ΠΕΡΝΑ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΛΑΪ μεγάλης τράπεζας. Ἴσως ἔχουν παγιδέψει τὸ σημεῖο μὲ κάποιον
ἐκρηκτικὸ μηχανισμό. Ἂν κάνει γρήγορα θὰ προλάβει νὰ ἀπομακρυνθεῖ,
ἂν στρίψει κιόλας εἶναι μικρότερη ἡ πιθανότητα νὰ τὸν βροῦν κομμάτια
τῆς φονικῆς ὕλης. Ὅσο προχωρᾶ ἐπιταχύνοντας, αὐτὸς φαίνεται πὼς τὴ
γλυτώνει, οἱ ἄλλοι θὰ φᾶνε τὸ μεγάλο πακέτο τῆς καυτῆς διάσπαρτης οὐσίας.
Ὁ δρόμος εἶναι τὸ μόνο ποὺ τὸν ἠρεμεῖ. Καλύπτοντας χιλιόμετρα καὶ
νιώθοντας τὴν ἀτμόσφαιρα στὸ πρόσωπό του ἡ καρδιὰ ἠρεμεῖ, βρίσκει τὸ
ρυθμὸ ποὺ ἔχασε ἀπ΄ὅσα τοῦ προκαλοῦν ἀπέχθεια. Μὲ τὸ ποὺ πατάει στὸ
πλακόστρωτο τοῦ πεζοδρομίου, μιὰ ἄλλη ζωή, ἕνας ἄλλος δικός του κόσμος,
ἀνεκτὸς καὶ ἤρεμος μόνον ἐφόσον εἶναι καὶ μοναχικός. Καὶ πάλι, δὲν
περπατάει παντοῦ στὰ πεζοδρόμια, ἀποφεύγει τὶς ἔντονα ριγωτὲς πλάκες
γιὰ ἄτομα μειωμένης ὅρασης, οἱ πατοῦσες του εἶναι ἀρκετὰ παραμορφωμένες
ἀπὸ τὰ χιλιόμετρα ποὺ καταπίνει καθημερινά, ἀλλὰ σχεδὸν πιὰ δὲν
νιώθει τὸν πόνο. Ἀποφεύγοντας συστηματικὰ τὶς πλάκες τὶς στρωμένες
μὲ φτωχὴ φαντασία κι ἀποτυχημένη διάταξη, συχνὰ βρίσκει σὰν καλύτερη
λύση τὸ μέσον τοῦ δρόμου, ἐκεῖ ποὺ εἶναι τὸ καλύτερο ὁδόστρωμα γιὰ τὰ
πόδια του.
Τὶς
κρύες μέρες ἀπολαμβάνει τὸν εὐεργετικὸ ἥλιο στὴν πλάτη του, χαζεύει
τὶς γάτες ποὺ διαλέγουν μικρὰ τρίγωνα ἥλιου ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ κτίρια
καὶ κουρνιάζουν μὲ γλαρωμένα μάτια, μὰ στὶς μεγάλες ζέστες ὑποφέρει
κι ὁ ἐκνευρισμὸς του πάλι καιροφυλακτεῖ. Κάποτε ποὺ ἀργοῦσε αὐγουστιάτικα
τὸ λεωφορεῖο νὰ φανεῖ καὶ νὰ περιμαζέψει τὸ ἀλαλιασμένο τσοῦρμο
στὴ στάση, αὐτὸς σαρκάζοντας —καὶ τάχα μὴ ξεχωρίζοντας ἀπὸ ἀπόσταση—
ἔκανε σῆμα σὲ μιὰ κίτρινη φεράρι νὰ σταματήσει ὄντας ταξὶ δῆθεν.
Μετὰ ἀπὸ μῆνες θὰ διάβαζε ἐνθουσιασμένος σὲ μιὰ φυλλάδα πόσο ταπεινωμένος
ἔνιωσε ἕνας ὁδηγὸς φεράρι, ὁ δικός του ὁδηγὸς —προφανῶς κάποιος
“διάσημος”— ὅταν κάποιος ἄντρας τοῦ ἔγνεψε στὴ λεωφόρο νὰ σταματήσει.
Μηχανὲς τυχαίνει νὰ περνοῦν μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα κι ἐκωφαντικοὺς
ἤχους ἐκεῖ ποὺ ἀμέριμνος προχωρᾶ. Γρήγορα χώνεται βαθύτερα στὸ πεζοδρόμιο,
μὴν καὶ τύχει νὰ παρεκκλίνουν, νὰ σκαρφαλώσουν καὶ νὰ σαρώσουν ὅποιον
βροῦν στὸ διάβα τους καὶ βέβαια ὅσους περπατοῦν στὴν ἄκρη. Αὐτὸς μόλις
ποὺ θὰ ἔχει γλυτώσει, πίσω του θρῆνος καὶ ἀλαλαγμοί. Προνοεῖ καὶ γιὰ ἁμάξια
ἀκόμα ποὺ κρίνει ὅτι κατευθύνονται πρὸς τὴ μεριά του μὲ ταχύτητα,
καὶ πάντα προλαβαίνει γιὰ λίγο καὶ σώνεται, αὐτὸς σώνεται.
Ξαποσταίνει σὲ ἥσυχα στέκια, ἀπομονωμένος μὲ τὴν ἐφημερίδα καὶ τὸν
καφέ του. Ἂν τώρα θρασεῖς παρέες ποὺ καπνίζουν καὶ ἐκτοξεύουν δυνατὰ
γέλια καὶ σχόλια βρεθοῦν καὶ διαταράξουν τὸν κόσμο του, σύντομα ἀπομακρύνεται
μόλις φονικὰ ἔνστικτα ξεκινήσουν νὰ τὸν κατακλύζουν. Ὅσους ἐπίσης
μιλοῦν δυνατὰ στὰ κινητά τους, τοὺς βλέπει σὰν κόκκινο πανί, ποιὸς
νοιάζεται γιὰ τὴν καθημερινότητα τοῦ ἄλλου ὅταν πασχίζει νὰ ρυθμίσει
τὴ δική του, βλέμματά του βαριὰ κι ἐνοχλημένα ἔχουν ἐξαναγκάσει ἀρκετοὺς
κοντά του νὰ χαμηλώσουν τοὺς τόνους τῆς φωνῆς. Ἕνα καλὸ χτύπημα κατάφερε
μιὰ βραδιὰ στὸ σινεμά, ὅταν ἕνα ζευγάρι προφανῶς ἐλαφρὰ πιωμένο,
χαχάνιζε ἐνοχλώντας καὶ ἀγνοώντας ὅσα συνέβαιναν στὴ ὀθόνη. Ἔνιωσε
ἐπιτακτικὰ τὴν ἀνάγκη γιὰ ἐκδίκηση, ἀλλὰ ἐκδίκηση διακριτική,
καίρια καὶ ἀποτελεσματική. Τὸ μελέτησε προσεκτικὰ καὶ τελικὰ στὸ
διάλειμμα ἔριξε τὸ βλέμμα του στὴ γυναίκα, χαμογέλασε καὶ σούφρωσε
τὰ χείλη του σχηματίζοντας ἕνα φιλί. Κατόπιν ἔστρεψε τὸ πρόσωπο στὴν
ὀθόνη καὶ δὲν ξανακουνήθηκε, σὰν ἡ σκηνὴ ποτὲ νὰ μὴ συνέβηκε. Ἀπὸ
τὴ μεριὰ τοῦ ζεύγους ἔπεσε ξάφνου παγωμάρα κι ἀμηχανία, ἴσως κι ἐκνευρισμός.
Μᾶλλον ἡ γυναίκα θὰ διηγήθηκε τὴ σκηνὴ καὶ τὰ συναισθήματα ποὺ κατέκλυσαν
καὶ τοὺς δυό τους ταυτόχρονα, ἔκοψαν κάθε διάθεση γιὰ κεφάτη συνέχεια.
Οὔτε νὰ ἀποδείξουν κάτι μποροῦσαν μιὰς κι αὐτὸς ἔκανε τὸν παντελῶς ἀνήξερο.
Τὸ ὑπόλοιπο τῆς ταινίας θυμᾶται νὰ τὸ ἀπολαμβάνει ἀνενόχλητος.
Στὸ μετρό, στὸ μετρὸ δρᾶ πάντα μὲ προνοητικότητα. Χῶρος ποὺ μπορεῖ νὰ
μαζεύει διαρκῶς πλῆθος κινούμενο ἀέναα, πλῆθος ποὺ μπαινοβγαίνει
στοὺς συρμούς, ποὺ στέκεται στὶς κυλιόμενες ποὺ σχηματίζει οὐρὲς
μπροστὰ στοὺς ἀνελκυστῆρες. Τὸ μετρὸ μπορεῖ νὰ τὸ παγιδέψουν μὲ μηχανισμούς,
πάντα βρίσκεται μιὰ στιγμὴ ἐλλιποῦς φύλαξης. Ποτὲ δὲν στριμώχνεται,
στέκεται πάντα μπροστὰ-μπροστὰ στὴν αὐτόματη πόρτα, περιμένει σὲ καλὴ
ἀπόσταση ἀπὸ τὸ χεῖλος τῆς ἀποβάθρας, δὲν θέλει καὶ πολὺ κάποιος μεθυσμένος
ἢ ἀπρόσεκτος νὰ σὲ στείλει στὶς ράγες. Πάντα προλαβαίνει ἔγκαιρα νὰ ἀπομακρυνθεῖ,
νὰ στρίψει, νὰ ἀνέβει γρήγορα στὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, τώρα, τώρα θὰ ἀκουστεῖ
ἡ ἔκρηξη, οἱ καπνοὶ θὰ γεμίσουν τὸ σημεῖο καὶ θ΄ἁπλώνονται καὶ πρὸς τὴ
μεριά του, τώρα ποὺ αὐτὸς ὅμως θὰ ἔχει καταφέρει γιὰ λίγο, γιὰ πολὺ
λίγο νὰ σωθεῖ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου