EΝΑ σαντουϊτσάκι, τυροπιτούλα;
— Μιὰ τυρόπιτα.
—
Ἀναψυκτικάκι, ἕνα χυμούλη;
—
Ἀναψυκτικό.
—
Κοκακολίτσα;
—
Κόκα κόλα.
Μὲ
ἐνοχλεῖ καὶ μὲ προβληματίζει ὁ ὑποκορισμὸς τῶν πάντων στὴ σύγχρονη
ἑλληνικὴ ἔκφραση. Ὁ προηγούμενος διάλογος εἶναι καταγραμμένος ὅπως
ἀκριβῶς εἰπώθηκε. Εἶχα μπεῖ κουρασμένος καὶ διψασμένος σ' ἕνα τοστάδικο
τῆς Ἀθήνας καὶ ἡ κορασίδα μὲ ὑπεδέχθη εὔχαρις καὶ προσηνής.
Ἀκούγοντας
τὰ ὑποκοριστικά της, θυμήθηκα μιὰ ποὺ τῆς ἔμοιαζε, ποὺ λίγες μέρες
πρὶν εἶχε ξεσαλώσει ὅλους τοὺς μεσήλικες ἄνδρες στὴν καφετέρια ὅπου
συχνάζω. Πῶς βρέθηκε σ' αὐτὸν τὸν τόπο δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω, ἡ ἡλικία
της ἔχει τὰ δικά της στέκια, ὅμως αὐτὴ ἐκεῖ μὲ τὶς ὧρες νὰ πίνει τοὺς
φραπέδες της καὶ νὰ τηλεφωνεῖ, ἀποκάλυπτε ὡραῖες γάμπες, χαμογελοῦσε,
κοιτοῦσε τοὺς ἄνδρες κι ἔπαιρνε μοιραῖα ὕφη, ξεφυσοῦσε καπνὸ κι ἄνοιγε
τὰ σκέλια δῆθεν νὰ πάρει πιὸ ἄνετη στάση, ὅλοι κοιτοῦσαν καὶ σκέφτονταν
τὸ μερίδιό τους ποὺ χάθηκε, ὁ φίλος μου ποὺ στὴν ἀρχὴ τὴν χαρακτήρισε
μὲ θαυμασμὸ «— τὴν ἀφιλότιμη», στὴν ἐξέλιξη, ὅταν τὸ παράκανε μὲ τὰ
τσαλίμια της, «— εἶδες τὸ αἰδοιάκιον» εἶπε, καὶ ὅταν ἐγὼ τὸν κοίταξα
ξαφνιασμένος γιὰ τὴ λέξη, πρόσθεσε μὲ ἔπαρση γιὰ τὴ γλωσσοπλαστική
του ἱκανότητα, «— νὰ εἶναι ὑπερυποκοριστικό, ὑποκοριστικάρα μᾶλλον».
Ἀκούγοντας,
λοιπόν, τὰ λόγια τῆς καπηλίδος, σκέφτηκα ἀκόμη ὅτι καὶ σὲ μιὰ ἄλλη
περίοδο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας εἴχαμε ἐπέλαση τῆς σμίκρυνσης, κάποτε
κυριολεκτώντας, κάποτε «πρὸς θωπείαν ἢ χλεύην»: τυρὸς > τυρίον
> τυρί, ὄφις > ὀφίδιον > φίδι, ρύαξ > ρυάκιον > ρυάκι. Σήμερα
δὲν τὰ αἰσθανόμαστε ἔτσι, τὰ θεωροῦμε κανονικὰ οὐσιαστικά, ἀγνοοῦμε
τὴν προηγούμενη ὑποκοριστικοποίηση καὶ ὅταν θέλουμε νὰ ἐκφράσουμε
τὴ σμίκρυνση τῶν πραγμάτων, λόγῳ τρυφερότητας, ἀλλὰ καὶ κάποτε ὑποτιμητικά,
φτιάχνουμε καινούργια ἐπὶ τῶν παλιῶν ὑποκοριστικῶν: φρύδι – φρυδάκι,
φίδι – φιδάκι. Κάποτε σκέφτομαι ὅτι αὐτὸς ὁ ὑποκορισμὸς ἔγινε καὶ
μέσα στὰ πλαίσια ἁπλοποίησης τῆς γλώσσας ποὺ συνέβηκε στοὺς ἀλεξανδρινοὺς
χρόνους. Ἔτσι τὸ ὄφις (τοῦ ὄφεως) τῆς τρίτης κλίσεως ἔγινε δευτερόκλιτο:
ὀφίδιον, ὀφιδίου. Τὸ ἴδιο καὶ διάφορα ἄλλα περιττοσύλλαβα: ἡ ὀφρὺς
(τῆς ὀφρύος) ἔγινε τὸ ὀφρύδιον (τοῦ ὀφρυδίου),τὸ ὄμμα (τοῦ ὄμματος)
ἔγινε τὸ ὀμμάτιον (τοῦ ὀμματίου), ὁ ὄρχις (τοῦ ὄρχεος, οἱ ὄρχεις) ἔγιναν
τὸ ὀρχίδιον, τοῦ ὀρχιδίου, τὰ ὀρχίδια. Ἔτσι ἔγινε καὶ ἡ ἔνταξή τους
στὴν ὁμάδα τῶν ὀνομάτων τῆς γραμματικῆς ποὺ ἔχουν πιὸ ὁμαλὴ κλίση.
Μήπως, ὅμως, πρέπει νὰ δοῦμε καὶ ἄλλες παραμέτρους; Εἶναι χαρακτηριστικὸ
ὅτι, ὅταν μιλᾶμε στὰ παιδιά, χρησιμοποιοῦμε συνεχῶς τὸν ὑποκορισμό:
ἡ τσαντούλα, ἡ μαμάκα, τὸ μολυβάκι σου. Ἔτσι τὰ ὑποκοριζόμενα, στὴ
συνομιλία μὲ τὰ παιδιά, λειτουργοῦν ὡς ἀπόσβεση τοῦ αἰχμηροῦ,τοῦ
τραγικοῦ καὶ τοῦ δύσκολού τῆς ζωῆς. Μὲ ἄλλα λόγια, δημιουργοῦν ἕναν
κόσμο γεμάτο παιγνίδια καὶ ἀκίνδυνα πράγματα. Γιατί, λοιπόν, τὰ ὑποκοριστικὰ
ἁπλώνουν καὶ καταλαμβάνουν ἕνα μεγάλο μέρος ὅταν ἀπευθυνόμαστε
καὶ σὲ θέματα πέραν τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ὅταν ἀναφερόμαστε σὲ ὅλες
τὶς ἡλικίες καὶ σὲ ὅλα τὰ κοινωνικὰ θέματα; Μήπως καὶ ἡ ἐπέλαση τῆς
σμίκρυνσης στὴν Ἀλεξανδρινὴ περίοδο ἦταν μιὰ ἔκφραση νέων δυνατοτήτων
τῆς κοινωνίας (περισσότερη ἠρεμία καὶ ἀσφάλεια, περισσότερη εὐημερία),
ποὺ ἐπιζητοῦσε μιὰ ἄλλη μορφὴ ἐπικοινωνίας, λιγότερο αἰχμηρὴ καὶ
σκληρή; Κι αὐτὸ γιατί ἀνακαθορίστηκαν οἱ σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μεταξύ
τους καὶ μὲ τὸν περιβάλλοντα κόσμο; Ὁ Ὅμηρος δὲν ἀγαποῦσε τὰ ὑποκοριστικά,
μιλοῦσε συνεχῶς γιὰ τὰ ἡρωικὰ καὶ τὰ ἐπηρμένα, οἱ Ἀλεξανδρινοὶ
μποροῦσαν νὰ σοῦ γράψουν στὸ πὶ καὶ φὶ ἕνα ποίημα ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ὀδοντογλυφίδα.
Λοιπόν, ἡ νέα ἐπέλαση τῶν ὑποκοριστικῶν μήπως σημαίνει ὅτι ἄλλαξε
ἡ ἑλλαδικὴ κοινωνία; Ἀφήνοντας παλαιὰ πάθη καὶ ἐθνικὲς περιπλοκὲς
καὶ τραγικὲς ὁριακὲς καταστάσεις, ἔφτασε σὲ νέο στάδιο ἠρεμίας καὶ
καλοπέρασης, ποὺ ἀνασύρει συνεχῶς στὴν ἐπιφάνεια τὸ φαινόμενο τοῦ
ὑποκορισμοῦ γιὰ μιὰ νέα μορφὴ καθορισμοῦ τῆς πραγματικότητας καὶ
τῶν κοινωνικῶν σχέσεων. Ἢ συμβαίνει κάτι ἐντελῶς διαφορετικό, τὰ
ὑποκοριστικὰ λειτουργοῦν ὡς ἀναπλήρωση τοῦ ἄξενου καὶ ἀποστασιοποιημένου,
ποὺ χαρακτηρίζουν τὶς σημερινὲς ἀνθρώπινες σχέσεις; ὅτι χρησιμοποιώντας
τα, ὑποδυόμαστε μιὰ τρυφερότητα καὶ ἕνα πλησίασμα μεταξύ μας, ποὺ
δὲν ὑπάρχει; Οἱ Κύπριοι ἔχουν δεχτεῖ ὅλες τὶς ἐκφραστικὲς κατευθύνσεις
τῆς πανελλήνιας δημοτικῆς, ἀρνοῦνται μόνο τὸν ὑποκορισμό, ποὺ τελευταῖα
τὴ χαρακτηρίζει τόσο ἔντονα. Μήπως αὐτὸ ἐξηγεῖται ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ ψυχὴ
τῆς Κύπρου εἶναι βαριά, γιατὶ οἱ κάτοικοι της αἰσθάνονται ὅτι ζοῦν καὶ
θὰ ζήσουν σὲ σκληρὲς καὶ αἰχμηρὲς ἐποχὲς καὶ τὰ ὑποκοριστικὰ δὲν τοὺς
πᾶνε;
Τὸ
πράγμα ἔχει καὶ ἄλλες ὀδυνηρὲς συνέπειες, ἀπρόσμενες. Φίλος ἀπὸ τὴν
Κύπρο μοῦ εἶπε γιὰ τὴν πτώση καὶ τὴν ἀστυσία του ὅταν, ὡς γόνος ἀγροτοποιμένων
ποὺ θεωροῦσαν τὴν ἐρωτικὴ πράξη ἐκ μέρους τοῦ ἄρρενος ὡς πράξη δυναμισμοῦ
καὶ ἐπέλασης (τὴν ξεπάτωσα, τὴν ξέσκισα), ἀνέβηκε στὸ διαμέρισμα
ὡραίας Ἀθηναίας γιὰ τὰ περαιτέρω, ὕστερα ἀπὸ ἐπίμονο φλὲρτ τὴν
προτεραία. Τὸν εἶχε καλέσει στὸ διαμέρισμά της καὶ μὲ ἔπαρση χτύπησε
τὸ κουδούνι της, ἀναλογιζόμενος ὅτι σὲ λίγη ὥρα ἀκόμη μιὰ ἐπιτυχία
θὰ κοσμοῦσε τὸ στέμμα του. Στὸ κρεβάτι ξεκίνησαν τὰ ὡραῖα, ἡ Ἀθηναία
καλλίπυγος καὶ τανύσφυρος καὶ ἐκεῖνος λάβρος καὶ ὁρμητικὸς ροπαλοφόρος,
ὁπόταν ἐκείνη τὸν ρωτᾶ. Θὲς γαμησάκι ἀμέσως ἢ νὰ ξεκινήσουμε μὲ
μιὰ πιπούλα;
Τοῦ 'πεσε ἀμέσως. Γιατὶ ὅλα ξαφνικὰ γίναν παιδικὸ δωμάτιο μὲ παιχνιδάκια
καὶ μπιμπελό, ἔτσι αὐτὸς κατέστη ἀνίκανος εἰς τὸ ποιεῖν τὰ τῆς Ἀφροδίτης.
—
Μὲ φάγαν αὐτὰ τὰ ὑποκοριστικούλια, μοῦ ἐξήγησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου