ΣΕ ΚΑΠΟΙΑ ΧΩΡΑ ἡ ποινὴ τοῦ θανάτου
ἐκτελεῖται μὲ ἰδιαίτερη λεπτότητα. Ἰδοὺ ἕνα παράδειγμα:
Ὅταν
ἔρθει ἡ στιγμὴ νὰ ἐκτελεστεῖ ἡ δικαστικὴ ἀπόφαση, πρὶν ἀκόμη τοῦ
κοινοποιηθεῖ ἡ ἡμερομηνία ἐκτέλεσης, ὁ δράστης —ἂς ὑποθέσουμε ὅτι
ὀνομάζεται Ἐρνέστο Τρόλ, εἶναι ταπετσιέρης κι ἔχει σκοτώσει τὴ σύζυγό
του μὲ δηλητήριο—, ὁδηγεῖται δίχως χειροπέδες στὴν Διεύθυνση τῶν
Φυλακῶν.
Ἐδῶ
τὸν βάζουν νὰ καθίσει στὸ γραφεῖο τοῦ διευθυντῆ σὲ μιὰ ἀναπαυτικὴ
πολυθρόνα, τοῦ προσφέρουν τσιγάρο, καφέ, καραμέλες, κι ὕστερα οἱ
φύλακες βγαίνουν, ἀφήνοντας μόνους διευθυντὴ καὶ καταδικασμένο.
Ὁ
διευθυντὴς ξεκινᾶ νὰ μιλάει:
«Λοιπόν, κύριε Τρόλ, καταδικαστήκατε σὲ θάνατο. Ὅμως εἶναι
καθῆκον μου νὰ σᾶς καθησυχάσω· νὰ σᾶς πληροφορήσω δηλαδὴ ὅτι, κατὰ
κάποιον τρόπο, πρόκειται γιὰ μιὰ ποινὴ μᾶλλον θεωρητική.»
«Θεωρητική;»
«Ἀκριβῶς.
Θεωρητική. Διότι ὁ θάνατος, στὴν πραγματικότητα, δὲν ὑπάρχει.»
«Τί ἐννοεῖται δὲν ὑπάρχει;»
«Ἐννοῶ
δὲν ὑπάρχει ὡς ποινή, ὡς τιμωρία, ὡς τραγικὸ γεγονός, πηγὴ φόβου καὶ
ἀγωνίας. Πάνω σὲ αὐτὸ τὸ θέμα κυριαρχοῦν, παντοῦ στὸν κόσμο, ἀνόητες
προκαταλήψεις. Ἂς ἀφήσουμε κατὰ μέρος τὸ σωματικὸ πόνο πού, τουλάχιστον
στὴν περίπτωσή σας, κύριε Τρόλ, εἶναι ἀνύπαρκτος, λόγῳ τῆς ἀρτιότητας
τῶν ἐξοπλισμῶν μας.» Ἕνα μικρὸ διπλωματικὸ χαμόγελο. «Γιὰ τὸν ἠθικὸ
πόνο μιλῶ, ποὺ φοβᾶται κανεὶς ἄδικα, ὅπως ἐλπίζω νὰ μπορέσω νὰ σᾶς
πείσω.
»Γιὰ νὰ δοῦμε, λίγο: γιατί ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται νὰ πεθάνει; Ἡ ἀπάντηση
εἶναι ἁπλούστατη. Φοβᾶται γιατί μετὰ ἀπὸ τὸ θάνατό του δὲν μπορεῖ νὰ
ζεῖ πιά, δηλαδὴ νὰ κάνει πράγματα, νὰ βλέπει, νὰ ἀκούει κι ὅ,τι ἄλλο ἔκανε
ἐνῶ ζοῦσε. Αὐτὸ εἶναι ποὺ τὸν δυσαρεστεῖ περισσότερο. Μὰ γιὰ νὰ μπορεῖ
κανεὶς νὰ αἰσθάνεται τὸν πόνο εἶναι ἀναγκαῖο, conditio sine qua non, νὰ
εἶναι ζωντανός. Συνεπῶς ὁ νεκρὸς δὲν ὑποφέρει πιά, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει
κὰν πίκρες, νοσταλγία καὶ τέτοιου εἴδους ἀγωνίες. Μὲ λίγα λόγια, ὅταν
ἔχει ἔρθει ὁ θάνατος ὁ ἄνθρωπος δὲν στενοχωριέται ποὺ ἔχει πεθάνει.
Ἠθικὸ δίδαγμα: ἡ ἀρνητικὴ ὄψη τοῦ θανάτου πού, σὲ γενικὲς γραμμές,
προκαλεῖ τόσο τρόμο, εἶναι μιὰ ἀνόητη αὐταπάτη.»
Ὁ
κύριος Τρὸλ ἀντικρούει: «Εὔκολο νὰ τὸ λέτε, κύριε διευθυντά, μὰ τὸ
κακὸ μὲ τὸ θάνατο δὲν εἶναι μονάχα ὅτι δὲ θὰ μπορεῖς νὰ κάνεις ὅ,τι ἔκανες
ὅταν ἤσουν ζωντανός. Εἶναι κι ἡ πίκρα ποὺ θ΄ἀφήσεις ὁριστικὰ ὅλους
αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶς.»
«Ὡραία!
Ἀκόμη κι αὐτὴ τὴν πίκρα, νεαρέ μου, δὲ θὰ μπορεῖτε πιὰ νὰ τὴ νιώσετε,
ἀφοῦ θὰ εἶστε νεκρός.»
«Κι ὕστερα, κύριε διευθυντά, ποιός σᾶς λέει ὅτι μετὰ θάνατον
δὲν ὑπάρχει τίποτα;»
«Τὸ
ἤξερα ὅτι θὰ τὸ πεῖτε αὐτό, κύριε Τρόλ. Μιὰ ἀντίρρηση μᾶλλον δικαιολογημένη.
Ἀκριβῶς ἐδῶ εἶναι ἡ οὐσία τοῦ θέματος.»
«Σᾶς
ἀκούω, κύριε διευθυντά.»
«Ὡραῖα.
Προφανῶς, ὑπάρχουν δύο περιπτώσεις: εἴτε ὑπάρχει ἄλλη ζωὴ μετὰ θάνατον,
ὅποια καὶ νὰ εἶναι αὐτή, εἴτε δὲν ὑπάρχει τίποτα. Κατανοητό. Ἁπλούστατο,
θά ΄λεγα. Ἂς ὑποθέσουμε τώρα ὅτι ἐσεῖς...»
«Ἀλήθεια,
ἐγώ...»
«Σᾶς
ξαναλέω, μόνο μιὰ ὑπόθεση κάνω, χωρὶς νὰ διακυβεύονται οἱ προσωπικές
σας πεποιθήσεις. Ἂς ὑποθέσουμε δηλαδὴ ὅτι ἐσεῖς, κύριε Τρόλ, δὲν
πιστεύετε στὴ μετὰ θάνατον ζωή. Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ἂν βρεῖτε μιὰ
ἄλλη ζωὴ θὰ εἶναι μιὰ εὐχάριστη ἔκπληξη πρὸς ὄφελός σας. Δὲ θὰ ἔχετε
κανένα λόγο νὰ παραπονιέστε. Δικαιολογημένα ἡ πίκρα γιὰ τὰ ἀγαπημένα
πρόσωπα ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἀφήσετε θὰ μετριαστεῖ κατὰ πολὺ ἀπὸ τὴν βεβαιότητα
ὅτι κι αὐτά, ἀργὰ ἢ γρήγορα, θὰ τὰ συναντήσετε. Ἐπιπλέον, εἶναι ἡ
παρηγοριὰ ὅτι θὰ ξαναβρεῖτε ἐκεῖ πέρα συγγενεῖς καὶ φίλους ποὺ ἔχουν
πεθάνει πρὶν ἀπό σᾶς.»
«Παρακαλῶ, μὲ τὸ μαλακό, ὅσον ἀφορᾶ τοὺς συγγενεῖς...»
«Ὤ!
Σᾶς ζητῶ συγνώμη...», κάνει ὁ διευθυντής, ποὺ ξέχασε πὼς ἔχει νὰ κάνει
μὲ ἕναν συζυγοκτόνο. «Πάντως, ὣς ἐδῶ δὲν νομίζω πὼς ὑπάρχουν ἀντιρρήσεις.
Τώρα ἂς ἐξετάσουμε τὸ ἄλλο ἐνδεχόμενο, δηλαδὴ ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτα
ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά. Μά, ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει τίποτα, ποὺ σημαίνει
ὅτι οὔτε ἐσεῖς ὑπάρχετε, δὲν ὑπάρχει πιθανότητα νὰ τὸ ἀντιληφθεῖτε,
ὅπως εἴδαμε ἤδη. Μὲ λίγα λόγια: καμιὰ στενοχώρια. Ὁρίστε, λοιπόν,
γιατὶ ἡ συνηθισμένη ἀπελπισία ὅσων δὲν ἔχουν πίστη στερεῖται κάθε
νοήματος.»
«Πάντως, κύριε διευθυντά... Ὄχι πὼς εἶμαι τόσο σκεπτικιστής...
Ἔχω, μᾶλλον, τὴν ἐντύπωση ὅτι...»
«Ὡραιότατα.
Ἂς πάρουμε τώρα τὸν ἄνθρωπο ποὺ πιστεύει στὴ μετὰ θάνατον ζωή. Κατὰ
πρώτον εἶναι λογικό, λόγῳ αὐτῆς του τῆς πεποίθησης, νὰ ἀντιμετωπίζει
τὸ θάνατο μὲ ἐξαιρετικὴ ἠρεμία. Ἐλᾶτε νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε τὴ
στιγμὴ ποὺ διασχίζει τὸ περίφημο σύνορο. Προχωράει· τὸ πέρασε·
κοιτάζει γύρω του· ἀντιλαμβάνεται ὅτι ὑπάρχει ἀκόμα, ἴσως μὲ ἐντελῶς
διαφορετικὴ μορφή, ἀλλὰ ὑπάρχει. Ἡ πίστη του τὸν ἀντάμειψε, νιώθει
παρηγορημένος καὶ ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε ὑλικὸ βάρος· ἴσως καὶ νὰ
βρεῖ τὴν εὐτυχία ποὺ μάταια ἔψαξε στὴ γῆ.
»Καὶ νά ΄μαστε δεύτερη φορὰ μπρὸς στὸ ἀρνητικὸ ἐνδεχόμενο: ὁ ἄνθρωπος
ποὺ πιστεύει στὴ μετὰ θάνατον ζωὴ πεθαίνει μὰ ἐκεῖ πέρα δὲν ὑπάρχει
τίποτα· ὡστόσο, ὅλα πᾶνε ρολόι: δὲν τὸν ἔχει ἐξαπατήσει κανείς.
Γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἔτσι: δὲν ὑπῆρξε χρόνος καὶ τρόπος γιὰ διάψευση. Γιὰ αὐτὸ
τὸ λόγο βρίσκομαι μαζί σας, ἀγαπητὲ κύριε Τρόλ: ἡ πίστη, ὅπως καὶ νὰ
τὸ κάνουμε, θὰ εἶναι πάντα σπουδαία ὑπόθεση.»
«Ἕνα
σίγουρο στοίχημα, ἔ;»
«Βλέπω ἔχουμε διαβάσει Πασκάλ! Σᾶς συγχαίρω γι΄ αὐτό. Ἀλλὰ γιὰ
νὰ σᾶς ἐξηγήσω καλύτερα αὐτὲς τὶς σκέψεις, γιατί δὲν κάνουμε μιὰ δοκιμή;»
«Τί δοκιμή;»
«Κάτι σὰν συμβολικὴ ἀναπαράσταση, ἕνα θεατρικὸ δρώμενο, μιὰ
ζωντανὴ ἐπεξήγηση, ἕνα εἶδος παιχνιδιοῦ.»
«Τί θὰ πρέπει νὰ κάνω;»
Ὁ
διευθυντὴς πιέζει τὸ κουμπὶ τῆς ἐνδοεπικοινωνίας. Μιὰ βραχνὴ φωνὴ
ἀπαντᾶ μέσα ἀπὸ τὴ συσκευή: «Διατάξτε, κύριε διευθυντά!»
«Νὰ
μοῦ στείλετε ἀμέσως τὴ Φιορέλλα.»
Ὁ
κατάδικος εἶναι ἀνήσυχος. «Κύριε διευθυντά, νομίζω ὅτι δικαιοῦμαι
νὰ ξέρω. Σὲ τί συνίσταται αὐτὴ ἡ ἀναπαράσταση; Ἐλπίζω νὰ μὴν πρόκειται
γιὰ κάποιο κόλπο.»
«Κόλπο;
Ὄχι δά! Ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ σᾶς καθησυχάσω. Μέχρι τώρα εἴπαμε μόνο λόγια.
Στὰ λόγια ὅλα καλὰ· πρῶτος ἐγὼ τὸ ἀναγνωρίζω. Αὐτὸ ποὺ θὰ κάνουμε
τώρα εἶναι μιὰ δοκιμὴ στὴν πράξη. Σκεφτεῖτε τὶς διαστημικὲς πτήσεις:
πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκτόξευση οἱ κοσμοναῦτες κλείνονται μέσα σὲ μιὰ διαστημικὴ
κάψουλα γιὰ νὰ κατανοήσουν, νὰ συνηθίσουν καὶ νὰ ἐξοικειωθοῦν μὲ τὸ
περιβάλλον. Ἀλλὰ ἡ κάψουλα δὲν ἀναχωρεῖ, δὲν ὑπάρχει τέτοιος κίνδυνος.
Τὸ ἴδιο καὶ μὲ σᾶς. Αὐτὴ ἡ δοκιμή, σᾶς τὸ ξαναλέω, θὰ ξεκαθαρίσει τὶς
σκέψεις σχετικὰ μὲ τὴν πραγματικὴ κατάσταση. Σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι
μετὰ θὰ αἰσθάνεστε πολὺ καλύτερα. Δὲν ἔχετε παρὰ νά... Ὤ, νά καὶ ἡ
καλή μας ἡ Φιορέλλα!»
Ἔχει
μπεῖ στὸ δωμάτιο μιὰ κοπέλα γύρω στὰ εἴκοσι· ὡραιότατη καὶ προκλητική.
Φοράει μιὰ πολὺ κοντὴ φούστα καὶ ἀποκαλυπτικὸ ντεκολτέ. Μιὰ εἰκόνα,
ἂν μή τι ἄλλο, ἀπίστευτη στὴ φυλακὴ τοῦ θανάτου.
«Θεωρῶ περιττὲς τὶς συστάσεις», παρατηρεῖ ὁ διευθυντής, ἀπευθυνόμενος
στὸν κατάδικο. «Ἡ Φιορέλλα μας εἶναι εἰδικὴ σὲ αὐτὰ τὰ μικρὰ σκηνικὰ
δρώμενα. Ἡ Φιορέλλα μας, στὴν περίπτωσή μας, συμβολίζει —κάλλιστα
θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ἐνσαρκώνει—, τὴν ἄλλη ζωή. Καί, ἀκριβῶς γι΄
αὐτό, τώρα ἀποσύρεται... Τὰ λέμε Φιορέλλα...»
Ἡ
κοπέλα ἀπευθύνει στὸν κατάδικο ἕνα ξεδιάντροπο χαμόγελο, τοῦ
κλείνει τὸ μάτι καὶ μετὰ βγαίνει ἀπ΄τὸ δωμάτιο.
Διευθυντὴς
καὶ δράστης μένουν ξανὰ μόνοι.
«Αὐτὴ
ἡ Φιορέλλα;» ρωτάει ὁ κύριος Τρόλ, κάνοντας μιὰ κίνηση μὲ νόημα.
Ὁ
διευθυντὴς γελάει. «Βέβαια, βέβαια, φυσικὰ · ἂν τύχει ἡ περίπτωση...
Τώρα θὰ καταλάβετε πόσο ἁπλὰ εἶναι τὰ πράγματα. Βλέπετε ἐκείνη τὴν
πόρτα; Δὲν ἔχετε παρὰ νὰ τὴν ἀνοίξετε καὶ νὰ περάσετε ἀπὸ ἐκεῖ, στὸ
ἄλλο δωμάτιο.Τώρα, ἴσως ἀπὸ ἐκεῖ νὰ εἶναι τὸ σκοτάδι. Τὸ σκοτάδι θὰ
σήμαινε τὸ τίποτα. Μὰ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι καὶ ἡ Φιορέλλα ποὺ σᾶς περιμένει.
Δὲν εἶναι, ἀλήθεια, εὑρηματικὴ ἀλληγορία;»
«Κι ἂν βρεθῶ στὸ σκοτάδι; Ἐγώ...»
«Ἐσεῖς,
τίποτα, ἀγαπητὲ κύριε Τρόλ. Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ἀφοῦ δὲν θὰ ὑπάρχει
τίποτα, θὰ γυρίσετε ὡραῖα-ὡραῖα στὸ γραφεῖο μου. Αὐτὸ εἶναι ὅλο.
Δὲν εἶναι ἁπλό; Νομίζω τώρα ὅτι ἀπὸ κεῖ εἶναι ὅλα ἕτοιμα.»
«Καὶ ποιός ἀποφασίζει; Θέλω νὰ πῶ: ποιός καθορίζει ἐὰν θὰ βρῶ
σκοτάδι ἢ τὴν κοπέλα ἀπὸ ἐκεῖ; Ἐσεῖς τὸ ἀποφασίζεται, κύριε διευθυντά;»
«Κατηγορηματικὰ ὄχι. Ἡ κοπέλα τὸ ἀποφασίζει. Καὶ ἡ Φιορέλλα
εἶναι τὸ πιὸ ἀπρόβλεπτο πλάσμα στὸν κόσμο. Ἐμπρός, κουράγιο. Δοκιμάζουμε;»
Ὁ
κατάδικος σηκώνεται καὶ μὲ ἀβέβαια βήματα πλησιάζει πρὸς τὴν πόρτα.
Πιάνει διστακτικὰ τὸ πόμολο, τὸ γυρίζει ἀργά, σπρώχνει μὲ πολλὴ προσοχὴ
τὸ πορτόφυλλο. Διακρίνει μιὰ λεπίδα ἀπὸ φῶς, μιὰ σχισμή, μιὰ λάμψη
στὸ ρὸζ χρῶμα τῆς ἀνθρώπινης σάρκας.
Ἀκριβῶς
τότε, ἀπὸ μιὰ ἐλάχιστη χαραγὴ —καλὰ κρυμμένη στὸν τοῖχο, ἀπὸ τὴν ἄλλη
μεριὰ τοῦ γραφείου—, ἕνας δεινὸς σκοπευτὴς πυροβολεῖ καὶ σκοτώνει τὸν
κύριο Τρὸλ μὲ μιὰ βολὴ στὸν αὐχένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου