Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

Δή­μη­τρα Πα­να­γι­ω­το­πού­λου: Ὁ κύ­ριος καὶ ἡ κυ­ρί­α Δο­τι­κὴ




ΘΑ ΗΤΑΝ ἕ­να ὄ­μορ­φο ζευ­γά­ρι σί­γου­ρα, ὁ κύ­ριος καὶ ἡ κυ­ρί­α Δο­τι­κή. Θὰ ζοῦ­σαν σ’ ἕ­ναν πα­ρα­μυ­θέ­νιο πύρ­γο στὴ βό­ρεια Εὐ­ρώ­πη. Θ’ ἀ­σφά­λι­ζαν μὲ σι­δε­ρέ­νιο κλει­δὶ τὴ μυ­στι­κὴ πορ­τού­λα ποὺ θὰ ἕ­νω­νε τὰ δω­μά­τιά τους. Στὸ χώ­ρι­σμα ἐ­κεί­νη θὰ στοί­βα­ζε ὅ­λα τα βι­βλί­α ποὺ δι­ά­βα­σε τὰ ἑ­κα­τὸ χρό­νια ποὺ ζοῦ­σαν μα­ζί. Ἐ­κεῖ­νος θὰ στρί­μω­χνε ἀ­π’ τὴ με­ριά του στὸ πέ­ρα­σμα τῆς μυ­στι­κῆς τους ἕ­νω­σης ὅ­λες τὶς γλά­στρες του μὲ ἀ­ρω­μα­τι­κὰ φυ­τά. Θὰ ἀ­γα­ποῦ­σαν κι δυ­ὸ τοὺς μο­να­χι­κοὺς πε­ρι­πά­τους σὲ ἄλ­ση μὲ λεῦ­κες, τὶς πτώ­σεις μὲ ἀ­λε­ξί­πτω­το στὰ πα­γω­μέ­να νε­ρὰ τῆς Βαλ­τι­κῆς καὶ τὶς ἄλ­λες πτώ­σεις, ὅ­ταν τὸ οὐ­σι­α­στι­κὸ κα­τρα­κυ­λᾶ μέ­χρι ποὺ γί­νε­ται ἀν­τί­λα­λος σ’ ἕ­να βα­θὺ πη­γά­δι· τό­τε ποὺ σὲ τρο­μά­ζει ἡ φω­νή σου ὅ­ταν μιὰ ἡ­λι­ό­λου­στη μέ­ρα τοῦ χει­μώ­να σκύ­βεις γιὰ λί­γο νὰ κα­θρε­φτι­στεῖς στὰ σκο­τει­νὰ νε­ρά του. Θὰ τοῦ ‘στέλ­νε αὐ­τὴ τὸ πιὸ χον­τρό, τὸ πιὸ κα­λο­ψη­μέ­νο στρα­γά­λι νὰ τὸν ξυ­πνᾶ στὸν ὕ­πνο του τὰ βρά­δια. Θὰ τῆς ἔ­βρι­σκε ἐ­κεῖ­νος τὰ πιὸ ἀ­πί­θα­να ὀ­νό­μα­τα νὰ τὴ φω­νά­ζει, Που­έ­λα καὶ Ἀ­μά­τα, ὅ­λα σὲ πλά­για πτώ­ση, ἀ­πὸ ἀ­φαι­ρε­τι­κὴ καὶ κά­τω. Θὰ εἶ­χαν πέν­τε γά­τες, ἀ­πὸ δύ­ο ὁ κα­θέ­νας, ἡ πέμ­πτη θὰ ἦ­ταν κα­νε­λὶ καὶ  θὰ τό ’­χε σκά­σει ἀ­πὸ τὴ στέ­γη τους τὴ νύ­χτα ποὺ θὰ γι­όρ­τα­ζαν τὰ δι­α­κο­σι­ο­στὰ γε­νέ­θλιά τους. Κά­θε πρω­ὶ ἐ­κεῖ­νος θὰ τῆς ἔ­στελ­νε τὸν Τρο­φαν­τό του νὰ τὴν ξυ­πνή­σει στοὺς μέλ­λον­τες τῶν πιὸ ἀρ­χαί­ων γλωσ­σῶν μὲ ἰ­δε­ο­γράμ­μα­τα κι ἐ­κεί­νη θὰ τοῦ ἀ­φι­έ­ρω­νε ἀ­πὸ τὸ ρα­διό­φω­νο τὰ πιὸ ὀ­νει­ρο­πό­λα φάν­τος. Ὅ­μως ἡ βε­λο­νιὰ τσίμ­πη­σε ἀλ­λοῦ στὴν ἐ­τα­μὶν κι ἐ­κεῖ­νος ἔ­παιρ­νε κά­θε πρω­ὶ τὸ κί­τρι­νο λε­ω­φο­ρεῖ­ο γιὰ Κη­φι­σιά, ἔ­παι­ζε τζό­κερ πάν­τα τοὺς ἴ­διους ἀ­ριθ­μούς, ἔ­τρι­βε τὸ μέ­τω­πο ὅ­ταν οἱ ἄλ­λοι τοῦ ἀ­πηύ­θυ­ναν ἐ­ρω­τή­σεις καὶ ὅ­ταν πή­γαι­νε τὸ κα­λο­καί­ρι στὴ Σκο­τί­να φο­ροῦ­σε ἐμ­πρι­μὲ βερ­μοῦ­δες κι ἔ­λυ­νε σουν­τό­κου, ἐ­νῶ οἱ γιοὶ του ψά­ρευ­αν στὰ ἀ­βα­θῆ μὲ πε­το­νιὰ σα­κοῦ­λες καὶ κομ­μέ­νες σα­γι­ο­νά­ρες. Ἐ­κεί­νη πά­λι ἔ­σερ­νε τὶς μπουρ­νου­ζὲ παν­τοῦ­φλες της στὰ πλα­κά­κια τοῦ μπά­νιου καὶ τρα­γου­δοῦ­σε αὐ­το­σχέ­δι­ες ἄ­ρι­ες ποὺ τὶς τε­λεί­ω­νε μὲ κά­τι ἀλ­λό­κο­τους λα­ρυγ­γι­σμούς, δι­ά­βα­ζε μὲ μα­νί­α ἀ­στυ­νο­μι­κὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, ἔπια­νε πά­νω τὰ μαλ­λιὰ μ’ ἕ­να μαῦ­ρο μο­λύ­βι ὅ­ταν ἔ­κα­νε φα­σί­να καὶ κα­τέ­βαι­νε κά­θε πρω­το­χρο­νιὰ στῆς θεί­ας της στὰ Πε­τρά­λω­να γιὰ νὰ φᾶ­νε ψη­μέ­να γου­ρου­νό­που­λα ποὺ ἔ­μοια­ζαν μὲ ρὸζ μω­ρά.

Πη­γή: ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Δή­μη­τρα Πα­να­γι­ω­το­πού­λου ( Κο­μο­τη­νή, 1968). Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γί­α καὶ ἐρ­­γά­ζε­ται στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Ἔ­χει πα­ρα­κο­λου­θή­σει μα­θή­μα­τα δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς. Κεί­με­νό της ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ The Book’s Journal τχ. 61, καὶ ἕ­να δι­ή­γη­μά της ἔ­χει δι­α­κρι­θεῖ στὸ δι­α­γω­νι­σμὸ Hotel XXX ἄ­σε­μνες ἱ­στο­ρί­ες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου