ΕΧΩ ΤΗΝ ΤΥΧΗ νὰ εἶμαι ἰδιοκτήτης
ἑνὸς ὑπέροχου κήπου μὲ δένδρα σὲ στὺλ 18ου αἰώνα —ὄχι μεγάλου, ἀλλὰ
ἐξαιρετικῆς ἀρχιτεκτονικῆς—, ποὺ μοιάζει μὲ τὸν κῆπο τοῦ Νεγκράρ,
πάνω ἀπὸ τὴν Βερόνα. Δυὸ μονοπάτια τοῦ κήπου εἶναι χαραγμένα πάνω
σε ἀπότομη ἀνηφοριὰ μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ ἡ τελευταία γραμμὴ τοῦ λιβαδιοῦ
ταιριάζει ἀκριβῶς μὲ τὸν μακρινὸ ὁρίζοντα τοῦ φράχτη τοῦ Λεοπάρντι.
Τὰ μονοπάτια πλαισιώνονται, κι ἀπ΄ τὶς δυὸ πλευρές, ἀπὸ παράξενα
κυπαρίσσια ποὺ ὁ κηπουρός, προφανῶς ἀπὸ μόνος του, τὰ ὀνόμασε «τερατόμορφα».
Ἀντὶ νὰ ὀρθώνονται στητὰ καὶ συμπαγῆ σὰν λαμπάδες, ἀπὸ ἕνα σημεῖο
καὶ μετὰ βγάζουν παράξενες διακλαδώσεις ποὺ τοὺς δίνουν ἐκπληκτικὰ
περιγράμματα: ἀνθρώπινες μορφές, κουκουβάγιες, ἱππόκαμποι, ἄγγελοι,
δράκοι, φαντάσματα. Λοιπόν, ἕνα βράδυ πρὶν ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια, καθὼς
περνοῦσα μοναχός μου ἀπὸ ἕνα ἀπ΄ τὰ μονοπάτια, σήκωσα τὰ μάτια μου
κι ἀνατρίχιασα καθὼς ἀναγνώρισα, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς κορυφὲς τῶν κυπαρισσιῶν
ποὺ φωτιζόταν ἀπ΄ τὸ στερνὸ φῶς τοῦ ἥλιου, τὰ χαρακτηριστικὰ ἑνὸς ἀπὸ
τοὺς ἀγαπημένους μου φίλους ποὺ εἶχε πεθάνει πρόσφατα. Ὀπτικὴ ἀπάτη;
Αὐθυποβολὴ ποὺ προκαλεῖται, ἕνας θεὸς ξέρει, ἀπὸ ποιό ἐρέθισμα
τοῦ ἀσυνειδήτου; Γιὰ νὰ διαψεύσω τὴν πρώτη ἐντύπωση, κάθε ἄλλο παρὰ
χαρούμενη, μετακινήθηκα μερικὰ μέτρα καὶ ξανακοίταξα τὸ κυπαρίσσι.
Ἀλλὰ ἡ ταραχή μου παρέμεινε ἴδια. Τώρα, ἀπὸ τὸ φίλο μου, γιὰ νὰ τὸ πῶ
ἔτσι, ἔβλεπα τὴν πλάτη καὶ τὸ σβέρκο, ἀπὸ κάτω πρὸς τὰ πάνω· καὶ ἡ ὁμοιότητα
ἦταν ἀπόλυτη.
Μήπως
γερνάω; Μὲ τὸν καιρὸ κι ἄλλα πράσινα, ἀνθρώπινα ὁμοιώματα σχηματίστηκαν
στὶς κορφὲς τῶν κυπαρισσιῶν· καθένα πῆρε τὸ σχῆμα, τὴν ἔκφραση, μέχρι
καὶ τὴ μορφὴ φίλων ποὺ μὲ τὸν καιρὸ χαθῆκαν. Ἤδη ἀναγνωρίζω ὀχτώ. Τώρα
πιὰ δὲ μὲ φοβίζουν· κάθε ἄλλο: τὴ νύχτα, ὅταν κοιμᾶμαι στὴν κοντινὴ
βίλα, ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι μὲ φυλᾶνε σὰν πιστοὶ φύλακες. Τὶς μέρες ποὺ
φυσάει τοὺς κοιτάζω πολλὴ ὥρα: λικνίζονται, ὅλοι μαζί, καρτερικά,
σὲ κάθε ριπὴ τοῦ ἀνέμου. Καὶ γέρνοντας τὸ κεφάλι ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, ὅλοι
μαζί, μοιάζει νὰ θέλουν νὰ μοῦ ποῦν: «Ἐμπρός, κουράγιο, γιατί δὲν ἔρχεσαι
κι ἐσύ;»
Πηγή: ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Le notti difficili (Οἱ δύσκολες νύχτες), Mondadori,
Milano 1971.
Ντίνο Μπουτζάτι (Dino
Buzzati) (San Pellegrino di
Belluno, 1906 – Milano, 1972). Ἰταλὸς συγγραφέας καὶ δημοσιογράφος.
Ἔγραψε θεατρικὰ ἔργα, μυθιστορημάτα καὶ διηγήματα. Γνωστότερο
ἔργο του: Il deserto dei tartari (Ἡ ἔρημος τῶν Ταρτάρων).
Τὸ 1942 δημοσιεύει τὴ συλλογὴ διηγημάτων I sette messaggeri (Οἱ ἑπτὰ ἀγγελιοφόροι)
καὶ τὸ 1958 κερδίζει τὸ βραβεῖο Στρέγκα μὲ τὸ βιβλίο Sessanta racconti (Ἑξήντα διηγήματα). Ἔχει
παραλληλιστεῖ μὲ τὸν Κάφκα λόγῳ τῆς ἐφιαλτικῆς ἀτμόσφαιρας πολλῶν ἔργων
του, τὰ ὁποῖα συνδυάζουν τὴν καθημερινότητα μὲ παράδοξες καταστάσεις
ποὺ παρεισφρέουν στὴν κανονικότητα τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀνατρέπουν. (Γιὰ
περισσότερα βλ. ἐδῶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μεταφραστῆ.) Στὸ ἱστολόγιό
μας ἔχουν ἤδη παρουσιαστεῖ τὰ διηγήματά του «Δήλωση εἰσοδήματος», «Ὁμαδικὴ φωτογραφία» καὶ «Ἡ μαθήτρια».
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:
Πέτρος Φούρναρης (Ἀθήνα, 1963). Διήγημα, μετάφραση. Σπούδασε
στὴν Ἀνωτάτη Γεωπονικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ
Λέρο, τὸ νησὶ τῆς καταγωγῆς του, ὅπου ἐργάζεται ὡς γεωπόνος στὸ Κρατικὸ
Θεραπευτήριο Λέρου καὶ τὶς ἐλεύθερες ὧρες του γράφει διηγήματα.
Πεζά του ἔχουν δημοσιευτεῖ στὸ περιοδικὸ Ἔκφραση Λόγου καὶ Τέχνης,
στὸ περιοδικὸ Πλανόδιον (ἀρ.
37, Δεκέμβριος 2004) καὶ στὸ Ἱστολόγιο Ἱστορίες Μπονζάι («Συμφιλίωση» καὶ «100%»), ἐνῶ μεταφράσεις του στὴν Ἐπιθεώρηση Λεριακῶν Μελετῶν τοῦ
Ἱστορικοῦ Ἀρχείου Λέρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου