Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

Βά­νια Ζα­φει­ρο­πού­λου : Γιὰ λί­γο, γιὰ πο­λὺ λί­γο




ΠΕΡΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΛΑΪ με­γά­λης τρά­πε­ζας. Ἴ­σως ἔ­χουν πα­γι­δέ­ψει τὸ ση­μεῖ­ο μὲ κά­ποι­ον ἐ­κρη­κτι­κὸ μη­χα­νι­σμό. Ἂν κά­νει γρή­γο­ρα θὰ προ­λά­βει νὰ ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ, ἂν στρί­ψει κι­ό­λας εἶ­ναι μι­κρό­τε­ρη ἡ πι­θα­νό­τη­τα νὰ τὸν βροῦν κομ­μά­τια τῆς φο­νι­κῆς ὕ­λης. Ὅ­σο προ­χω­ρᾶ ἐ­πι­τα­χύ­νον­τας, αὐ­τὸς φαί­νε­ται πὼς τὴ γλυ­τώ­νει, οἱ ἄλ­λοι θὰ φᾶ­νε τὸ με­γά­λο πα­κέ­το τῆς καυ­τῆς δι­ά­σπαρ­της οὐ­σί­ας. Ὁ δρό­μος εἶ­ναι τὸ μό­νο ποὺ τὸν ἠ­ρε­μεῖ. Κα­λύ­πτον­τας χι­λι­ό­με­τρα καὶ νι­ώ­θον­τας τὴν ἀ­τμό­σφαι­ρα στὸ πρό­σω­πό του ἡ καρ­διὰ ἠ­ρε­μεῖ, βρί­σκει τὸ ρυθ­μὸ ποὺ ἔ­χα­σε ἀπ΄ὅ­σα τοῦ προ­κα­λοῦν ἀ­πέ­χθεια. Μὲ τὸ ποὺ πα­τά­ει στὸ πλα­κό­στρω­το τοῦ πε­ζο­δρο­μί­ου, μιὰ ἄλ­λη ζωή, ἕ­νας ἄλ­λος δι­κός του κό­σμος, ἀ­νε­κτὸς καὶ ἤ­ρε­μος μό­νον ἐ­φό­σον εἶ­ναι καὶ μο­να­χι­κός. Καὶ πά­λι, δὲν περ­πα­τά­ει παν­τοῦ στὰ πε­ζο­δρό­μια, ἀ­πο­φεύ­γει τὶς ἔν­το­να ρι­γω­τὲς πλά­κες γιὰ ἄ­το­μα μει­ω­μέ­νης ὅ­ρα­σης, οἱ πα­τοῦ­σες του εἶ­ναι ἀρ­κε­τὰ πα­ρα­μορ­φω­μέ­νες ἀ­πὸ τὰ χι­λι­ό­με­τρα ποὺ κα­τα­πί­νει κα­θη­με­ρι­νά, ἀλ­λὰ σχε­δὸν πιὰ δὲν νι­ώ­θει τὸν πό­νο. Ἀ­πο­φεύ­γον­τας συ­στη­μα­τι­κὰ τὶς πλά­κες τὶς στρω­μέ­νες μὲ φτω­χὴ φαν­τα­σί­α κι ἀ­πο­τυ­χη­μέ­νη δι­ά­τα­ξη, συ­χνὰ βρί­σκει σὰν κα­λύ­τε­ρη λύ­ση τὸ μέ­σον τοῦ δρό­μου, ἐ­κεῖ ποὺ εἶ­ναι τὸ κα­λύ­τε­ρο ὁ­δό­στρω­μα γιὰ τὰ πό­δια του.


        Τὶς κρύ­ες μέ­ρες ἀ­πο­λαμ­βά­νει τὸν εὐ­ερ­γε­τι­κὸ ἥ­λιο στὴν πλά­τη του, χα­ζεύ­ει τὶς γά­τες ποὺ δι­α­λέ­γουν μι­κρὰ τρί­γω­να ἥ­λιου ἀ­νά­με­σα ἀ­πὸ τὰ κτί­ρια καὶ κουρ­νιά­ζουν μὲ γλα­ρω­μέ­να μά­τια, μὰ στὶς με­γά­λες ζέ­στες ὑ­πο­φέ­ρει κι ὁ ἐ­κνευ­ρι­σμὸς του πά­λι και­ρο­φυ­λα­κτεῖ. Κά­πο­τε ποὺ ἀρ­γοῦ­σε αὐ­γου­στι­ά­τι­κα τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο νὰ φα­νεῖ καὶ νὰ πε­ρι­μα­ζέ­ψει τὸ ἀ­λα­λι­α­σμέ­νο τσοῦρ­μο στὴ στά­ση, αὐ­τὸς σαρ­κά­ζον­τας —καὶ τά­χα μὴ ξε­χω­ρί­ζον­τας ἀ­πὸ ἀ­πό­στα­ση— ἔ­κα­νε σῆ­μα σὲ μιὰ κί­τρι­νη φε­ρά­ρι νὰ στα­μα­τή­σει ὄν­τας τα­ξὶ δῆ­θεν. Με­τὰ ἀ­πὸ μῆ­νες θὰ δι­ά­βα­ζε ἐν­θου­σι­α­σμέ­νος σὲ μιὰ φυλ­λά­δα πό­σο τα­πει­νω­μέ­νος ἔ­νι­ω­σε ἕ­νας ὁ­δη­γὸς φε­ρά­ρι, ὁ δι­κός του ὁ­δη­γὸς —προ­φα­νῶς κά­ποι­ος “δι­ά­ση­μος”— ὅ­ταν κά­ποι­ος ἄν­τρας τοῦ ἔ­γνε­ψε στὴ λε­ω­φό­ρο νὰ στα­μα­τή­σει.

        Μη­χα­νὲς τυ­χαί­νει νὰ περ­νοῦν μὲ ἰ­λιγ­γι­ώ­δη τα­χύ­τη­τα κι ἐ­κω­φαν­τι­κοὺς ἤ­χους ἐ­κεῖ ποὺ ἀ­μέ­ρι­μνος προ­χω­ρᾶ. Γρή­γο­ρα χώ­νε­ται βα­θύ­τε­ρα στὸ πε­ζο­δρό­μιο, μὴν καὶ τύ­χει νὰ πα­ρεκ­κλί­νουν, νὰ σκαρ­φα­λώ­σουν καὶ νὰ σα­ρώ­σουν ὅ­ποι­ον βροῦν στὸ διά­βα τους καὶ βέ­βαι­α ὅ­σους περ­πα­τοῦν στὴν ἄ­κρη. Αὐ­τὸς μό­λις ποὺ θὰ ἔ­χει γλυ­τώ­σει, πί­σω του θρῆ­νος καὶ ἀ­λα­λαγ­μοί. Προ­νο­εῖ καὶ γιὰ ἁ­μά­ξια ἀ­κό­μα ποὺ κρί­νει ὅ­τι κα­τευ­θύ­νον­ται πρὸς τὴ με­ριά του μὲ τα­χύ­τη­τα, καὶ πάν­τα προ­λα­βαί­νει γιὰ λί­γο καὶ σώ­νε­ται, αὐ­τὸς σώ­νε­ται.

        Ξα­πο­σταί­νει σὲ ἥ­συ­χα στέ­κια, ἀ­πο­μο­νω­μέ­νος μὲ τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα καὶ τὸν κα­φέ του. Ἂν τώ­ρα θρα­σεῖς πα­ρέ­ες ποὺ κα­πνί­ζουν καὶ ἐ­κτο­ξεύ­ουν δυ­να­τὰ γέ­λια καὶ σχό­λια βρε­θοῦν καὶ δι­α­τα­ρά­ξουν τὸν κό­σμο του, σύν­το­μα ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται μό­λις φο­νι­κὰ ἔν­στι­κτα ξε­κι­νή­σουν νὰ τὸν κα­τα­κλύ­ζουν. Ὅ­σους ἐ­πί­σης μι­λοῦν δυ­να­τὰ στὰ κι­νη­τά τους, τοὺς βλέ­πει σὰν κόκ­κι­νο πα­νί, ποι­ὸς νοι­ά­ζε­ται γιὰ τὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα τοῦ ἄλ­λου ὅ­ταν πα­σχί­ζει νὰ ρυθ­μί­σει τὴ δι­κή του, βλέμ­μα­τά του βα­ριὰ κι ἐ­νο­χλη­μέ­να ἔ­χουν ἐ­ξα­ναγ­κά­σει ἀρ­κε­τοὺς κον­τά του νὰ χα­μη­λώ­σουν τοὺς τό­νους τῆς φω­νῆς. Ἕ­να κα­λὸ χτύ­πη­μα κα­τά­φε­ρε μιὰ βρα­διὰ στὸ σι­νε­μά, ὅ­ταν ἕ­να ζευ­γά­ρι προ­φα­νῶς ἐ­λα­φρὰ πι­ω­μέ­νο, χα­χά­νι­ζε ἐ­νο­χλών­τας καὶ ἀ­γνο­ών­τας ὅ­σα συ­νέ­βαι­ναν στὴ ὀ­θό­νη. Ἔ­νι­ω­σε ἐ­πι­τα­κτι­κὰ τὴν ἀ­νάγ­κη γιὰ ἐκ­δί­κη­ση, ἀλ­λὰ ἐκ­δί­κη­ση δι­α­κρι­τι­κή, καί­ρια καὶ ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κή. Τὸ με­λέ­τη­σε προ­σε­κτι­κὰ καὶ τε­λι­κὰ στὸ δι­ά­λειμ­μα ἔ­ρι­ξε τὸ βλέμ­μα του στὴ γυ­ναί­κα, χα­μο­γέ­λα­σε καὶ σού­φρω­σε τὰ χεί­λη του σχη­μα­τί­ζον­τας ἕ­να φι­λί. Κα­τό­πιν ἔ­στρε­ψε τὸ πρό­σω­πο στὴν ὀ­θό­νη καὶ δὲν ξα­να­κου­νή­θη­κε, σὰν ἡ σκη­νὴ πο­τὲ νὰ μὴ συ­νέ­βη­κε. Ἀ­πὸ τὴ με­ριὰ τοῦ ζεύ­γους ἔ­πε­σε ξάφ­νου πα­γω­μά­ρα κι ἀ­μη­χα­νί­α, ἴ­σως κι ἐ­κνευ­ρι­σμός. Μᾶλ­λον ἡ γυ­ναί­κα θὰ δι­η­γή­θη­κε τὴ σκη­νὴ καὶ τὰ συ­ναι­σθή­μα­τα ποὺ κα­τέ­κλυ­σαν καὶ τοὺς δυ­ό τους ταυ­τό­χρο­να, ἔ­κο­ψαν κά­θε δι­ά­θε­ση γιὰ κε­φά­τη συ­νέ­χεια. Οὔ­τε νὰ ἀ­πο­δεί­ξουν κά­τι μπο­ροῦ­σαν μιὰς κι αὐ­τὸς ἔ­κα­νε τὸν παν­τε­λῶς ἀ­νή­ξε­ρο. Τὸ ὑ­πό­λοι­πο τῆς ται­νί­ας θυ­μᾶ­ται νὰ τὸ ἀ­πο­λαμ­βά­νει ἀ­νε­νό­χλη­τος.

        Στὸ με­τρό, στὸ με­τρὸ δρᾶ πάν­τα μὲ προ­νο­η­τι­κό­τη­τα. Χῶ­ρος ποὺ μπο­ρεῖ νὰ μα­ζεύ­ει δια­ρκῶς πλῆ­θος κι­νού­με­νο ἀ­έ­να­α, πλῆ­θος ποὺ μπαι­νο­βγαί­νει στοὺς συρ­μούς, ποὺ στέ­κε­ται στὶς κυ­λι­ό­με­νες ποὺ σχη­μα­τί­ζει οὐ­ρὲς μπρο­στὰ στοὺς ἀ­νελ­κυ­στῆ­ρες. Τὸ με­τρὸ μπο­ρεῖ νὰ τὸ πα­γι­δέ­ψουν μὲ μη­χα­νι­σμούς, πάν­τα βρί­σκε­ται μιὰ στιγ­μὴ ἐλ­λι­ποῦς φύ­λα­ξης. Πο­τὲ δὲν στρι­μώ­χνε­ται, στέ­κε­ται πάν­τα μπρο­στὰ-μπρο­στὰ στὴν αὐ­τό­μα­τη πόρ­τα, πε­ρι­μέ­νει σὲ κα­λὴ ἀ­πό­στα­ση ἀ­πὸ τὸ χεῖ­λος τῆς ἀ­πο­βά­θρας, δὲν θέ­λει καὶ πο­λὺ κά­ποι­ος με­θυ­σμέ­νος ἢ ἀ­πρό­σε­κτος νὰ σὲ στεί­λει στὶς ρά­γες. Πάν­τα προ­λα­βαί­νει ἔγ­και­ρα νὰ ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ, νὰ στρί­ψει, νὰ ἀ­νέ­βει γρή­γο­ρα στὴν ἐ­πι­φά­νεια τῆς γῆς, τώ­ρα, τώ­ρα θὰ ἀ­κου­στεῖ ἡ ἔ­κρη­ξη, οἱ κα­πνοὶ θὰ γε­μί­σουν τὸ ση­μεῖ­ο καὶ θ΄ἁ­πλώ­νον­ται καὶ πρὸς τὴ με­ριά του, τώ­ρα ποὺ αὐ­τὸς ὅ­μως θὰ ἔ­χει κα­τα­φέ­ρει γιὰ λί­γο, γιὰ πο­λὺ λί­γο νὰ σω­θεῖ.

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ

Βά­νια Ζα­φει­ρο­πού­λου (1957). Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ἀρ­χι­τέ­κτο­νας στὰ ὑ­πουρ­γεῖ­α Ἐ­σω­τε­ρι­κῶν καὶ Πε­ρι­βάλ­λον­τος ἀπ΄ ὅ­που καὶ ἀ­πο­χώ­ρη­σε προ­τοῦ ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὴ θη­τεί­α της. Ἔ­κτο­τε πα­ρα­κο­λου­θεῖ σε­μι­να­ρια δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς τῶν ἐκ­δό­σε­ων Πα­τά­κη.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου