο του, τὸ κολάρο τοῦ πουκαμίσου πάντοτε
καθαρὸ καὶ στητὸ σὰν ὁδόφραγμα ἀναπνοῆς. Ὁ λεπτὸς καὶ εὐγενὴς τρόπος
τῆς ὁμιλίας του. «Λοιπόν, γιατρὲ ἐσεῖς τί λέτε;», «Μά, καλέ μου Πετρούσκα
οἱ ἄνθρωποι δὲν προσέχουν ἂν εἶναι χειμώνας ἢ καλοκαίρι, ὅταν εἶναι
εὐτυχισμένοι». Ή, ἄλλες φορές, ἔγερνε πρὸς τὸ συνομιλητή του καὶ μ’
ἕνα ρίγος πίστης ἀποφαινόταν: «Δὲν ὑπάρχει τίποτε καινούργιο στὴν
τέχνη, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ταλέντο».
Ποτὲ
ἄλλοτε τὸ φορτίο τοῦ γραφείου δὲν φάνηκε στὸν Ἐφραὶμ Γκριγκόριεβιτς
Φεζένκοφ τόσο ἐνθαρρυντικό. Βρισκόταν μονίμως σὲ κατάσταση ἐγρήγορσης.
Ἕνα ἡλιοτρόπιο σὲ ἄνθηση.
Μά,
ἐκεῖνο τὸ βράδυ – ἄχ, ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Τίποτα δὲν ἦταν ὅπως τὶς ἄλλες
φορές. Τὸ σῶμα τοῦ Τσέχωφ εἶχε κάτι τὸ ἀποπεμπτικό – μιὰ κλίση τοῦ κεφαλιοῦ
του πρὸς τὰ δεξιὰ ἔδινε στὰ μάτια καὶ τὸ στόμα τοῦ μιὰ αἴσθηση ἐπείγοντος.
Λὲς καὶ κάτι βαθιὰ διανοητικὸ τὸν βασάνιζε καὶ τὸν μαδοῦσε. Τὰ χέρια
τρίφτηκαν πάνω στὸ λεπτὸ ὕφασμα τοῦ παντελονιοῦ. Ἡ ἀνάσα του σκαρφάλωνε
στὸ γιλέκο μὲ δυσκολία. Σχεδὸν πνιγόταν. Καὶ τότε κοιτώντας τὸ παράθυρο
τοῦ «Μαγικοῦ Λυχναριοῦ» μὲ τὶς τραβηγμένες μὸβ κουρτίνες γύρισε πρὸς
τὸν δύστυχο Ἐφραίμ, πρώτη φορὰ τὸ ἔκανε αὐτό, καὶ τοῦ εἶπε συνωμοτικά:
«Τί ὑπέροχος καιρὸς σήμερα! Δὲν μπορῶ νὰ ἀποφασίσω: νὰ φτιά
ξω τσάι ἢ νὰ κρεμαστῶ;».
Στὸ
δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς γιὰ τὸ σπίτι ὁ Ἐφραὶμ Γκριγκόριεβιτς Φεζένκοφ ἔνιωθε
τὸ φορτίο τῆς σάρκας του νὰ βαραίνει κάθε του βῆμα. Οἱ φτελιὲς ἔστελναν
ἀρώματα ἄνοιξης, τὸ φεγγάρι μουρμούριζε, οἱ σκιὲς ἔπεφταν σὰν βρεγμένα
φύλλα· ἦταν ἕνας ὑπέροχος καιρός. Πόσο ἀληθινὰ ὑπέροχος.
Μά, καὶ πόσο κομψὸ εἶναι νὰ τυραννιέται κανεὶς ἀπὸ τέτοια διλήμματα.
Ἐκεῖνο ἢ τὸ ἄλλο; Μπρὸς ἢ πίσω; Ἐλεύθερος ἢ μήπως…
Ὁ Ἐφραὶμ
δὲν εἶχε ποτέ του διλήμματα. Οὔτε καὶ τώρα. Ὁ δικός του δρόμος ἦταν
φτιαγμένος χωρὶς ἐπιστροφή. Κοντοστάθηκε κάτω ἀπὸ ἕναν φανοστάτη,
σκούπισε τὸν ἱδρωμένο αὐχένα του μὲ τὸ μαντίλι του καὶ αἴφνης συνειδητοποίησε
πὼς ποτὲ στὴ ζωή του δὲν εἶχε πιεῖ γουλιὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ μαυροζούμι ποὺ
οἱ ἄλλοι μὲ χάρη περίμεναν νὰ βράσει στὸ σαμοβάρι. Τὸ λοιπόν: νὰ φτιάξει
τσάι ἢ νὰ κρεμαστεῖ; Πόσο εὔκολο ἦταν νὰ ἀποφασίσει ὅταν ἄνοιξε τὴν
πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του, πέταξε τὸ σακάκι του στὸ πάτωμα καὶ ἔλυσε τὸν
κόμπο τοῦ παπιγιόν του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου