«ΚΑΜΙΑ ΕΙΚΟΣΑΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ
πρίν», μοῦ διηγόταν ὁ δόκτορας Ντιέγκο Βέσκα, γιατρὸς ἀπὸ τὴ Βερμπάνια,
«εἶχα ἕναν ὑπέροχο μολοσσὸ ποὺ τὸν λέγανε Φούριο καὶ ἦταν ἀξιολάτρευτος.
Ἦταν τόσο ὑπέροχος, ὥστε ἕνα μοιραῖο βράδυ ἐξαφανίστηκε. Τὸν ἔψαξα
παντοῦ. Ἤμουν ἀπελπισμένος· γύρναγα γιὰ μῆνες κι ἀπὸ τὶς δυὸ μεριὲς
τῆς λίμνης, ἀλλὰ μάταια. Κάποιος μου τὸν εἶχε κλέψει...
»Ὣς
ἐδῶ, θὰ μοῦ πεῖτε, τίποτε περίεργο. Ἀκοῦστε ὅμως. Πέρασαν ἀπὸ τότε
πάνω ἀπὸ δέκα χρόνια, ὅταν ἕνα πρωὶ παίρνω τὸ φεριμπὸτ γιὰ τὸ Λαβένο,
ὅπως κάνω τουλάχιστον δυὸ φορὲς τὴν ἑβδομάδα, ἀκόμα καὶ σήμερα.
Βρισκόμουν στὴν πρύμνη καὶ τὸ καραβάκι μόλις εἶχε ξεμακρύνει ἀπὸ τὴν
προκυμαία, ὅταν βλέπω νὰ ἔρχεται τρεχάτος, μαντέψτε ποιός, ὁ Φούριό
μου, ὁλόιδιος. Σταματάει στὴν ἄκρη τῆς προκυμαίας, γαβγίζει δυὸ τρεῖς
φορὲς κι ὕστερα βουτάει στὸ νερὸ κι ἀρχίζει νὰ κολυμπάει. Τὸ καραβάκι
εἶχε πιὰ ξεκινήσει κι ἦταν ἀδύνατον νὰ μὲ προφτάσει τὸ φουκαριάρικο
τὸ ζωντανό. Τότε ἀρχίζω νὰ φωνάζω «Σταματῆστε! Σταματῆστε!» Τρέχω
πάνω νὰ ζητήσω τὸν καπετάνιο ποὺ μὲ ἤξερε, τὸν ἱκετεύω νὰ σταματήσει.
Στὸ μεταξὺ ὁ σκύλος συνέχιζε νὰ κολυμπάει, ἀλλὰ ἦταν πιὰ ἐξαντλημένος
κι ἐγὼ συνέχιζα νὰ τοῦ φωνάζω Φούριο, Φούριο, γιὰ νὰ τοῦ δώσω κουράγιο,
ἀλλὰ τὸν ἔβλεπα ὁλοένα πιὸ μακρυά. Ἦρθε κι ὁ καπετάνιος στὴν πρύμνη
καὶ τοῦ ἔδειξα τὸ σκύλο ποὺ κολυμποῦσε, ἀλλὰ ἔλεγε πὼς δὲν ἔβλεπε τίποτα.
Οἱ ἄλλοι ἐπιβάτες ἔλεγαν, κι αὐτοί, ὅτι δὲν ἔβλεπαν τίποτα, κι ἄρχισαν
νὰ μὲ κοιτοῦν μὲ ἕνα τρόπο σὰν νὰ μὲ περνάγανε γιὰ τρελό.
»Τελικά, ὁ καπετάνιος, ἀφοῦ μὲ εἶδε ποὺ ἤμουνα τόσο ταραγμένος,
περισσότερο γιὰ νὰ μὲ εὐχαριστήσει, γύρισε τὸ φεριμπὸτ μερικὲς ἑκατοντάδες
μέτρα πίσω, μόνο γιὰ νὰ μὲ πείσει ὅτι δὲν ὑπῆρχε κανένα σκυλὶ ποὺ κολυμποῦσε·
καὶ πραγματικά, ὅταν τὸ φεριμπὸτ ἄρχισε νὰ γυρνάει, ὁ Φούριο εἶχε ἐξαφανιστεῖ
κι ἐγὼ δὲν ξαναεῖπα τίποτα, γιὰ νὰ μὴ μὲ νομίσουν τελείως παλαβό.
»Ὣς
ἐδῶ, θὰ μοῦ πεῖτε, τίποτα περίεργο. Ὅμως ἀκοῦστε. Ἀπὸ τότε κάθε δυὸ-τρεῖς
μῆνες, μπορεῖ νὰ πεῖ κανείς, ἡ σκηνὴ ἐπαναλαμβάνεται: δὲν ἔχει καλὰ-καλά
το φεριμπὸτ ξεμακρύνει ἀπὸ τὴν ὄχθη καὶ φτάνει τρέχοντας μὲ ὅλη του
τὴ δύναμη αὐτός, ὁ Φούριο, ποὺ ρίχνεται στὸ νερὸ καὶ δρόμο πίσω ἀπὸ τὸ
καραβάκι. Μὰ τὸ καραβάκι προχωρᾶ πιὸ γρήγορα ἀπ΄αὐτὸν καὶ τὸ δύστυχο
τὸ ζωντανὸ μένει πίσω καὶ κολυμπᾶ μὲ τὴ δύναμη τῆς ἀπελπισίας· καὶ
μὲ κοιτᾶ, μὲ κοιτᾶ. Αἰσθάνομαι τὰ μάτια του ποὺ μπαίνουν ἐδῶ μέσα», κι
ἔδειχνε τὴν καρδιά του. «Ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ μετὰ ὁ Φούριο δὲν τὰ καταφέρνει
καὶ βλέπω τὸ κεφαλάκι του νὰ ἐξαφανίζεται κάτω ἀπ΄τὸ νερό· κάθε φορὰ
τὰ ἴδια... Ὅμως δὲν τὸν καλῶ· μένω ἤρεμος, δὲν φωνάζω νὰ σταματήσει
τὸ καραβάκι. Ξέρω ὅτι δὲν εἶναι παρὰ ἕνα φάντασμα. Ἂν κάνω τὸ λογαριασμό,
σήμερα θά ΄πρεπε νὰ ἦταν εἴκοσι τεσσάρων χρονῶν. Ποτὲ σκύλος δὲν ἔζησε
τόσο.» Δάκρυα χαράκωναν τὰ μάγουλά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου