Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Ἕλενα Στριγγάρη:Ἡ Ἑ­λέ­νη



ΣΑΡΑΝΤΑΡΙΣΕ ὁ παπ­πούς. Κι αὐ­τὸς καὶ τ’ ἀ­δέρ­φια του ζοῦ­σαν στε­ρη­μέ­νοι καὶ μό­νοι. (Ὁ κό­σμος τοὺς ἀ­πο­κα­λοῦ­σε «Κα­λό­γη­ρους» καὶ τὴν πε­ρι­ο­χὴ ὅ­που ζοῦ­σαν τὴν ὀ­νό­μα­ζαν τῶν «Κα­λο­γή­ρων».) Ἐ­κεῖ­νοι, ὅ­μως, πα­ρὰ τὴν ἡ­λι­κί­α τους, ὀ­νει­ρευ­όν­του­σαν νὰ φτιά­ξουν, ἐ­πι­τέ­λους, ὁ κα­θέ­νας τους δι­κή του οἰ­κο­γέ­νεια. Νὰ ζή­σου­νε ἀν­θρώ­πι­να. Νὰ χα­ροῦ­νε παι­διά, ποὺ δὲν θὰ ζοῦ­σαν στε­ρη­μέ­να, κι ἂν ἤ­θε­λε ὁ Θε­ός, καὶ ἐγ­γό­νια. Πρῶ­τα, ἀ­πο­κα­τέ­στη­σαν τὶς ἀ­δερ­φές τους. Τὶς κα­λο­προί­κι­σαν καὶ τὶς τα­κτο­ποί­η­σαν, τώ­ρα ποὺ εἶ­χαν μπεῖ κι αὐ­τοὶ σὲ μιὰ σει­ρά. Με­τά, ἕ­να-ἕ­να παν­τρεύ­τη­καν καὶ τὰ ἀ­γό­ρια. Ὁ παπ­πούς μου πῆ­ρε, βέ­βαι­α, τὴν για­γιά μου, ποὺ ἤ­τα­νε τό­τε κο­ρί­τσι εἴ­κο­σι χρο­νῶν. Δὲν ξέ­ρω ἂν πέ­ρα­σαν κα­λὰ μα­ζί. Ἡ για­γιὰ δὲν μοῦ εἶ­χε ἀ­να­φέ­ρει οὔ­τε ἕ­να πα­ρά­πο­νο. Μά­λι­στα, τὸν θε­ω­ροῦ­σε πρά­ο, κα­λό­βο­λο ἄν­θρω­πο καὶ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ σε­μνό. Μοῦ ’­δει­χνε πῶς τοῦ ἔ­κο­βε τσιμ­πιὰ μὲ τὸ με­γά­λο καὶ τὸ δεύ­τε­ρο δά­χτυ­λο τοῦ πο­διοῦ της, ὅ­ταν παί­ζα­νε στὸ κρε­βά­τι. Ἤ­τα­νε νὰ πε­θαί­νεις ἀ­πὸ τὸν πό­νο. Ὅ­μως ὁ παπ­πούς, λέ­ει, γε­λοῦ­σε!
Ἦ­ταν κα­λὸς καὶ δυ­να­τός. Αὐ­τό, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν για­γιά, τὸ ἔ­λε­γαν καὶ οἱ ἄλ­λοι. Ἀ­πό­δει­ξη καὶ τὸ σπά­νιου με­γέ­θους δα­χτυ­λί­δι του, ποὺ τὸ ἔ­χου­με ἀ­κό­μα. Δὲν νο­μί­ζω πὼς ὑ­πάρ­χει πα­ρό­μοι­ο. Λοι­πόν, πα­ρ’ ὅ­τι ἡ για­γιὰ μοῦ ’λε­γε πώς, τώ­ρα, ζεῖ πιὸ κα­λά, θὰ πρέ­πει νὰ μὴν πέ­ρα­σε καὶ ἄ­σχη­μα μα­ζί του. Πα­ρέ­α, ἔ­ζη­σαν μο­νά­χα λί­γα χρό­νια. Κά­να­νε τέσ­σε­ρα παι­διά. Μά, ὁ παπ­ποὺς δὲν τὰ χά­ρη­κε, οὔ­τε καὶ τὰ προ­στά­τε­ψε ὅ­σο θά ’­θε­λε. Πέ­θα­νε, τὸ 1933, τρί­α χρό­νια με­τὰ τὴ γέν­νη­ση τῆς μη­τέ­ρας μου, τοῦ μι­κρό­τε­ρου παι­διοῦ του. Τὸν τρό­μα­ξε ὁ ἕ­νας του ἀ­δελ­φός, μὲ φω­νὲς καὶ προ­τε­τα­μέ­νη κα­τα­πά­νω του μιὰ κα­ραμ­πί­να γιὰ κτη­μα­τι­κὲς δι­α­φο­ρές. Τοῦ ’­σπα­σε τὴν χο­λή, τὸν ἔ­στει­λε στὸν «Εὐ­αγ­γε­λι­σμό» κ’ ὕ­στε­ρα στὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο. Για­υτό, ἐ­μεῖς, τὸν «Εὐ­αγ­γε­λι­σμό» οὔ­τε ποὺ θέ­λου­με νὰ τὸν ἀ­κοῦ­με, δὲν τὸν ἐμ­πι­στευ­ό­μα­στε καί, βέ­βαι­α, δὲν χω­νέ­ψα­με πο­τὲ ἐ­κεῖ­νον τὸν ἀ­νεκ­δι­ή­γη­το θεῖο.
 Ἔ­μει­νε ἡ για­γιὰ νὰ με­γα­λώ­νει τέσ­σε­ρα παι­διὰ στὴν ἀρ­χή, πιὸ ὕ­στε­ρα τρί­α καὶ στὸ τέ­λος δύ­ο. Πα­ρό­τι ἦ­ταν μά­να τῶν ὀρ­φα­νῶν τοῦ ἀ­δερ­φοῦ τους, τὴν ἔ­συ­ραν στὰ δι­κα­στή­ρια, γιὰ τὴν ἐξ ἀ­δι­αι­ρέ­του κλη­ρο­νο­μιὰ τῶν ἀ­δερ­φῶν Κα­λό­γη­ρων, ἐ­πὶ εἰ­κο­σι­έ­να χρό­νια. Πι­έ­ζα­νε τὴν με­γα­λύ­τε­ρή της κό­ρη, τὴν Ἑ­λέ­νη, νὰ κα­τα­θέ­σει πὼς δὲν πέρ­να­γε κα­λά, γιὰ νὰ δι­εκ­δι­κή­σουν μέ­σῳ της τὴν κη­δε­μο­νί­α τῶν παι­δι­ῶν, τὴ δι­α­χεί­ρι­ση καὶ τοῦ με­ρι­δί­ου τῆς για­γιᾶς μου. Ἡ Ἑ­λέ­νη, μὴν ἀν­τέ­χον­τας τὴν πί­ε­ση, δε­κα­έ­ξι χρο­νῶν παι­δὶ μὲ μιὰ σφαί­ρα ἔ­φυ­γε ἀ­π’ ὅ­λους. Μπο­ρεῖ καὶ νὰ τὴν σκό­τω­σε κά­ποι­ος ἁ­ψύς, για­τί δὲν τὸν ὑ­πά­κου­σε. Γυρ­νών­τας ἀ­πὸ τὸ σχο­λεῖ­ο τὴν βρή­κα­νε ἡ θεί­α Λί­κα κι ἡ μα­μά, ξα­πλω­μέ­νη σ’ ἕ­να ντι­βά­νι σὰν ζων­τα­νή – μὲ μιὰ μι­κρού­λα τρύ­πα στὴν καρ­διά. Ἡ ἀ­στυ­νο­μί­α βρῆ­κε τὸ ὅ­πλο κι ὁ ἰ­α­τρο­δι­κα­στὴς πὼς ἤ­τα­νε παρ­θέ­να. Εἶ­ναι ἀ­πί­θα­νο τί ἄ­θλι­ες, ἀ­πί­θα­νες ἱ­στο­ρί­ες φτιά­ξα­νε με­τά, γι’ αὐ­τὴν τὴν ὑ­πό­θε­ση. Ὅ­μως, ὁ κό­σμος, ποὺ γνώ­ρι­ζε τοὺς χα­ρα­κτῆ­ρες καὶ τὸ γε­γο­νὸς τῆς δι­κα­στι­κῆς ἀν­τι­δι­κί­ας δὲν τοὺς ἔ­δι­νε βά­ση. Ἐ­ξάλ­λου, οἱ φταῖ­χτες πέ­φτα­νε σὲ ἀν­τι­φά­σεις, σὲ ὅ­ποι­αν αὐ­το­σχέ­δια ἱ­στο­ρί­α δι­η­γόν­ταν. Γιὰ τύ­ψεις, με­τα­μέ­λεια, οὔ­τε λό­γος. Πε­ρα­σμέ­να-ξε­χα­σμέ­να, κα­θὼς στα­μά­τη­σαν καὶ οἱ ἔ­ρευ­νες, λό­γῳ τοῦ πο­λέ­μου καὶ πο­τὲ δὲν βγῆ­κε ἄ­κρη…
          Μὲ θύ­μω­νε αὐ­τὴ ἡ ἱ­στο­ρί­α. Χα­ραγ­μέ­νη στὴν ψυ­χὴ μέ­νει ἀ­κό­μη. Θυ­μᾶ­μαι πό­σο ἤ­θε­λα νὰ μπο­ρέ­σω νὰ ξεμ­προ­στιά­σω τοὺς ἄ­θλιους φταῖ­χτες, γιὰ νὰ τι­μω­ρη­θοῦν. Νὰ ἐκ­δι­κη­θῶ τὸν θά­να­το τῆς χα­μέ­νης Ἑ­λέ­νης (πού μοῦ εἶ­χαν δώ­σει τ’ ὄ­νο­μά της) καὶ ν’ ἁ­πα­λύ­νω λι­γά­κι τὸν ἀ­πέ­ραν­το πό­νο τῆς για­γιᾶς. Ἀρ­γό­τε­ρα, ὁ θεῖ­ος μου, ὁ ψυ­χί­α­τρος, μοῦ εἶ­πε πὼς ἔ­πα­σχε ἀ­πὸ με­λαγ­χο­λί­α ἡ Ἑ­λέ­νη. Τὸν πι­στεύ­ω, ἀλ­λά, κα­τὰ πε­ρί­ερ­γο τρό­πο, πι­στεύ­ω ἀ­κό­μα καὶ στὰ λό­για τῆς για­γιᾶς, πὼς τὴν σκό­τω­σαν τὴν Ἑ­λέ­νη. Στὸ κά­τω-κά­τω, ἡ με­λαγ­χο­λί­α χρει­ά­ζε­ται, φαν­τά­ζο­μαι, μιὰν αἰ­τί­α γιὰ νὰ ἐκ­δη­λω­θεῖ, νὰ χει­ρο­τε­ρέ­ψει, νὰ προ­βεῖ σὲ μοι­ραί­α πρά­ξη. Ὅ­πως καὶ νά ‘χει, πο­τὲ δὲν θὰ μά­θω, ἀ­κρι­βῶς τί συ­νέ­βη.
           Θὰ μεί­νω μπερ­δε­μέ­νη κι ὀρ­γι­σμέ­νη. Στὴ μνή­μη τῆς Ἑ­λέ­νης, θ’ ἀ­νε­βαί­νουν οἱ παλ­μοὶ καὶ θὰ βουρ­κώ­νω…
           Κα­η­μέ­νη θεί­α!
           Κα­η­μέ­νη Ἑ­λέ­νη!..
           Κα­η­μέ­νο παι­δί, πο­νε­μέ­νο!..
           Τρυ­φε­ρό μου ἀ­πάγ­κιο, χα­μέ­νο…
          Νὰ τρι­γυρ­νᾶς στοῦ πα­ρα­δεί­σου τὶς ἀ­λέ­ες γε­λα­στή. Νὰ μὴν θυ­μᾶ­σαι.

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἕ­λε­να Στριγ­γά­ρη (Ἀ­θή­να, 1950). Πα­ρα­κο­λού­θη­σε μα­θή­μα­τα στὴ σχο­λὴ Βα­κα­λὸ μὲ κα­θη­γη­τὲς τὸν Πα­να­γι­ώ­τη Τέ­τση τὴν Ἑ­λέ­νη Βα­κα­λὸ κ.ἄ. Στὴν πε­ρί­ο­δο 1971-1974 συ­νερ­γά­στη­κε μὲ τὸ Καλ­λι­τε­χνι­κὸ Πνευ­μα­τι­κὸ Κέν­τρο «Ὥ­ρα» στὴν ἐ­τή­σια ἔκ­δο­ση Χρο­νι­κό. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς Ὑ­πὸ τὸ φῶς τῶν προ­βο­λέ­ων (1970), Ἀ­κά­λυ­πτος Χῶ­ρος (1974) καὶ Ἐν πλῷ καὶ ἀ­κυ­βέρ­νη­τα (2009).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου