ΦΤΑΣΑΝ
νοικάρηδες καινούργιοι στὸν ἐπάνω ὄροφο. Μετακομίζανε ἀναποφάσιστοι
τὰ ἔπιπλά τους πότε ἐδῶ, πότ’ ἐκεῖ, σούρνοντάς τα στὸ πάτωμα, πάνω ἀπ’
τὸ κεφάλι μου. Γράφαν κάτι ἀπαίσιους ἤχους: «Γρρρρ» κάναν τὰ βαριὰ κομμάτια,
ὅταν διένυαν μεγάλη ἀπόσταση, καὶ κοφτὸ παχὺ «Γρ», ὅταν σπρώχνονταν
λίγο. Διαπεραστικά, ἀνατριχιαστικὰ «Σίιιπ» βγάζαν τὰ πιὸ ἐλαφριὰ
στὶς μεγάλες ἀποστάσεις, κ’ ἕνα «Σσς» χαμηλόφωνο στὶς μικρές.
Βέβαια
οἱ ἦχοι δὲν ἦταν ἀκριβῶς αὐτοὶ ποὺ γράφω ‘δῶ. Τὰ πράγματα ἔχουν μιὰν ἄλλη
γλώσσα, δικιά τους, ποὺ δὲν καλύπτεται ἀπ’ τοὺς συνδυασμοὺς τῶν εἰκοσιτεσσάρων
γραμμάτων μας. Πάντως, περίπου ἔτσι κάνανε: «Γρρρρ» καὶ «Γρ», «Σίιιπ»
καὶ «Σσς». Μοῦ ’χανε σπάσει τὰ νεῦρα!
Ἀδύνατο
νὰ συγκεντρωθῶ νὰ τελειώσω τὸ βιβλίο ποὺ διάβαζα. Ἕως ὅτου θυμήθηκα
πῶς ἔπαιζα μικρή:
«Αὐτὸ
εἶναι βελανίδι» ἔλεγε ἡ μάνα μου. «Καὶ τί ἄλλο μπορεῖ νὰ ‘ναι;» ρώταγα.
Κ’ ἐκείνη, βαριαστενάζοντας: «Ξέρω ἐγώ; Τίποτε! Τί ἄλλο; Βελανίδι
εἶναι, παιδάκι μου!..» Καὶ γυρίζανε σπίτι μὲ γιομάτη τὴν τσάντα της
βαλανίδια, ποὺ τά ’βαφα, τοὺς κόλλαγα κ’ ἕνα φτερὸ καὶ γίνονταν ἀνθρωπάκια
μὲ καπέλο καὶ λοφίο, τὰ χώριζα —ἀπὸ δῶ τὰ βαλανίδια, ἀπὸ κεῖ τὰ καπελάκια
τους— καὶ γίνονταν κολιὲ τὰ μέν, ποτηράκια-γοῦρνες-κολυμπῆθρες-πέτρες
δαχτυλιδιῶν τὰ δέ, τὰ ἔσκιζα στὴ μέση, ἔβγαζα τὸν καρπὸ καὶ τὰ ἔκανα
κούνια γιὰ τὴν Τοσοδούλα, βάρκες ἢ ―ἀνάποδα― καβούκια χελώνας καὶ ἄλλα
ποὺ τώρα δὲν θυμᾶμαι. (Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο μάζευα χαλασμένους γλόμπους,
καπάκια ἀπὸ μποτίλιες, κουρέλια, κόκκαλα σουπιᾶς, ξύλα, χάντρες καὶ
πούλιες, ποὺ μοῦ ἔδιναν τσιγγούνικα οἱ μοδίστρες, καθὼς καὶ κομμάτια
ἀπὸ χαλασμένα παιγνίδια. Γενικὰ ―περιέργως― σὰν θρησκεία ἢ πολιτική,
ὅ,τι σπασμένο ἢ ξεκοιλιασμένο, τό ’χα σὲ μεγαλύτερη ἐκτίμηση ἀπ’
τὸ γερό, τὸ καινούργιο.)
Λοιπόν, κοντεύοντας νὰ πάθω κρίση νευρικὴ ἐξαιτίας τῶν ἤχων
ποὺ γράφαν οἱ τοῦ πάνω ὀρόφου τσουλώντας τὰ ἔπιπλά τους πάνω ἀπ’ τὸ
κεφάλι μου (τί «πάνω»; «μέσα» στὸ κεφάλι μου!) θυμήθηκα πῶς ἔπαιζα
μικρή, κι ἀμέσως, δίχως κόπο, τὰ «Γρρρρ» καὶ «Γρ», τὰ Σίιιπ» καὶ Σσς»,
γίνανε βρυχηθμοὶ θηρίων καὶ σφυρίγματα ἑρπετῶν! Ἄλλο νὰ σᾶς τὸ λέω
κι ἄλλο νὰ τὰ ἀκοῦτε! Θὰ μένατε ἔκπληκτοι. Δὲν ἔχετε ἰδέα πῶς μοιάζουνε!..
Μετακομίζοντας κάποιος ἀπ’ τὸν ἀπὸ πάνω σας ὄροφο θὰ μὲ δικαιώσετε.
Οἱ
ἴδιοι ἦχοι ποὺ πρὶν μὲ κάνανε ἔξω φρενῶν, τώρα μὲ γοήτευαν! Τέτοια
φυσιολατρία δὲν τὴν περίμενα ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου. Μεγαλεῖα! Ζούγκλα
ὁλάκερη - καταδικιά μου!..
Ἀφοῦ
τὴν ἀπόλαυσα γιὰ λίγο, ἀποτέλειωσα τὸ βιβλίο ποὺ διάβαζα – ἔχοντας
τὴν ἴδια αἴσθηση πού ’χε ἄνθρωπος μόνος στὴ φύση καὶ δὴ τὴν ἄγρια, ὅπου
τα φθαρτὰ μικραίνουν καὶ τὰ αἰώνια βαραίνουν. Καί, ἀπολύτως σίγουρη
πὼς ὅ,τι σημείωσα ὡς «καλὸ στοιχεῖο» στὸ βιβλίο μου ἤτανε πράγματι
τέτοιο, ξάπλωσα στὸ κλαρί μου καὶ κοιμήθηκα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου