ΣΑΡΑΝΤΑΡΙΣΕ
ὁ παππούς. Κι αὐτὸς καὶ τ’ ἀδέρφια του ζοῦσαν στερημένοι καὶ μόνοι. (Ὁ
κόσμος τοὺς ἀποκαλοῦσε «Καλόγηρους» καὶ τὴν περιοχὴ ὅπου ζοῦσαν τὴν
ὀνόμαζαν τῶν «Καλογήρων».) Ἐκεῖνοι, ὅμως, παρὰ τὴν ἡλικία τους, ὀνειρευόντουσαν
νὰ φτιάξουν, ἐπιτέλους, ὁ καθένας τους δική του οἰκογένεια. Νὰ ζήσουνε
ἀνθρώπινα. Νὰ χαροῦνε παιδιά, ποὺ δὲν θὰ ζοῦσαν στερημένα, κι ἂν ἤθελε
ὁ Θεός, καὶ ἐγγόνια. Πρῶτα, ἀποκατέστησαν τὶς ἀδερφές τους. Τὶς καλοπροίκισαν
καὶ τὶς τακτοποίησαν, τώρα ποὺ εἶχαν μπεῖ κι αὐτοὶ σὲ μιὰ σειρά. Μετά,
ἕνα-ἕνα παντρεύτηκαν καὶ τὰ ἀγόρια. Ὁ παππούς μου πῆρε, βέβαια, τὴν
γιαγιά μου, ποὺ ἤτανε τότε κορίτσι εἴκοσι χρονῶν. Δὲν ξέρω ἂν πέρασαν
καλὰ μαζί. Ἡ γιαγιὰ δὲν μοῦ εἶχε ἀναφέρει οὔτε ἕνα παράπονο. Μάλιστα,
τὸν θεωροῦσε πράο, καλόβολο ἄνθρωπο καὶ ἐξαιρετικὰ σεμνό. Μοῦ ’δειχνε
πῶς τοῦ ἔκοβε τσιμπιὰ μὲ τὸ μεγάλο καὶ τὸ δεύτερο δάχτυλο τοῦ ποδιοῦ
της, ὅταν παίζανε στὸ κρεβάτι. Ἤτανε νὰ πεθαίνεις ἀπὸ τὸν πόνο. Ὅμως
ὁ παππούς, λέει, γελοῦσε!
Ἦταν καλὸς καὶ δυνατός. Αὐτό, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν
γιαγιά, τὸ ἔλεγαν καὶ οἱ ἄλλοι. Ἀπόδειξη καὶ τὸ σπάνιου μεγέθους δαχτυλίδι
του, ποὺ τὸ ἔχουμε ἀκόμα. Δὲν νομίζω πὼς ὑπάρχει παρόμοιο. Λοιπόν,
παρ’ ὅτι ἡ γιαγιὰ μοῦ ’λεγε πώς, τώρα, ζεῖ πιὸ καλά, θὰ πρέπει νὰ μὴν πέρασε
καὶ ἄσχημα μαζί του. Παρέα, ἔζησαν μονάχα λίγα χρόνια. Κάνανε τέσσερα
παιδιά. Μά, ὁ παπποὺς δὲν τὰ χάρηκε, οὔτε καὶ τὰ προστάτεψε ὅσο θά ’θελε.
Πέθανε, τὸ 1933, τρία χρόνια μετὰ τὴ γέννηση τῆς μητέρας μου, τοῦ μικρότερου
παιδιοῦ του. Τὸν τρόμαξε ὁ ἕνας του ἀδελφός, μὲ φωνὲς καὶ προτεταμένη
καταπάνω του μιὰ καραμπίνα γιὰ κτηματικὲς διαφορές. Τοῦ ’σπασε τὴν
χολή, τὸν ἔστειλε στὸν «Εὐαγγελισμό» κ’ ὕστερα στὸ νεκροταφεῖο.
Γιαυτό, ἐμεῖς, τὸν «Εὐαγγελισμό» οὔτε ποὺ θέλουμε νὰ τὸν ἀκοῦμε, δὲν
τὸν ἐμπιστευόμαστε καί, βέβαια, δὲν χωνέψαμε ποτὲ ἐκεῖνον τὸν ἀνεκδιήγητο
θεῖο.
Ἔμεινε ἡ γιαγιὰ νὰ μεγαλώνει τέσσερα παιδιὰ στὴν ἀρχή, πιὸ ὕστερα
τρία καὶ στὸ τέλος δύο. Παρότι ἦταν μάνα τῶν ὀρφανῶν τοῦ ἀδερφοῦ
τους, τὴν ἔσυραν στὰ δικαστήρια, γιὰ τὴν ἐξ ἀδιαιρέτου κληρονομιὰ τῶν
ἀδερφῶν Καλόγηρων, ἐπὶ εἰκοσιένα χρόνια. Πιέζανε τὴν μεγαλύτερή
της κόρη, τὴν Ἑλένη, νὰ καταθέσει πὼς δὲν πέρναγε καλά, γιὰ νὰ διεκδικήσουν
μέσῳ της τὴν κηδεμονία τῶν παιδιῶν, τὴ διαχείριση καὶ τοῦ μεριδίου
τῆς γιαγιᾶς μου. Ἡ Ἑλένη, μὴν ἀντέχοντας τὴν πίεση, δεκαέξι χρονῶν
παιδὶ μὲ μιὰ σφαίρα ἔφυγε ἀπ’ ὅλους. Μπορεῖ καὶ νὰ τὴν σκότωσε κάποιος
ἁψύς, γιατί δὲν τὸν ὑπάκουσε. Γυρνώντας ἀπὸ τὸ σχολεῖο τὴν βρήκανε ἡ
θεία Λίκα κι ἡ μαμά, ξαπλωμένη σ’ ἕνα ντιβάνι σὰν ζωντανή – μὲ μιὰ
μικρούλα τρύπα στὴν καρδιά. Ἡ ἀστυνομία βρῆκε τὸ ὅπλο κι ὁ ἰατροδικαστὴς
πὼς ἤτανε παρθένα. Εἶναι ἀπίθανο τί ἄθλιες, ἀπίθανες ἱστορίες
φτιάξανε μετά, γι’ αὐτὴν τὴν ὑπόθεση. Ὅμως, ὁ κόσμος, ποὺ γνώριζε τοὺς
χαρακτῆρες καὶ τὸ γεγονὸς τῆς δικαστικῆς ἀντιδικίας δὲν τοὺς ἔδινε
βάση. Ἐξάλλου, οἱ φταῖχτες πέφτανε σὲ ἀντιφάσεις, σὲ ὅποιαν αὐτοσχέδια
ἱστορία διηγόνταν. Γιὰ τύψεις, μεταμέλεια, οὔτε λόγος. Περασμένα-ξεχασμένα,
καθὼς σταμάτησαν καὶ οἱ ἔρευνες, λόγῳ τοῦ πολέμου καὶ ποτὲ δὲν βγῆκε
ἄκρη…
Μὲ θύμωνε αὐτὴ ἡ ἱστορία. Χαραγμένη στὴν
ψυχὴ μένει ἀκόμη. Θυμᾶμαι πόσο ἤθελα νὰ μπορέσω νὰ ξεμπροστιάσω
τοὺς ἄθλιους φταῖχτες, γιὰ νὰ τιμωρηθοῦν. Νὰ ἐκδικηθῶ τὸν θάνατο τῆς
χαμένης Ἑλένης (πού μοῦ εἶχαν δώσει τ’ ὄνομά της) καὶ ν’ ἁπαλύνω λιγάκι
τὸν ἀπέραντο πόνο τῆς γιαγιᾶς. Ἀργότερα, ὁ θεῖος μου, ὁ ψυχίατρος,
μοῦ εἶπε πὼς ἔπασχε ἀπὸ μελαγχολία ἡ Ἑλένη. Τὸν πιστεύω, ἀλλά, κατὰ
περίεργο τρόπο, πιστεύω ἀκόμα καὶ στὰ λόγια τῆς γιαγιᾶς, πὼς τὴν σκότωσαν
τὴν Ἑλένη. Στὸ κάτω-κάτω, ἡ μελαγχολία χρειάζεται, φαντάζομαι, μιὰν
αἰτία γιὰ νὰ ἐκδηλωθεῖ, νὰ χειροτερέψει, νὰ προβεῖ σὲ μοιραία πράξη.
Ὅπως καὶ νά ‘χει, ποτὲ δὲν θὰ μάθω, ἀκριβῶς τί συνέβη.
Θὰ μείνω μπερδεμένη κι ὀργισμένη. Στὴ
μνήμη τῆς Ἑλένης, θ’ ἀνεβαίνουν οἱ παλμοὶ καὶ θὰ βουρκώνω…
Καημένη θεία!
Καημένη Ἑλένη!..
Καημένο παιδί, πονεμένο!..
Τρυφερό μου ἀπάγκιο, χαμένο…
Νὰ τριγυρνᾶς στοῦ παραδείσου τὶς ἀλέες γελαστή.
Νὰ μὴν θυμᾶσαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου