Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Ο Heathcliff και τα ανθρώπινα ερείπια: από την Emily Brontë στον σύγχρονο ξεριζωμένο άνθρωπο

του Μιχαήλ Θεοδοσιάδη

Πόσο λάθος θα ήταν αν λέγαμε ότι η ιστορία που ξετυλίγεται στο Wuthering Heights της Ρομαντικής Emily Brontë προεικονίζει κατά κάποιον τρόπο τον ξεριζωμένο σύγχρονο άνθρωπο; Στην ουσία καθόλου! Αρχικά, αυτό που βλέπει κανείς στον κόσμο του Wuthering Heights, από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος είναι πως ο έρωτας, ο φθόνος, ο φόβος, η άγνοια και η ελπίδα πλημμυρίζουν τα πάντα. Έρωτας παράφορος που συμβιώνει με την μελανή ψυχή των ηρώων και το πηγαίο μίσος τους. Όπως λέει η Martha Nussbaum (2003, σ.404) σε αυτό το μυθιστόρημα η επίγεια αγάπη είναι αυτοσκοπός (επίγεια διότι η Nussbaum επικεντρώνεται κυρίως στην εγκοσμιότητα του μυθιστορήματος, θέλοντας έτσι να τονίσει την διαφοροποίησή της από όσους θα έδιναν μια αμιγώς θρησκευτική ερμηνεία στο έργο της Emily Brontë). Αυτό που, ωστόσο, παίζει κυρίαρχο ρόλο στην ιστορία είναι η ψυχοσύνθεση ενός από τους πιο κεντρικούς χαρακτήρες, του περιβόητου Heathcliff. Αν πραγματικά υπήρχε μια θρησκεία που δεν θα δεχόταν την ύπαρξη κάποιου Θεού, παρά μόνο της κολάσεως, τότε ίσως η φιγούρα του Heathcliff να ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος της σε αυτόν τον κόσμο! Ο Heathcliff, που θυμίζει τον τερατόμορφο άνθρωπο του Hobbes, όπως λέει ο Terry Eagleton (2005, σ.110), μας προϊδεάζει πως πραγματικά θα μπορούσε να ήταν η ανθρωπότητα αν αντί για την αρετή και την κοινή ευπρέπεια, είχε υιοθετήσει την ηθική της κακίας, δίχως να αναγνωρίζει καμιά ελεημοσύνη παρά τον ατομικισμό, την εκδίκηση και τον φθόνο. Πρόκειται για έναν κόσμο χαμένο μέσα στη δίψα και την ακόρεστη επιθυμία για συνεχόμενη και αέναη επιβολή, για έναν κόσμο που, ταυτοχρόνως, καθιστά κάθε άνθρωπο σκλάβο μιας αυθαίρετης εξουσίας (όπως θα δούμε παρακάτω), εφόσον απουσιάζει αυτό που θα μπορούσε να δώσει έμφαση στις κοινές έννοιες και την πιο ζωντανή συνύπαρξη του κοινού κόσμου, το δημόσιο (ή αλλιώς πολιτικόπεδίο. Πoιό είναι, ωστόσο, το βασικό μοτίβο που διαμορφώνει την ψυχή του Heathcliff, αν όχι αυτό του ξεριζωμού; Μπορεί κανείς να διαφωνεί ως προς αυτή την προσέγγιση, τονίζοντας πως ο αναγνώστης θα πρέπει αρχικά να εστιάσει στην ταπείνωση που ο χαρακτήρας αυτός είχε υποστεί κατά την παιδική του ηλικία. Ποιός μπορεί, όμως, να αρνηθεί πως η ταπείνωση του Heathcliff ήταν αποτέλεσμα του δικού του ξεριζωμού;
Η ιστορία, λοιπόν, ξεκινά με την επίσκεψη του Lockwood στην έπαυλη του Thrushcross Grange στη βόρεια Αγγλία. Ο Lockwood δεν είναι παρά ένας πλούσιος αστός από τη νότια Αγγλία, που νοικιάζει την έπαυλη αναζητώντας ψυχική ηρεμία προκειμένου να αναρρώσει από την ασθένειά του. Όταν στον ύπνο του εμφανίζεται η μορφή της Catherine (ένα από τα παιδιά της οικογένειας Earnshaw της οικίας με το όνομα Wuthering Heights) ξυπνά τρομαγμένος. Στη συνέχεια, ζητά από την οικονόμο, Nelly Dean, να του αφηγηθεί την ιστορία της οικογένειάς στα Heights. Ο Heathcliff, λοιπόν, είχε υιοθετηθεί από τον πατέρα Earnshaw όταν ο ίδιος επέστρεψε από ταξίδι στο Liverpool. Ο Heathcliff, που συνήθως περιγράφεται ως ένα βρώμικο και σκουρόχρωμο αγόρι, θα γίνει μέλος της οικογένειας, αλλά λόγω της διαφορετικότητάς του θα βρεθεί στη δυσμένεια τόσο των θετών γονέων του όσο και του γιου τους, Handley. Παρά τις διακρίσεις και τον ρατσισμό που βιώνει από τον Handley, μέχρι και το 13ο έτος της ηλικίας του δεν εκφράζει καμία αντίδραση. Όταν ο Handley, μετά τον θάνατο του Earnshaw, γίνεται κύριος των Heights, αμέσως θα δείξει όλο το μίσος που τρέφει για τον θετό του αδελφό, μετατρέποντάς τον σε σκλάβο στα κτήματα. Την ταπείνωση αυτή μόνο η στοργή της Catherine (αδελφή του Handley) μπορεί να καταπραΰνει, η οποία, ωστόσο, στα επόμενα κεφάλαια εγκαταλείπει τον οίκο, για να παντρευτεί τον αριστοκρατικής καταγωγής Linton και να ζήσει στο Thrushcross Grange. Ο Heathcliff, όντας προδομένος από την Catherine, φεύγει από τα Heights, για να επιστρέψει έπειτα από χρόνια, έχοντας μυστηριωδώς αποκτήσει μια μεγάλη περιουσία. Αμέσως βάζει σε εφαρμογή ένα σχέδιο αμείλικτης κυριαρχίας, όπου με αβυσσαλέο μίσος επιτίθεται σε όλους του τους αντιπάλους, μαζί και στον θετό του αδερφό, φτάνοντας μέχρι και στο σημείο να φυλακίσει τη νεαρή Cathy (κόρη της Catherine) στο Heights με στόχο να εκδικηθεί την προδοσία της μητέρας της. Κανείς δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στα σχέδιά του, δίχως να έρθει αντιμέτωπος με την μανία και το αγελαίο μίσος του.
Ο Heathcliff, λοιπόν, ο νεαρός που βρίσκονταν να περιφέρεται στους δρόμους του Liverpool, δεν θα καταφέρει ποτέ του να γίνει ένας Earnshaw. Δεν γνωρίζει ούτε το παρελθόν του, αν όντως είναι απόγονος κάποιας πριγκιπικής οικογένειας της Ινδίας η της Κίνας, και μεταφέρθηκε στην Αγγλία κατόπιν απαγωγής του από Βρετανούς στρατιώτες, όπως του λέει η Dean προσπαθώντας να τον καθησυχάσει τη στιγμή που η Catherine αποφασίζει να συζήσει με τον Linton[1], ή ήταν πάντα το εγκαταλελειμμένο παιδί κάποιων τσιγγάνων, ένας ακοινωνικός περιπλανώμενος, μια αταξική φυσική μορφή ζωής (Eagleton 2005, σ.103). Λόγω, ακριβώς, του ξεριζωμού του θα αντιμετωπίζεται πάντα ως ένας «περιττός» δούλος, όπως θα έλεγε η Hannah Arendt στο δεύτερο μέρος του Origins of Totalitarianism (1976), όπου αναλύεται το φαινόμενο του ανθρώπινου ξεριζωμού σε συνδυασμό τόσο με την μή ύπαρξη του πολιτικού σώματος, όσο και με την απώλεια της ταξικής ταυτότητας. Ο ξεριζωμός αυτός, ως αποτέλεσμα της καταστροφής του πολιτικού πεδίου στην σκέψη της Arendt είναι κεντρικής σημασίας. Το πολιτικό σώμα υπερέχει κάθε άλλου θεσμού· το πολιτικό σώμα ριζώνει και προστατεύει. Αυτό που επέτρεψε τους ιθαγενείς της Αφρικής να καταστούν βορά των λευκών επιδρομέων είναι ακριβώς ο προ-πολιτικός χαρακτήρας του νομαδικού τους τρόπου ζωής. Με άλλα λόγια, η απουσία του πολιτικού σώματος ήταν αυτό που μετέτρεψε τους ιθαγενείς σε superfluous people στα μάτια των Ευρωπαίων. Ως άμεση συνέπεια, οι λευκοί επιδρομείς όταν εξουσίαζαν (και συνεπώς εκτελούσαν μαζικά) τους πληθυσμούς της μαύρης ηπείρου, δεν είχαν την αίσθηση ότι εγκληματούσαν εναντίον της ίδιας της ανθρωπότητας, δολοφονώντας ανθρώπους. Αντιθέτως, αισθάνονταν πως ήταν αντιμέτωποι με όντα που μονάχα ως αναλώσιμο υλικό θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν (Arendt 1976). Η διάλυση της ταξικότητας, την ίδια στιγμή, στα πλαίσια της μετατροπής των κοινωνιών από ταξικά διαχωρισμένες σε μαζικές κοινωνίες ήταν αυτό που βοήθησε τα ολοκληρωτικά καθεστώτα να ανέλθουν στην εξουσία, διαβρώνοντας τον κοινό κόσμο, δηλαδή τις κοινές αξίες που οι άνθρωποι των διαφορετικών τάξεων συμμερίζονταν, νοηματοδοτώντας την ίδια τους την ύπαρξη μέσα στον χωροχρόνο. Αυτό, λοιπόν, είναι και το στοιχείο που απουσιάζει από τον μικρό Heathcliff, η ρίζα που αποκτάμε μέσα στον κοινό κόσμοτων αποφάσεων και της συλλογικής ζωής, στην περίπτωση του Wuthering Heights, μέσα από τον κοινό μικρόκοσμο του οίκου Earnshaw.
Η επικαιρότητα, λοιπόν, του μυθιστορήματος βρίσκεται σε αυτό ακριβώς το ιδιαίτερα λεπτό σημείο που συναντά κανείς στον ξεριζωμένο Heathcliff, ένας χαρακτήρας που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αλληγορικά, προκειμένου να μας δείξει ότι η απώλεια του (εν μέρει) πολιτικού σώματος του έθνους-κράτους στη δεδομένη στιγμή που συντελείται η παγκοσμιοποίηση, στα πλαίσια της αποθέωσης του κοσμοπολίτικου νεοφιλελευθερισμού, είναι η σταδιακή απώλεια του «δικαιώματος να αποκτά κανείς δικαιώματα» (όπως έλεγε η Arendt βασισμένη στη μελέτη της για την σταδιακή αποσάθρωση των εθνών κρατών κατά την περίοδο του μεσοπολέμου). Όπως ακριβώς ο Heathcliff με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να υποχρεώσει τα άλλα μέλη της οικογένειας να αλλάξουν πολιτική εναντίον του, έτσι και ο σύγχρονος ξεριζωμένος άνθρωπος, αποκλεισμένος από τις αποφάσεις, δεν είναι παρά ένα γρανάζι στη μηχανή της απόλυτης κεφαλαιακής εξάπλωσης. Αν φυσικά θελήσουμε να δούμε πιο καθαρά την εικόνα του νεαρού Heathcliff, τότε δεν έχουμε παρά να συγκρίνουμε όλες αυτές τις περιπτώσεις με το ατέλειωτο δράμα των προσφύγων, όντας ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα ανθρώπινου ξεριζωμού στις μέρες μας. Όπως ο Heathcliff, λόγω ακριβώς της αδυναμίας του να συμμετάσχει στη συλλογική ζωή και τις αποφάσεις του οίκου, καταντά μια «περιττή» ύπαρξη, έτσι και οι ίδιοι οι πρόσφυγες, όχι μόνο εκτίθενται στην ισχύ και την υπεροχή των ευνοούμενων του έθνους-κράτους, αλλά καταλήγουν οι «περιττοί» μιας κοινωνίας που τους απομονώνει σταδιακά. Οι πληθυσμοί αυτοί, παρότι δεν στρέφονται στην εκδίκηση και τη μανία όπως ο Heathcliff (καθώς δεν διαθέτουν ισχύ ώστε να επιβληθούν), θα αποτελέσουν τους σημερινούς παρίες, κάτι σαν τον κύριο Κ. του Κάφκα, ο οποίος ποτέ δεν θα κατορθώσει να φτάσει στον Πύργο, όπως ακριβώς και οι μετακινούμενοι πληθυσμοί δεν θα πετύχουν ποτέ να σκαρφαλώσουν στην κορυφή του δυτικού ονείρου βλέποντας πάντα πίσω τους κλειστές πόρτες, ενώ την ίδια στιγμή δεν υφίσταται κανένας δρόμος επιστροφής προς τα οικεία τους εδάφη.
Επιστρέφοντας στην ιστορία του Wuthering Heights, αυτό που βλέπουμε στον Heathcliff όταν πλέον έχει μεγαλώσει, είναι η πιθανή εξέλιξη ενός ξεριζωμένου ανθρώπου. Πρόκειται για ένα πλάσμα βίαιο, μοχθηρό και εκδικητικό, που ενδιαφέρεται μονάχα για την προσωπική του δόξα, εφόσον καμία άλλη αξία δεν υφίσταται που να το συνδέει με τους ανθρώπους γύρω του. Δεν υπάρχει κανένας κοινός κόσμος για τον Heathcliff, κανένα λιμάνι και κανένα καταφύγιο έπειτα από την προδοσία της Catherine και την συνεχόμενη ταπείνωση από την θετή του οικογένεια. Ως εκ τούτου, το μοναδικό πράγμα με το οποίο μπορεί να συνδεθεί και να ταυτιστεί είναι ο υλικός πλούτος, η ολοένα και περισσότερη συγκέντρωση (αυθαίρετης) εξουσίας. Ποιά άλλη μορφή, φυσικά, αντικατοπτρίζεται μέσα από τούτη τη φιγούρα του Heathcliff, αν όχι ο σύγχρονος καπιταλιστής, που συνεχώς επιδιώκει την αέναη αύξηση των κερδών του (ακόμα και για χάρη του ίδιου του κέρδους); Όπως, άλλωστε, έλεγε και η Simone Weill (2002, σ.49) ο πλουτισμός δεν είναι παρά στοιχείο κοσμοπολιτισμού, και συνάμα στοιχείο που προωθεί τον ξεριζωμό ως μια κατεξοχήν ιδεατή αρχή για τις ανθρώπινες κοινωνίες. Ως εκ τούτου, η ταύτιση του Heathcliff με τον πλούτο δεν είναι παρά ενδεικτικό μιας κοσμοπολίτικης προσωπικότητας δίχως ρίζες, δίχως κοινό κόσμο και ηθική ευπρέπεια, παραδομένη στο ναρκισσισμό της εγωπαθούς του φυσιογνωμίας. Στον Heathcliff, λοιπόν, κανένας ανθρωπισμός, καμμιά συμπόνοια και αγαθοσύνη δεν έχει απομείνει. Όπως, επιπλέον, λέει ο Eagleton (2005, σ.111), η μοναδική ελευθερία που έχει απομείνει στον Heathcliff είναι η ελευθερία να υποδουλώνει κάθε ανθρώπινο ον. Αυτό, άλλωστε, φαίνεται ξεκάθαρα και από την στάση του στον Handley, όταν θα επιστρέφει στα Heights πλούσιος και εκλεπτυσμένος, εξαγοράζοντας όλα τα χρέη που ο θετός αδελφός του δημιούργησε έχοντας εξαρτηθεί από τον τζόγο. Έτσι, δεν θα διστάσει να τον υποδουλώσει, παίρνοντας ταυτόχρονα εκδίκηση για όλη την ταπείνωση είχε υποστεί (από τον Handley) κατά την παιδική του ηλικία. Και εφόσον, λοιπόν, ολόκληρη η οικία έχει παρέλθει στα χέρια του Heathcliff, οι συντεχνιακές (προ-νεωτερικές) δομές που εξυπηρετούσαν τον οικονομικό εφοδιασμό των Heights εξαφανίζονται (Eagleton 2005, σ.115). Άλλωστε, όπως είχε ισχυριστεί η Rosa Luxemburg (2003), o καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής απορροφά τις μή καπιταλιστικές οικονομίες, και επιβάλλεται με φωτιά και σίδηρο στις προ-νεωτερικές κοινωνίες (συνήθως του μή δυτικού κόσμου).
Ο Heathcliff, βέβαια, έλκεται από την Catherine. Γνωρίζει, ίσως, ότι μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να γίνει ένας Earnshaw, να ριζώσει και να αποκτήσει τον σεβασμό του οίκου, ή έστω να ζει με την ψευδαίσθηση πως έχει ενσωματωθεί στα Heights. Όμως και η ίδια η Catherine έλκεται και αυτή από τον Heathcliff. Η τραγικότητα, βέβαια, αυτής της ανθρώπινης κατάστασης έγκειται ακριβώς σε αυτό που έλεγε η Simone Weill (2002, σ.48), ότι ένας ξεριζωμένος οδηγεί και τους υπόλοιπους στον ξεριζωμό! Αυτό λοιπόν συμβαίνει στην ίδια την Catherine· αντί να «ριζώσει» τον Heathcliff στον οίκο, ξεριζώνεται η ίδια! Χάνει καί την ταξική αλλά καί την οικογενειακή της ταυτότητα, και πάνω απ’ όλα τις ηθικές τις αρχές· θαμπώνεται από τα φώτα της οικίας Linton, από τον υλικό του πλούτο και την αριστοκρατική του ηθική. Κι έτσι, σταδιακά διαγράφει το παρελθόν της από τα Heights και ως επακόλουθο εξαφανίζεται από τον ίδιο τον κόσμο, ενώ ο Heathcliff απομένει μόνος του αναζητώντας εκδίκηση και ζώντας από το ίδιο του το μίσος. Θα ήταν λάθος, παρά ταύτα, να παραλείψουμε και τον χαρακτήρα του αστού Lockwood, ο οποίος ξεπερνά σε κυνισμό τόσο τον Linton όσο και τον Heathcliff (χωρίς, βέβαια, να συμμερίζεται τη βιαιότητά του. Πρόκειται, κατά κύριο λόγο, για την πιο εξευγενισμένη έκφανση του ανθρώπινου κυνισμού). Το όνομά του, εξάλλου, (Lock Wood) παραπέμπει αν μή τι άλλο σε μια «κλειδωμένη ψυχή» (locked in the wood), καθότι δεν βλέπει τίποτα παρά την υλική του ευημερία και τις προσωρινές ανέσεις. Δεν είναι παρά μια αντανάκλαση του μοντερνιστή αριστοκράτη του πνεύματος των μητροπόλεων, αυτών που ο George Orwell στο The Road to Wigan Pier (1989) αποκαλεί organic intellectuals, λόγω του διάχυτου ελιτισμού τους, και της περιφρόνησης που έδειχναν για τον «μέσο εργάτη». Ο Lockwood είναι ο ακροατής της ιστορίας. Μόλις η Nelly Dean αφηγείται τα γεγονότα του Heights, ο ίδιος ταράζεται, σα να έρχεται σε επαφή με έναν κόσμο άγριο και ωμό, που μέχρι χθες αγνοούσε την ύπαρξή του, ζώντας στις ανέσεις της κοσμοπολίτικης νότιας Αγγλίας. Είναι ο τουρίστας/αστός της μητρόπολης, που περιφρονεί και αγνοεί την επαρχία και την ενδοχώρα, όπως οι οργανικοί διανοούμενοι του Orwell απεχθάνονται τη λαϊκότητα, την ταυτότητα και τον κοινοτικό πνεύμα των εργατών της Βόρειας Αγγλίας. Φαίνεται πως δεν γνωρίζει, μήτε θέλει να καταλάβει ότι η επαρχία έχει και αυτή τους δικούς της ρυθμούς ζωής, κοινώς τη δική της ταυτότητα, μέσα στην οποία το μίσος, η αγάπη, η ζήλια, ο φθόνος και η αγαθοσύνη εκφράζονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο, που ουδέποτε οι αλλοτριωμένοι μπουρζουάδες των μητροπόλεων προσπάθησαν να καταλάβουν. Για αυτόν οι ιστορίες του Yorkshire (όπου διαδραματίζεται η ιστορία του Heathcliff) δεν είναι παρά μια θεατρική παράσταση για σύντομη κατανάλωση αναλώσιμων εντυπώσεων.
Θα μπορούσαν, πραγματικά, να γραφτούν πάρα πολλά για τούτο το αξιοθαύμαστο μυθιστόρημα, μέσα από το οποίο με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο η Ρομαντική συγγραφέας προσπαθεί να εξερευνήσει τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Όπως για παράδειγμα, η αμφισβήτηση του θεσμού της οικογένειας, έναν θεσμό που τόσο αβασάνιστα υποστηρίζει ο Christpher Lasch στο βιβλίο του Heaven in a Heartless World (1995) ως τη μοναδική σανίδα σωτηρίας σε έναν κόσμο ταραγμένο. Όμως, η Emily Brontë έρχεται σε ρήξη με τούτο το σκεπτικό που εξιδανικεύει την οικογένεια ως το μοναδικό λιμάνι γαλήνης μέσα σε έναν βίαιο κόσμο (μια κυρίαρχη αντίληψη κατά τη Βικτωριανή εποχή) (Eagleton 2005, σ.105), καθότι ένας τέτοιος θεσμός μπορεί να αποκλείει αντί να ενσωματώνει, να δημιουργεί έριδες (όχι μόνο με αυτούς που έχει αποκλείσει, αλλά εξίσου και με τα «εσωτερικά» της μέλη). Πολύ περισσότερο όμως, αυτό που μας διδάσκει το μυθιστόρημα, είναι πώς το φαινόμενο του ξεριζωμού (που όλο και περισσότερο συναντάμε στις μέρες μας, κάτω από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και τις ψευτοαξίες του κοσμοπολιτισμού) δεν είναι παρά μια τραγική ανθρώπινη κατάσταση, και με τίποτα δεν θα πρέπει να την βλέπουμε ως χειραφετική επιλογή ενάντια στην ετερονομία των κλειστών ταυτοτήτων (λόχου χάρη, του απαράδεκτου εθνικισμού). Είναι μια κατάσταση, λοιπόν, που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει τον κύκλο της αποσύνθεσης, από τον καταναγκασμό και την ταπείνωση στην μανία και την εκδίκηση, και, όπως πολύ σωστά είχε αναλύσει η Simone Weil (2002), ωθεί στην ανάδυση ακόμα πιο αυταρχικών και πατριαρχικών μορφών εξουσίας, πράγμα που, ούτε λίγο ούτε πολύ, συναντά κανείς σήμερα στο mainstream Ευρωπαϊκό κοινωνικο-πολιτικό σκηνικό. Επιπλέον, η στάση του νεαρού ξεριζωμένου Heathcliff δεν είναι παρά μια στάση που έτσι κι αλλιώς παίρνουν όλοι οι άνθρωποι όταν βρίσκονται σε θέση αδυναμίας, σε αντίθεση με τον «χειραφετημένο» Heathcliff, τον ανελέητο δεσπότη. Αξίζει να συζητηθεί και το παράδειγμα των Πουριτανών Εγγλέζων: όντας μια καταπιεσμένη μειονότητα στην Αγγλία του 1600 δήλωναν υπέρ της ανεξιθρησκίας. Πώς, όμως, αυτό το δικαίωμα οι ίδιοι αρνήθηκαν σε άλλους όταν απέκτησαν ισχύ; Ως εκ τούτου, θα ήταν λάθος να κρίνουμε τα ανθρώπινα πράγματα μονάχα από τη σκοπιά του διωκόμενου, αγνοώντας τις συνέπειες που θα είχε μια πιθανή αλλαγή της κοινωνικής θέσης ενός ψυχικά ταπεινωμένου/ξεριζωμένου ανθρώπου, όταν από «περιττός» παρίας αποκτήσει δύναμη στα χέρια του.
Ο ξεριζωμός είναι ένας από τους βασικότερους λόγους που συμβάλει στη μετατροπή των ανθρώπων σε παρίες, οι οποίοι με την πρώτη ευκαιρία δεν θα δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο προκειμένου να ανέλθουν και αυτοί στα ανώτατα κλιμάκια της ιεραρχίας, αναπαράγοντας έτσι τη διαλεκτική δούλου/αφέντη. Η κριτική αποδοχή των παραδόσεων (που δεν έχει να κάνει με τον τυφλό εναγκαλισμό των δοσμένων αξιών) και η επανάκτηση της λαϊκότητας – όπως την κατανοούσε ο Orwell στο England Your England (βλ Inside the Whale) – θα μπορούσαν να αποτελέσουν ανάχωμα στη διάπλαση προσωπικοτήτων σαν αυτή του Heathcliff. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως η κοινή ευπρέπεια και η λαϊκότητα (ως ρίζα) είναι έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες: το παραδοσιακό κέλτικο τραγούδι οι Δύο Αδελφές (Twa Sisters) για παράδειγμα, μας διδάσκει πως κανείς μας δεν θα έβγαινε κερδισμένος αν υιοθετούσαμε ως πρότυπο τον άνθρωπο του Heathcliff. Με άλλα λόγια, η κοινή ευπρέπεια υπάρχει μέσα στις λαϊκές παραδόσεις, πράγμα που ενισχύει την άποψη του Lasch (1995, σ.111), ότι η κοινή λογική εμπεριέχεται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό μέσα στη συμπεριφορά των απλών ανθρώπων, παρά σε ιδεολογικά σχήματα που έχουν επικρατήσει εντός των δημόσιων διαλόγων, ή στις διδαχές των οργανικών διανοούμενων. Η διαρκής αναζήτηση μιας ταυτότητας, επομένως, όπως έκανε ο Οδυσσέας του James Joyce, δεν μπορεί παρά να στοχεύει στην αναγνώριση όλων αυτών των κοινών λαϊκών στοιχείων που θα μπορούσαν να οικοδομήσουν έναν πολιτισμό αλληλοσεβασμού, υποχρέωσης, κατανόησης, αλληλεγγύης και ηθικής ευπρέπειας, αν δεν θέλουμε ο ήδη διαβρωμένος μας κοινός κόσμος, να καταστεί ένας σκουπιδότοπος ανθρώπινων ερειπίων…
[1] “I’ll tell you, I do. You’ re fit for a prince in disguise. Who knows but your father  was Emberor of China, and your mother an Indian queen, each of them able to buy up, with one week’s income, Wuthering Heights and Thrushcross Grange together? And you were kidnapped by wicked soldiers, and brought to England. Were I in your place, I would frame high notions of my birth; and the thoughts of what I was should give me courage and dignity to support the oppressions of a little farmer!” (Emily Brontë, Wuthering Heights, p.45).
Βιβλιογραφία:
Arendt, H., 1976. The Origins of Totalitarianism. 6th ed. USA: A Harvest Book.
Brontë, Emily. 2003. Wuthering Heights. London: Norton & Company.
Eagleton, Terry, 2005. Myths of Power. A Marxist Study of the Brontës. London: Palgrave MacMillan.
Kafka, Franz. 2000. The Castle. London: Penguin Books.
Lasch, Christopher. 1995. Heaven in a Heartless World. London: Norton & Company.
Lasch, Christopher. 1995. The Revolt of the Elites and the Betrayal of Democracy. London: Norton & Company.
Luxemburg, Rosa. 2003. The accumulation of capital. London: Routledge.
Nussbaum, Martha. Wuthering Heights: The Romantic Ascent. Στο βιβλίο: Brontë, Emily. 2003. Wuthering Heights. London: Norton & Company.
Orwell, Goerge. 1957. Inside the Whale and Other Essays. London: Penguin Books.
Orwell, Goerge. 1989. The Road to Wigan Pier. London: Penguin Books.
Weil, Simone. 2002. The Need for Roots. London: Routledge.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου