Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

Ντίνο Μπουτζάτι (Dino Buzzati): Λε­πτό­τη­τα (Delicatezza)



ΣΕ ΚΑΠΟΙΑ ΧΩΡΑ ἡ ποι­νὴ τοῦ θα­νά­του ἐ­κτε­λεῖ­ται μὲ ἰ­δι­αί­τε­ρη λε­πτό­τη­τα. Ἰ­δοὺ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα:
       Ὅ­ταν ἔρ­θει ἡ στιγ­μὴ νὰ ἐ­κτε­λε­στεῖ ἡ δι­κα­στι­κὴ ἀ­πό­φα­ση, πρὶν ἀ­κό­μη τοῦ κοι­νο­ποι­η­θεῖ ἡ ἡ­με­ρο­μη­νί­α ἐ­κτέ­λε­σης, ὁ δρά­στης —ἂς ὑ­πο­θέ­σου­με ὅ­τι ὀ­νο­μά­ζε­ται Ἐρ­νέ­στο Τρόλ, εἶ­ναι τα­πε­τσι­έ­ρης κι ἔ­χει σκο­τώ­σει τὴ σύ­ζυ­γό του μὲ δη­λη­τή­ριο—, ὁ­δη­γεῖ­ται δί­χως χει­ρο­πέ­δες στὴν Δι­εύ­θυν­ση τῶν Φυ­λα­κῶν.
       Ἐ­δῶ τὸν βά­ζουν νὰ κα­θί­σει στὸ γρα­φεῖ­ο τοῦ δι­ευ­θυν­τῆ σὲ μιὰ ἀ­να­παυ­τι­κὴ πο­λυ­θρό­να, τοῦ προ­σφέ­ρουν τσι­γά­ρο, κα­φέ, κα­ρα­μέ­λες, κι ὕ­στε­ρα οἱ φύ­λα­κες βγαί­νουν, ἀ­φή­νον­τας μό­νους δι­ευ­θυν­τὴ καὶ κα­τα­δι­κα­σμέ­νο.
       Ὁ δι­ευ­θυν­τὴς ξε­κι­νᾶ νὰ μι­λά­ει:
       «Λοι­πόν, κύ­ρι­ε Τρόλ, κα­τα­δι­κα­στή­κα­τε σὲ θά­να­το. Ὅ­μως εἶ­ναι κα­θῆ­κον μου νὰ σᾶς κα­θη­συ­χά­σω· νὰ σᾶς πλη­ρο­φο­ρή­σω δη­λα­δὴ ὅ­τι, κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πο, πρό­κει­ται γιὰ μιὰ ποι­νὴ μᾶλ­λον θε­ω­ρη­τι­κή.»
       «Θε­ω­ρη­τι­κή;»
       «Ἀ­κρι­βῶς. Θε­ω­ρη­τι­κή. Δι­ό­τι ὁ θά­να­τος, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δὲν ὑ­πάρ­χει.»
       «Τί ἐν­νο­εῖ­ται δὲν ὑ­πάρ­χει;»
       «Ἐν­νο­ῶ δὲν ὑ­πάρ­χει ὡς ποι­νή, ὡς τι­μω­ρί­α, ὡς τρα­γι­κὸ γε­γο­νός, πη­γὴ φό­βου καὶ ἀ­γω­νί­ας. Πά­νω σὲ αὐ­τὸ τὸ θέ­μα κυ­ρια­ρχοῦν, παν­τοῦ στὸν κό­σμο, ἀ­νό­η­τες προ­κα­τα­λή­ψεις. Ἂς ἀ­φή­σου­με κα­τὰ μέ­ρος τὸ σω­μα­τι­κὸ πό­νο πού, του­λά­χι­στον στὴν πε­ρί­πτω­σή σας, κύ­ρι­ε Τρόλ, εἶ­ναι ἀ­νύ­παρ­κτος, λό­γῳ τῆς ἀρ­τι­ό­τη­τας τῶν ἐ­ξο­πλι­σμῶν μας.» Ἕ­να μι­κρὸ δι­πλω­μα­τι­κὸ χα­μό­γε­λο. «Γιὰ τὸν ἠ­θι­κὸ πό­νο μι­λῶ, ποὺ φο­βᾶ­ται κα­νεὶς ἄ­δι­κα, ὅ­πως ἐλ­πί­ζω νὰ μπο­ρέ­σω νὰ σᾶς πεί­σω.

       »Γιὰ νὰ δοῦ­με, λί­γο: για­τί ὁ ἄν­θρω­πος φο­βᾶ­ται νὰ πε­θά­νει; Ἡ ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι ἁ­πλού­στα­τη. Φο­βᾶ­ται για­τί με­τὰ ἀ­πὸ τὸ θά­να­τό του δὲν μπο­ρεῖ νὰ ζεῖ πιά, δη­λα­δὴ νὰ κά­νει πράγ­μα­τα, νὰ βλέ­πει, νὰ ἀ­κού­ει κι ὅ,τι ἄλ­λο ἔ­κα­νε ἐ­νῶ ζοῦ­σε. Αὐ­τὸ εἶ­ναι ποὺ τὸν δυ­σα­ρε­στεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρο. Μὰ γιὰ νὰ μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ αἰ­σθά­νε­ται τὸν πό­νο εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο, conditio sine qua non, νὰ εἶ­ναι ζων­τα­νός. Συ­νε­πῶς ὁ νε­κρὸς δὲν ὑ­πο­φέ­ρει πιά, δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χει κὰν πί­κρες, νο­σταλ­γί­α καὶ τέ­τοι­ου εἴ­δους ἀ­γω­νί­ες. Μὲ λί­γα λό­για, ὅ­ταν ἔ­χει ἔρ­θει ὁ θά­να­τος ὁ ἄν­θρω­πος δὲν στε­νο­χω­ρι­έ­ται ποὺ ἔ­χει πε­θά­νει. Ἠ­θι­κὸ δί­δαγ­μα: ἡ ἀρ­νη­τι­κὴ ὄ­ψη τοῦ θα­νά­του πού, σὲ γε­νι­κὲς γραμ­μές, προ­κα­λεῖ τό­σο τρό­μο, εἶ­ναι μιὰ ἀ­νό­η­τη αὐ­τα­πά­τη.»
       Ὁ κύ­ριος Τρὸλ ἀν­τι­κρού­ει: «Εὔ­κο­λο νὰ τὸ λέ­τε, κύ­ρι­ε δι­ευ­θυν­τά, μὰ τὸ κα­κὸ μὲ τὸ θά­να­το δὲν εἶ­ναι μο­νά­χα ὅ­τι δὲ θὰ μπο­ρεῖς νὰ κά­νεις ὅ,τι ἔ­κα­νες ὅ­ταν ἤ­σουν ζων­τα­νός. Εἶ­ναι κι ἡ πί­κρα ποὺ θ΄ἀ­φή­σεις ὁ­ρι­στι­κὰ ὅ­λους αὐ­τοὺς ποὺ ἀ­γα­πᾶς.»
       «Ὡ­ραί­α! Ἀ­κό­μη κι αὐ­τὴ τὴν πί­κρα, νε­α­ρέ μου, δὲ θὰ μπο­ρεῖ­τε πιὰ νὰ τὴ νι­ώ­σε­τε, ἀ­φοῦ θὰ εἶ­στε νε­κρός.»
       «Κι ὕ­στε­ρα, κύ­ρι­ε δι­ευ­θυν­τά, ποι­ός σᾶς λέ­ει ὅ­τι με­τὰ θά­να­τον δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα;»
       «Τὸ ἤ­ξε­ρα ὅ­τι θὰ τὸ πεῖ­τε αὐ­τό, κύ­ρι­ε Τρόλ. Μιὰ ἀν­τίρ­ρη­ση μᾶλ­λον δι­και­ο­λο­γη­μέ­νη. Ἀ­κρι­βῶς ἐ­δῶ εἶ­ναι ἡ οὐ­σί­α τοῦ θέ­μα­τος.»
       «Σᾶς ἀ­κού­ω, κύ­ρι­ε δι­ευ­θυν­τά.»
       «Ὡ­ραῖα. Προ­φα­νῶς, ὑ­πάρ­χουν δύο πε­ρι­πτώ­σεις: εἴ­τε ὑ­πάρ­χει ἄλ­λη ζω­ὴ με­τὰ θά­να­τον, ὅ­ποι­α καὶ νὰ εἶ­ναι αὐ­τή, εἴ­τε δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα. Κα­τα­νο­η­τό. Ἁ­πλού­στα­το, θά ΄λε­γα. Ἂς ὑ­πο­θέ­σου­με τώ­ρα ὅ­τι ἐ­σεῖς...»
       «Ἀ­λή­θεια, ἐ­γώ...»
       «Σᾶς ξα­να­λέ­ω, μό­νο μιὰ ὑ­πό­θε­ση κά­νω, χω­ρὶς νὰ δι­α­κυ­βεύ­ον­ται οἱ προ­σω­πι­κές σας πε­ποι­θή­σεις. Ἂς ὑ­πο­θέ­σου­με δη­λα­δὴ ὅ­τι ἐ­σεῖς, κύ­ρι­ε Τρόλ, δὲν πι­στεύ­ε­τε στὴ με­τὰ θά­να­τον ζω­ή. Σὲ αὐ­τὴ τὴν πε­ρί­πτω­ση, ἂν βρεῖ­τε μιὰ ἄλ­λη ζω­ὴ θὰ εἶ­ναι μιὰ εὐ­χά­ρι­στη ἔκ­πλη­ξη πρὸς ὄ­φε­λός σας. Δὲ θὰ ἔ­χε­τε κα­νέ­να λό­γο νὰ πα­ρα­πο­νι­έ­στε. Δι­και­ο­λο­γη­μέ­να ἡ πί­κρα γιὰ τὰ ἀ­γα­πη­μέ­να πρό­σω­πα ποὺ θὰ πρέ­πει νὰ ἀ­φή­σε­τε θὰ με­τρια­στεῖ κα­τὰ πο­λὺ ἀ­πὸ τὴν βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι κι αὐ­τά, ἀρ­γὰ ἢ γρή­γο­ρα, θὰ τὰ συ­ναν­τή­σε­τε. Ἐ­πι­πλέ­ον, εἶ­ναι ἡ πα­ρη­γο­ριὰ ὅ­τι θὰ ξα­να­βρεῖ­τε ἐ­κεῖ πέ­ρα συγ­γε­νεῖς καὶ φί­λους ποὺ ἔ­χουν πε­θά­νει πρὶν ἀ­πό σᾶς.»
       «Πα­ρα­κα­λῶ, μὲ τὸ μα­λα­κό, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τοὺς συγ­γε­νεῖς...»
       «Ὤ! Σᾶς ζη­τῶ συ­γνώ­μη...», κά­νει ὁ δι­ευ­θυν­τής, ποὺ ξέ­χα­σε πὼς ἔ­χει νὰ κά­νει μὲ ἕ­ναν συ­ζυ­γο­κτό­νο. «Πάν­τως, ὣς ἐ­δῶ δὲν νο­μί­ζω πὼς ὑ­πάρ­χουν ἀν­τιρ­ρή­σεις. Τώ­ρα ἂς ἐ­ξε­τά­σου­με τὸ ἄλ­λο ἐν­δε­χό­με­νο, δη­λα­δὴ ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριά. Μά, ἀ­κρι­βῶς ἐ­πει­δὴ δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα, ποὺ ση­μαί­νει ὅ­τι οὔ­τε ἐ­σεῖς ὑ­πάρ­χε­τε, δὲν ὑ­πάρ­χει πι­θα­νό­τη­τα νὰ τὸ ἀν­τι­λη­φθεῖ­τε, ὅ­πως εἴ­δα­με ἤ­δη. Μὲ λί­γα λό­για: κα­μιὰ στε­νο­χώ­ρια. Ὁ­ρί­στε, λοι­πόν, για­τὶ ἡ συ­νη­θι­σμέ­νη ἀ­πελ­πι­σί­α ὅ­σων δὲν ἔ­χουν πί­στη στε­ρεῖ­ται κά­θε νο­ή­μα­τος.»
       «Πάν­τως, κύ­ρι­ε δι­ευ­θυν­τά... Ὄ­χι πὼς εἶ­μαι τό­σο σκε­πτι­κι­στής... Ἔ­χω, μᾶλ­λον, τὴν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι...»
       «Ὡ­ραι­ό­τα­τα. Ἂς πά­ρου­με τώ­ρα τὸν ἄν­θρω­πο ποὺ πι­στεύ­ει στὴ με­τὰ θά­να­τον ζω­ή. Κα­τὰ πρώ­τον εἶ­ναι λο­γι­κό, λό­γῳ αὐ­τῆς του τῆς πε­ποί­θη­σης, νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τὸ θά­να­το μὲ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ ἠ­ρε­μί­α. Ἐ­λᾶ­τε νὰ τὸν ἀ­κο­λου­θή­σου­με τὴ στιγ­μὴ ποὺ δι­α­σχί­ζει τὸ πε­ρί­φη­μο σύ­νο­ρο. Προ­χω­ρά­ει· τὸ πέ­ρα­σε· κοι­τά­ζει γύ­ρω του· ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται ὅ­τι ὑ­πάρ­χει ἀ­κό­μα, ἴ­σως μὲ ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κὴ μορ­φή, ἀλ­λὰ ὑ­πάρ­χει. Ἡ πί­στη του τὸν ἀν­τά­μει­ψε, νιώ­θει πα­ρη­γο­ρη­μέ­νος καὶ ἀ­παλ­λαγ­μέ­νος ἀ­πὸ κά­θε ὑ­λι­κὸ βά­ρος· ἴ­σως καὶ νὰ βρεῖ τὴν εὐ­τυ­χί­α ποὺ μά­ται­α ἔ­ψα­ξε στὴ γῆ.
       »Καὶ νά ΄μα­στε δεύ­τε­ρη φο­ρὰ μπρὸς στὸ ἀρ­νη­τι­κὸ ἐν­δε­χό­με­νο: ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ πι­στεύ­ει στὴ με­τὰ θά­να­τον ζω­ὴ πε­θαί­νει μὰ ἐ­κεῖ πέ­ρα δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα· ὡ­στό­σο, ὅ­λα πᾶ­νε ρο­λό­ι: δὲν τὸν ἔ­χει ἐ­ξα­πα­τή­σει κα­νείς. Γιὰ νὰ τὸ ποῦ­με ἔ­τσι: δὲν ὑ­πῆρ­ξε χρό­νος καὶ τρό­πος γιὰ δι­ά­ψευ­ση. Γιὰ αὐ­τὸ τὸ λό­γο βρί­σκο­μαι μα­ζί σας, ἀ­γα­πη­τὲ κύ­ρι­ε Τρόλ: ἡ πί­στη, ὅ­πως καὶ νὰ τὸ κά­νου­με, θὰ εἶ­ναι πάν­τα σπου­δαί­α ὑ­πό­θε­ση.»
       «Ἕ­να σί­γου­ρο στοί­χη­μα, ἔ;»
       «Βλέ­πω ἔ­χου­με δι­α­βά­σει Πα­σκάλ! Σᾶς συγ­χαί­ρω γι΄ αὐ­τό. Ἀλ­λὰ γιὰ νὰ σᾶς ἐ­ξη­γή­σω κα­λύ­τε­ρα αὐ­τὲς τὶς σκέ­ψεις, για­τί δὲν κά­νου­με μιὰ δο­κι­μή;»
       «Τί δο­κι­μή;»
       «Κά­τι σὰν συμ­βο­λι­κὴ ἀ­να­πα­ρά­στα­ση, ἕ­να θε­α­τρι­κὸ δρώ­με­νο, μιὰ ζων­τα­νὴ ἐ­πε­ξή­γη­ση, ἕ­να εἶ­δος παι­χνι­διοῦ.»
       «Τί θὰ πρέ­πει νὰ κά­νω;»
       Ὁ δι­ευ­θυν­τὴς πι­έ­ζει τὸ κουμ­πὶ τῆς ἐν­δο­ε­πι­κοι­νω­νί­ας. Μιὰ βρα­χνὴ φω­νὴ ἀ­παν­τᾶ μέ­σα ἀ­πὸ τὴ συ­σκευ­ή: «Δι­α­τάξ­τε, κύ­ρι­ε δι­ευ­θυν­τά!»
       «Νὰ μοῦ στεί­λε­τε ἀ­μέ­σως τὴ Φι­ο­ρέλ­λα.»
       Ὁ κα­τά­δι­κος εἶ­ναι ἀ­νή­συ­χος. «Κύ­ρι­ε δι­ευ­θυν­τά, νο­μί­ζω ὅ­τι δι­και­οῦ­μαι νὰ ξέ­ρω. Σὲ τί συ­νί­στα­ται αὐ­τὴ ἡ ἀ­να­πα­ρά­στα­ση; Ἐλ­πί­ζω νὰ μὴν πρό­κει­ται γιὰ κά­ποι­ο κόλ­πο.»
       «Κόλ­πο; Ὄ­χι δά! Ὁ σκο­πὸς εἶ­ναι νὰ σᾶς κα­θη­συ­χά­σω. Μέ­χρι τώ­ρα εἴ­πα­με μό­νο λό­για. Στὰ λό­για ὅ­λα κα­λὰ· πρῶ­τος ἐ­γὼ τὸ ἀ­να­γνω­ρί­ζω. Αὐ­τὸ ποὺ θὰ κά­νου­με τώ­ρα εἶ­ναι μιὰ δο­κι­μὴ στὴν πρά­ξη. Σκε­φτεῖ­τε τὶς δι­α­στη­μι­κὲς πτή­σεις: πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἐ­κτό­ξευ­ση οἱ κο­σμο­ναῦ­τες κλεί­νον­ται μέ­σα σὲ μιὰ δι­α­στη­μι­κὴ κά­ψου­λα γιὰ νὰ κα­τα­νο­ή­σουν, νὰ συ­νη­θί­σουν καὶ νὰ ἐ­ξοι­κει­ω­θοῦν μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον. Ἀλ­λὰ ἡ κά­ψου­λα δὲν ἀ­να­χω­ρεῖ, δὲν ὑ­πάρ­χει τέ­τοι­ος κίν­δυ­νος. Τὸ ἴ­διο καὶ μὲ σᾶς. Αὐ­τὴ ἡ δο­κι­μή, σᾶς τὸ ξα­να­λέω, θὰ ξε­κα­θα­ρί­σει τὶς σκέ­ψεις σχε­τι­κὰ μὲ τὴν πραγ­μα­τι­κὴ κα­τά­στα­ση. Σᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­νω ὅ­τι με­τὰ θὰ αἰ­σθά­νε­στε πο­λὺ κα­λύ­τε­ρα. Δὲν ἔ­χε­τε πα­ρὰ νά... Ὤ, νά καὶ ἡ κα­λή μας ἡ Φι­ο­ρέλ­λα!»
       Ἔ­χει μπεῖ στὸ δω­μά­τιο μιὰ κο­πέ­λα γύ­ρω στὰ εἴ­κο­σι· ὡ­ραι­ό­τα­τη καὶ προ­κλη­τι­κή. Φο­ρά­ει μιὰ πο­λὺ κον­τὴ φού­στα καὶ ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κὸ ντε­κολ­τέ. Μιὰ εἰ­κό­να, ἂν μή τι ἄλ­λο, ἀ­πί­στευ­τη στὴ φυ­λα­κὴ τοῦ θα­νά­του.
       «Θε­ω­ρῶ πε­ριτ­τὲς τὶς συ­στά­σεις», πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ δι­ευ­θυν­τής, ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος στὸν κα­τά­δι­κο. «Ἡ Φι­ο­ρέλ­λα μας εἶ­ναι εἰ­δι­κὴ σὲ αὐ­τὰ τὰ μι­κρὰ σκη­νι­κὰ δρώ­με­να. Ἡ Φι­ο­ρέλ­λα μας, στὴν πε­ρί­πτω­σή μας, συμ­βο­λί­ζει —κάλ­λι­στα θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πεῖ κα­νεὶς ἐν­σαρ­κώ­νει—, τὴν ἄλ­λη ζω­ή. Καί, ἀ­κρι­βῶς γι΄ αὐ­τό, τώ­ρα ἀ­πο­σύ­ρε­ται... Τὰ λέ­με Φι­ο­ρέλ­λα...»
       Ἡ κο­πέ­λα ἀ­πευ­θύ­νει στὸν κα­τά­δι­κο ἕ­να ξε­δι­άν­τρο­πο χα­μό­γε­λο, τοῦ κλεί­νει τὸ μά­τι καὶ με­τὰ βγαί­νει ἀπ΄τὸ δω­μά­τιο.
       Δι­ευ­θυν­τὴς καὶ δρά­στης μέ­νουν ξα­νὰ μό­νοι.
       «Αὐ­τὴ ἡ Φι­ο­ρέλ­λα;» ρω­τά­ει ὁ κύ­ριος Τρόλ, κά­νον­τας μιὰ κί­νη­ση μὲ νό­η­μα.
       Ὁ δι­ευ­θυν­τὴς γε­λά­ει. «Βέ­βαι­α, βέ­βαι­α, φυ­σι­κὰ · ἂν τύ­χει ἡ πε­ρί­πτω­ση... Τώ­ρα θὰ κα­τα­λά­βε­τε πό­σο ἁ­πλὰ εἶ­ναι τὰ πράγ­μα­τα. Βλέ­πε­τε ἐ­κεί­νη τὴν πόρ­τα; Δὲν ἔ­χε­τε πα­ρὰ νὰ τὴν ἀ­νοί­ξε­τε καὶ νὰ πε­ρά­σε­τε ἀ­πὸ ἐ­κεῖ, στὸ ἄλ­λο δω­μά­τιο.Τώ­ρα, ἴ­σως ἀ­πὸ ἐ­κεῖ νὰ εἶ­ναι τὸ σκο­τά­δι. Τὸ σκο­τά­δι θὰ σή­μαι­νε τὸ τί­πο­τα. Μὰ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­ναι καὶ ἡ Φι­ο­ρέλ­λα ποὺ σᾶς πε­ρι­μέ­νει. Δὲν εἶ­ναι, ἀ­λή­θεια, εὑ­ρη­μα­τι­κὴ ἀλ­λη­γο­ρί­α;»
       «Κι ἂν βρε­θῶ στὸ σκο­τά­δι; Ἐ­γώ...»
       «Ἐ­σεῖς, τί­πο­τα, ἀ­γα­πη­τὲ κύ­ρι­ε Τρόλ. Σὲ αὐ­τὴ τὴν πε­ρί­πτω­ση, ἀ­φοῦ δὲν θὰ ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα, θὰ γυ­ρί­σε­τε ὡ­ραῖ­α-ὡ­ραῖ­α στὸ γρα­φεῖ­ο μου. Αὐ­τὸ εἶ­ναι ὅ­λο. Δὲν εἶ­ναι ἁ­πλό; Νο­μί­ζω τώ­ρα ὅ­τι ἀ­πὸ κεῖ εἶ­ναι ὅ­λα ἕ­τοι­μα.»
       «Καὶ ποι­ός ἀ­πο­φα­σί­ζει; Θέ­λω νὰ πῶ: ποι­ός κα­θο­ρί­ζει ἐ­ὰν θὰ βρῶ σκο­τά­δι ἢ τὴν κο­πέ­λα ἀ­πὸ ἐ­κεῖ; Ἐ­σεῖς τὸ ἀ­πο­φα­σί­ζε­ται, κύ­ρι­ε δι­ευ­θυν­τά;»
       «Κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κὰ ὄ­χι. Ἡ κο­πέ­λα τὸ ἀ­πο­φα­σί­ζει. Καὶ ἡ Φι­ο­ρέλ­λα εἶ­ναι τὸ πιὸ ἀ­πρό­βλε­πτο πλά­σμα στὸν κό­σμο. Ἐμ­πρός, κου­ρά­γιο. Δο­κι­μά­ζου­με;»
       Ὁ κα­τά­δι­κος ση­κώ­νε­ται καὶ μὲ ἀ­βέ­βαι­α βή­μα­τα πλη­σιά­ζει πρὸς τὴν πόρ­τα. Πιά­νει δι­στα­κτι­κὰ τὸ πό­μο­λο, τὸ γυ­ρί­ζει ἀρ­γά, σπρώ­χνει μὲ πολ­λὴ προ­σο­χὴ τὸ πορ­τό­φυλ­λο. Δι­α­κρί­νει μιὰ λε­πί­δα ἀ­πὸ φῶς, μιὰ σχι­σμή, μιὰ λάμ­ψη στὸ ρὸζ χρῶ­μα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης σάρ­κας.
       Ἀ­κρι­βῶς τό­τε, ἀ­πὸ μιὰ ἐ­λά­χι­στη χα­ρα­γὴ —κα­λὰ κρυμ­μέ­νη στὸν τοῖ­χο, ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ τοῦ γρα­φεί­ου—, ἕ­νας δει­νὸς σκο­πευ­τὴς πυ­ρο­βο­λεῖ καὶ σκο­τώ­νει τὸν κύ­ριο Τρὸλ μὲ μιὰ βο­λὴ στὸν αὐ­χέ­να.

Δραματοποίηση: Filippo Tognazzo

Πηγή: ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ  Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Le not­ti dif­fi­ci­li (Οἱ δύσκολες νύχτες), Mon­da­do­ri, Mi­la­no 1971.

Ντί­νο Μπουτ­ζά­τι (Dino Buzzati) (S­an P­e­l­­l­e­­g­r­i­­no di Bel­lu­no, 1906 – Mi­la­no, 1972). Ἰτα­λὸς συγ­γρα­φέ­ας καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Ἔγρα­ψε θε­α­τρικὰ ἔρ­γα, μυ­θι­στο­ρη­μά­τα καὶ δι­η­γή­μα­τα. Γνω­στό­τε­ρο ἔρ­γο του: Il d­e­s­e­r­to d­ei t­a­r­t­a­ri (Ἡ ἔρη­μος τῶν Ταρ­τά­ρων). Τὸ 1942 δη­μο­σι­εύ­ει τὴ συλ­λογὴ δι­η­γη­μά­των I s­e­t­te m­e­s­s­a­g­g­e­ri (Οἱ ἑπτὰ ἀγγε­λι­ο­φό­ροι) καὶ τὸ 1958 κερ­δί­ζει τὸ βρα­βεῖο Στρέγ­κα μὲ τὸ βι­βλί­ο S­e­s­s­a­n­ta r­a­c­c­o­n­ti (Ἑξήν­τα δι­η­γή­μα­τα). Ἔχει πα­ραλ­λη­λι­στεῖ μὲ τὸν Κάφ­κα λό­γῳ τῆς ἐφια­λτικῆς ἀτμό­σφαι­ρας πολ­λῶν ἔρ­γων του, τὰ ὁποῖ­α συν­δυά­ζουν τὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα μὲ πα­ρά­δο­ξες κα­τα­στά­σεις ποὺ πα­ρει­σφρέ­ουν στὴν κα­νο­νι­κό­τη­τα τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀνα­τρέ­πουν. (Γιὰ περισσότερα βλ. ἐδῶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μεταφραστῆ.) Στὸ ἱ­στο­­λό­γιό μας ἔ­χουν ἤδη παρου­σι­α­στεῖ τὰ δι­η­γή­μα­τά του «Δή­λω­ση εἰ­σο­δή­μα­τος», «Ὁ­μα­δι­κὴ φω­το­γρα­φία» καὶ «Ἡ μα­θή­τρια».

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:

Πέ­τρος Φούρ­να­ρη­ς (Ἀ­θή­να, 1963). Δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε στὴν Ἀ­νω­τά­τη Γε­ω­πο­νι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴ Λέ­ρο, τὸ νη­σὶ τῆς κα­τα­γω­γῆς του, ὅ­που ἐρ­γά­ζε­ται ὡς γε­ω­πό­νος στὸ Κρα­τι­κὸ Θε­ρα­πευ­τή­ριο Λέ­ρου καὶ τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του γρά­φει δι­η­γή­μα­τα. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ἔκ­φρα­ση Λό­γου καὶ Τέ­χνης, στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­δι­ο­ν (ἀρ. 37, Δε­κέμ­βριος 2004) καὶ στὸ Ἱ­στο­λό­γιο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι Συμ­φι­λί­ω­ση» καὶ «100%»), ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις του στὴν Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Λε­ρια­κῶν Με­λε­τῶν τοῦ Ἱ­στο­ρι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου Λέ­ρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου