Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Αΐλανθος ή Βρωμοκαρυδιά: Από τον Εθνικό Κήπο – Εθνική μάστιγα για ανθρώπους & ζώα




Του Κ. Φασσέα, Βιολόγου
Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΠΗΓΗ : ΒΙΟΚΗΠΟΣ


ΓΣχ. Συνάντησα τον αείλανθο  σε πολλά μέρη της Βαλκανικής, ακόμη  και στη Ρουμανία σε πρόσφατο ταξίδι μου. Η  ικανότητά του να εποικίζει μέχρι και τις πιο «προβληματικές» περιοχές του χώρου, είναι απίθανη ! Δεν ξέρω αν είναι περισσότερο ή λιγότερο επικίνδυνος από τη φτέρη, που καταλαμβάνει μεγάλες εκτάσεις στην ορεινή φύση έχοντας ως κύριο προσόν το ότι δεν είναι φαγώσιμη από τα ζώα της κτηνοτροφίας ! Απομένει να δούμε τα  συμπεράσματα της επιστημονικής συζήτησης για τις «συμβιωτικές» ή «εμπόλεμες»  σχέσεις ξενόφερτων και εγχώριων/ενδημικών ειδών, μια και ο πλουραλισμός στη φύση δεν είναι πάντα ό,τι καλύτερο…


 Κ. Φασσέας :
Ίσως είναι ήδη αργά. Πολλοί θα έχουν ίσως παρατηρήσει ότι τον τελευταίο καιρό το πράσινο σε αστικούς κήπους, παρτέρια, χαλάσματα, κατά μήκος λεωφόρων, πάρκα και όπου αλλού υπάρχει λίγο χώμα, αλλά ακόμα και ανάμεσα σε πλάκες πεζοδρομίων, μάρμαρα και το πιο σημαντικό σε αρχαιολογικούς χώρους, έχει αυξηθεί σημαντικά, ίσως για μεγάλη χαρά των Δημάρχων και των αυτοαποκαλούμενων «οικολόγων», χωρίς να έχει ξοδευτεί ούτε ένα €.
Το πιο προσεκτικό μάτι ίσως θα έχει παρατηρήσει ότι το πράσινο αυτό οφείλεται στην ανάπτυξη ενός και μόνο είδους δένδρου του Αΐλανθου (Ailanthus altissima) γνωστού και ως βρωμοκαρυδιά ή βρωμούσα.
Ασφαλώς και είναι όμορφο να ζεις σε ένα πράσινο περιβάλλον, στην περίπτωση όμως της βρωμοκαρυδιάς χρειάζεται πολύ προσοχή, όπως θα εξηγήσω παρακάτω.
Το χειρότερο είναι όταν διάφοροι «αδιάβαστοι» που μπορεί να είναι και υποτιθέμενοι ειδικοί επιστήμονες, προτείνουν τη χρήση του φυτού για αναδασώσεις ή ανάπλαση πρασίνου ή και προστασία των δασών από φωτιές.
Το επιστημονικό όνομα της βρωμοκαρυδιάς, όπως έχει επικρατήσει να ονομάζεται στην Ελλάδα (προφανώς λόγω της έντονης δυσάρεστης μυρωδιάς του και την ομοιότητά της με την καρυδιά, για όσους έχουν πολύ φαντασία), είναιAilanthus altissima ή Α. glandulosa ενώ στις Αγγλόφωνες χώρες αναφέρεται ως Shumak tree ή Tree-of-heaven (δένδρο του Παράδεισου, λόγω της γρήγορης ανάπτυξής του σε ύψος).
Για την Ιστορία.
O Αΐλανθος προέρχεται από την Κίνα όπου είναι αυτοφυές το οποίο, αν και όχι και τόσο διαδεδομένο σ’ αυτή τη χώρα, έχει εξαπλωθεί πολύ στην Αμερική και την Ευρώπη ενώ δεν υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες για τις άλλες ηπείρους. Τα ιστορικά δεδομένα αναφέρουν ότι αρχικά το φυτό μεταφέρθηκε στη Μ. Βρετανία ως καλλωπιστικό και στη συνέχεια από εκεί μεταφέρθηκε το 1784 στη Φιλαδέλφεια από κάποιο κηπουρό. Το 1840 το φυτό ήταν ήδη αρκετά διαδεδομένο στις ΗΠΑ ως καλλωπιστικό και ήταν διαθέσιμο από φυτώρια. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, στην Ελλάδα ο Αΐλανθος φυτεύτηκε για πρώτη φορά στον Εθνικό κήπο (τότε βασιλικό) από το Βασιλιά Όθωνα.
Αΐλανθος είναι και το δένδρο που αναφέρεται στο βιβλίο της Betty Smith «Ένα δένδρο γεννιέται στο Μπρούκλιν», όπου το δένδρο αυτό αναφέρεται ως πολύ ανθεκτικό.




Περιγραφή του φυτού:
Είναι δίοικο φυλλοβόλο δένδρο (υπάρχει δηλαδή αρσενικό και θηλυκό φυτό), ανήκει στην οικογένεια Simaroubaceae και μπορεί σε μερικά χρόνια να φτάσει σε ύψος 30 m (κάτι που το έχω διαπιστώσει με τα ίδια μου τα μάτια). Ο κορμός του είναι λείος φαιού χρώματος ενώ οι νεαροί βλαστοί έχουν καφεκόκκινο χρώμα. Τα φύλλα είναι μεγάλα σύνθετα που ξεπερνούν το 1 m σε μήκος αποτελούμενα από 11-25 αντίθετα διαταγμένα φυλλάρια. Κάθε φυλλάριο διαθέτει μια, μέχρι μερικές αδενώδεις τρίχες (μη ανθικά νεκτάρια). Την Άνοιξη το φυτό αναπτύσσει ταξιανθίες από μικρά κιτρινοπράσινα άνθη στις άκρες των βλαστών. Οι επίπεδοι περιστραμμένοι καρποί (σαμάρες) αναπτύσσονται στα θηλυκά φυτά το καλοκαίρι και παραμένουν στο φυτό για πολλούς μήνες (μέχρι την επόμενη άνοιξη). Η ελαφριά κατασκευή που διαθέτουν τους επιτρέπει να μεταφέρονται με τον άνεμο σε μεγάλες αποστάσεις. Έχει υπολογιστεί ότι ένα ενήλικο δένδρο μπορεί να παράγει μέχρι 325.000 σπέρματα το χρόνο. Το ξύλο της βρωμοκαρυδιάς είναι μαλακό και ημίλευκο προς ανοιχτό καστανό χρώμα το οποίο όμως δεν έχει καμιά ιδιαίτερη χρησιμότητα παρά μόνο για την παραγωγή κάρβουνου και αυτό κακής ποιότητας. Όλα τα μέρη του φυτού και ειδικότερα τα άνθη, αναδύουν δυνατή δυσοσμία ενώ δημιουργεί προβλήματα σε ότι βρίσκεται κάτω από το δένδρο (πεζοδρόμια, αυτοκίνητα, μπαλκόνια κλπ.) λόγω της κολλώδους ουσίας που παράγουν.
Η βρωμοκαρυδιά αναπαράγεται πολύ εύκολα είτε εγγενώς είτε αγενώς, δηλαδή είτε από σπέρματα είτε με μοσχεύματα. Το φυτό αυτό δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις σε θρεπτικά συστατικά ενώ μπορεί να αναπτύσσεται σε πολύ φτωχά εδάφη χωρίς πολλές απαιτήσεις σε νερό ενώ χρειάζεται πολύ φως. Η ανάγκη του σε φως καλύπτεται από την πολύ γρήγορη ανάπτυξή του έτσι που να επισκιάζει την υπόλοιπη βλάστηση.



Η εξάπλωσή του φυτού στην Ελλάδα.
Από όσο γνωρίζω δεν υπάρχει εμπεριστατωμένη μελέτη σχετικά με τους πληθυσμούς βρωμοκαρυδιάς στην Έλλάδα, θα έλεγα όμως ότι βρίσκεται σε όλες σχεδόν τις πόλεις λόγω του ότι το δένδρο αυτό φυτεύτηκε σε πάρκα και δρόμους ενώ είναι ήδη έντονη η παρουσία του κατά μήκος των εθνικών οδών και επαρχιακών δρόμων. Προσωπικά παρατήρησα συστάδες φυτών βρωμοκαρυδιάς ακόμα και σε απομακρυσμένες χαράδρες της Λακωνίας (καλοκαίρι 2006). Σε ορισμένους απεριποίητους δρόμους στις νησίδες και στις άκριες των δρόμων της Αθήνας και στα περίχωρά της, δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι ο πληθυσμός της βρομοκαρυδιάς αποτελεί το κυρίαρχο είδος.
Πλησιάζοντας στη Θεσσαλονίκη από την Αθήνα, οι βρωμοκαρυδιές εμφανίζονται μερικά χιλιόμετρα έξω από την πόλη.
Στον κόμβο της Μαλακάσας η βρωμοκαρυδιά έχει πλέον διεισδύσει στο πευκοδάσος.
Το καλοκαίρι του 2008 με λύπη μου διαπίστωσα την ύπαρξη, ευτυχώς μόνο μερικών δεκάδων δένδρων, στην πανέμορφη Τζιά κοντά στον όρμο Οτζιά, όπου προφανώς κάποιος τις φύτεψε χωρίς βέβαια να γνωρίζει τις συνέπειες. Ας μην ξεχνάμε ότι μεγάλο μέρος του νησιού έχει ενταχθεί στο πρόγραμμα Natura, λόγω της πλούσιας και μοναδικής του βλάστησης (πολλά ενδημικά φυτά).
Πρέπει να σημειωθεί ότι το φυτό, σύμφωνα με μελέτες που έχουν γίνει, είναι πολύ ανθεκτικό στη ατμοσφαιρική, χημική και σωματιδιακή ρύπανση.
Από οικολογικής πλευράς αναφέρεται ως πολύ επιθετικό είδος και όπου φυτρώσει σύντομα γίνεται το επικρατές είδος σχηματίζοντας αδιαπέραστες συστάδες.
Έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι η βρωμοκαρυδιά παράγει τοξικές ουσίες (κουασσινοειδή) που παρεμποδίζουν την ανάπτυξη άλλων φυτών, ένα φαινόμενο γνωστό ως αλληλοπάθεια. Το ριζικό σύστημα είναι πολύ επιθετικό και μπορεί να προκαλέσει καταστροφές σε θεμέλια και υπόγειες σωληνώσεις, όπως αποχετεύσεις σωλήνες ύδρευσης ή καλώδια τηλεφώνου και παροχής ηλεκτρικού ρεύματος.
Ιδιαίτερα καταστροφική είναι η δράση του σε αρχαιολογικούς χώρους και άλλα διατηρητέα κτίρια κυρίως λόγω της ικανότητας που έχει να αναπτύσσεται σε φτωχά εδάφη αλλά όπου υπάρχει άπλετο φως.
Πιθανά προβλήματα υγείας που δημιουργεί στον άνθρωπο και στα ζώα.Εκτός από τα οικολογικά προβλήματα έχουν ανφερθεί και προβλήματα υγείας που προκαλεί ο Αΐλανθος στον άνθρωπο. Έχει αναφερθεί ότι σε υπαλλήλους επιφορτισμένους με την κοπή αυτών των δένδρων εμφανίστηκε μυοκαρδίτιδα η οποία οφειλόταν στην επαφή πληγών από τριβή στο δέρμα με τον οπό των δένδρων.
Το φυτό αναφέρεται ως αλλεργιογόνο για τον άνθρωπο.
Η βιβλιογραφία επίσης αναφέρει ότι οι μέλισσες επισκέπτονται τα άνθη της βρωμοκαρυδιάς για τη συλλογή νέκταρος με αποτέλεσμα το μέλι να αποκτά άσχημα γεύση και οσμή τα οποία όμως ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα εξαφανίζονται. Δεν υπάρχουν όμως άλλες μελέτες σχετικά με το ενδεχόμενο ύπαρξης κουασσινοειδών στο μέλι.
Οι χημικές ενώσεις που είναι γνωστές με το όνομα κουασσινοειδή (quassinoids) έχουν εντοπισθεί και σε άλλα είδη της οικ. Simarubaceae και σε αυτά αποδίδονται θεραπευτικές ιδιότητες όπως η καταπολέμηση όγκων και η δράση τους ως ανθελονοσιακά, αντιφλεγμονώδη, εντομοκτόνα, αμοιβαδοκτόνα και ζιζανιοκτόνα.
Είναι όμως προτιμότερο να αφεθεί αυτός ο τομές στου επιστήμονες – ερευνητές παρά να αρχίσουμε να πίνουμε αφεψήματα από βρωμοκαρυδία (βρωμοκαρυδοφραπεδιά;).
Το πρόβλημα.Η βρωμοκαρυδιά παράγει μεγάλο αριθμό σπερμάτων (σάμαρα) με πολύ μεγάλη βλαστητική ικανότητα και τα οποία βλαστάνουν κάτω από σχεδόν οποιεσδήποτε συνθήκες και διαφορετικά εδάφη, φτωχά ή πλούσια με αποτέλεσμα να παραγκωνίζουν την τοπική βλάστηση είτε αυτή είναι φυσική είτε τεχνητή σε κήπους, παρτέρια, πάρκα κλπ.


Το φυτό αναπτύσσεται από το Μάιο μέχρι λίγο πριν αρχίσει να ρίχνει τα φύλλα του, δηλαδή τον Οκτώβριο ή ακόμα και Νοέμβριο, ανάλογα με την περιοχή και τις κλιματολογικές συνθήκες. Ο ρυθμός ανάπτυξης του φυτού είναι τρομακτικός κυρίως στα νεαρά φυτά ηλικίας ενός έως δυο ετών, στην προσπάθεια τους να επικρατήσουν στο περιβάλλον, αναπτύσσονται με ρυθμούς που εγώ μέτρησα να φτάνουν το 1.5 m σε διάστημα ενός μηνός (!) όπως προσωπικά μέτρησα στον περίβολο του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών και σε περιβάλλον το οποίο δεν θα θεωρούσα ιδιαίτερα φιλόξενο, όπως ανάμεσα σε πλάκες πεζοδρομίου.
Η ρητίνη του φυτού χρησιμοποιείται ως λιβάνι στους Ινδουιστικούς Ναούς.

Το φυτό δεν έχει φυσικούς εχθρούς ούτε και στην πατρίδα του την Κίνα, όπου όμως βρίσκεται σε ισορροπία με τους άλλους οργανισμούς του οικοσυστήματος.


Φυτά που προτείνονται σε αντικατάσταση του Αΐλανθου. Ο κατάλογος των φυτών που θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τον Αΐλανθο θα μπορούσε να είναι πολύ μεγάλος. 

Δεν υπάρχει κανένας ιδιαίτερος λόγος να καταφεύγουμε σε φυτικά είδη που έχουν εισαχθεί στη χώρα μας τη στιγμή που υπάρχουν πολλά ενδημικά φυτά για τα οποία μάλιστα υπάρχουν και εμπεριστατωμένες μελέτες σχετικά με την ανθεκτικότητά τους στις κλιματολογικές ιδιαιτερότητες που επικρατούν στην Ελλάδα καθώς επίσης και στη ρύπανση, αν πρόκειται για αστικές περιοχές. Βεβαίως τα περισσότερα από αυτά τα είδη δεν έχουν την ίδια ταχύτητα ανάπτυξης και ευκολία καλλιέργειας με τον Αΐλανθο. Αν όμως δεν θέλουμε σε 50 χρόνια η Ελλάδα να είναι ένα απέραντο δάσος από Αΐλανθους με τα ενδημικά φυτά να σπανίζουν ή να είναι προστατευόμενα είδη σε Βοτανικούς κήπου και Μουσεία, τώρα είναι η κατάλληλη εποχή να δράσουμε.
Δεν βρίσκω τίποτα κακό στο να φυτέψουμε ελιές, χαρουπιές, δάφνες και πολλά άλλα από τα φυτά της Έλληνικής φύσης.
Τρόποι αντιμετώπισης.Το φυτό είναι «επικηρυγμένο» στις ΗΠΑ και οι δασικές υπηρεσίες εκεί προσπαθούν εδώ και αρκετά χρόνια να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα με συνδυασμό διαφόρων τρόπων.
Για τη χώρα μας χρειάζεται πρώτα απ’ όλα ενημέρωση των Υπηρεσιών πάρκων και κήπων των Δήμων σε όλη τη χώρα αλλά και του κοινού από επιστήμονες Οικολόγους[1] (Γεωπόνους, Βιολόγους, Δασοπόνους) που γνωρίζουν τα προβλήματα του περιβάλλοντος περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο.
· Να ενημερωθεί το κοινό ώστε να αναγνωρίζει το φυτό.
· Να απαγορευτεί η καλλιέργεια και διάθεση του φυτού από φυτώρια.
· Να πεισθούν οι τοπικές αρχές για τους κινδύνους που ελλοχεύουν και να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα, έστω και αν αυτό σημαίνει μείωση του αστικού και περιαστικού πράσινου.
· Να συνειδητοποιήσει το κοινό ότι το συγκεκριμένο φυτό πρέπει να ξεριζώνεται σε πολύ μικρή ηλικία και στη θέση του να φυτεύουμε κάποιο άλλο.
 Όπου το φυτό έχει αναπτυχθεί υπέρμετρα (πολλά δένδρα) είναι σκόπιμο να κοπούν μόνο τα θηλυκά.
Θα πρέπει επίσης να ενημερωθεί το κοινό για τα πραγματικά προβλήματα που προκαλεί το δένδρο και να είναι σε θέση να το αναγνωρίζει. Θα πρέπει το κοινό να πεισθεί για τους πραγματικούς κινδύνους για το περιβάλλον αλλά ενδεχομένως και για την ίδια του την υγεία, χωρίς υστερίες και πανικό. Μια επίσκεψη στους δικτυακούς τόπους που αναφέρονται στη βιβλιογραφία στο τέλος του άρθρου, είναι αρκετή για να πείσει και τον πιο δύσπιστο.
Προσοχή όμως γιατί υπάρχουν και άλλα δένδρα που έχουν κάποιες ομοιότητες με τον Αΐλανθο. Αδιαμφισβήτητο χαρακτηριστικό του Αΐλανθου είναι οι καρποί του (σπόροι) οι οποίοι κρέμονται από το δένδρο σε τσαμπιά που αποτελούνται από μερικές εκατοντάδες σπέρματα τα οποία είναι λεπτά, λεπιοειδή και λίγο στριφτά μήκους περίπου 3 cm και πλάτος 1 cm με ένα σπέρμα στο μέσον (θυμίζουν λίγο τα σπέρματα του πεύκου με το πτερύγιο, αλλά με το σπέρμα στο κέντρο του πτερυγίου). Τα σπέρματα παραμένουν στα θηλυκά δένδρα όλο το χειμώνα και πέφτουν από την επόμενη άνοιξη, οπότε είναι και ώριμα για να βλαστήσουν.

ΠΡΟΣΟΧΗ: κατά την κοπή των δένδρων να χρησιμοποιούνται χονδρά αδιάβροχα γάντια , κυρίως αν υπάρχουν μικροτραυματισμοί στα χέρια.
Το φυτό είναι πιο εύκολο να καταπολεμηθεί όταν είναι ακόμα πολύ μικρό, μερικών μηνών, με το να το ξεριζώσουμε. Η συνεχής εκρίζωση και κοπή των δενδρυλλίων είναι η πιο ενδεδειγμένη μέθοδος δεδομένου ότι δεν επιβαρύνεται το περιβάλλον με χημικές ουσίες.
Τα μεγάλα δένδρα είναι ανώφελο απλά να τα κόβουμε αφού σε ελάχιστο χρόνο θα έχουν ξαναφυτρώσει. Εδώ απαιτείται η συνδρομή ειδικών όπου μετά την κοπή του δένδρου ο κομμένος κορμός στο έδαφος θα πρέπει να εμβολιαστεί με ειδικές σύριγγες με ζιζανιοκτόνα τα οποία δρούν στις ρίζες. Η μέθοδος αυτή προτιμάται από τη διάβρεξη του εδάφους με ζιζανιοκτόνα δεδομένου ότι είναι πιο αποτελεσματική, απαιτεί λιγότερη ποσότητα ζιζανιοκτόνου και δρα μόνο στο συγκεκριμένο φυτό.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Bory, G. and D. Clair-Maczulajtys. 1980. Production, dissemination and polymorphism of seeds in Ailanthus altissima. Revue Generale de Botanique 88(1049/1051): 297-311 [in French].
Elias, T. 1980. The Complete Trees of North America: Field Guide and Natural History. Book Division, Times Mirror Magazines, Inc. New York.
Gleason, H.A., and A. Cronquist. 1991. Manual of Vascular Plants of Northeastern United States and Adjacent Canada.New York Botanical Garden. Bronx, New York.
Hu, S.Y. 1979. Ailanthus. Arnoldia 39(2): 29-50
Mergen, F. 1959. A toxic principle in the leaves of Ailanthus. Bot. Gazette 121: 32-36.
Pannill, Philip. 1995. Tree-of-Heaven Control. Maryland Department of Natural Resources Forest Service Stewardship Bulletin. 8 pp.
Randall, J.M. and J. Marinelli. 1996. Invasive Plants: Weeds of the Global Garden. Brooklyn Botanic Garden, Handbook 149: 111
Meloche C. Murphy S.D. 2006. Managing Tree-of-Heaven (Ailanthus altissima) in Parks and Protected Areas: A Case Study of Rondeau Provincial Park (Ontario, Canada). Environmental Management Vol. 37, No. 6, pp. 764–772.
Bisognano J. D., McGrody K.S. and Spence A. M. 2005. Myocarditis from the Chinese Sumac Tree. Annals of Internal Medicine. 143 (2): 159.
Joshi BC, Pandey A, Sharma RP, Khare A. 2003. Quassinoids from Ailanthus excelsa. Phytochemistry. 62:579-84.
Okunade AL, Bikoff RE, Casper SJ, Oksman A, Goldberg DE, Lewis WH. 2003. Antiplasmodial activity of extracts and quassinoids isolated from seedlings of
Ailanthus altissima (Simaroubaceae). Phytother Res.17:675-7.
Tamura S, Fukamiya N, Okano M, Koyama J, Koike K, Tokuda H, et al. 2003. Three
new quassinoids, ailantinol E, F, and G, from Ailanthus altissima. Chem Pharm Bull. 51:385-9.
Chang YS, Woo ER. 2003. Korean medicinal plants inhibiting to human immunodeficiency virus type 1 (HIV-1) fusion. Phytother Res.;17:426-9.
Rosati A, Quaranta E, Ammirante M, Turco MC, Leone A, De Feo V. 2004.
Quassinoids can induce mitochondrial membrane depolarisation and caspase 3
activation in human cells [Letter]. Cell Death Differ. 11 (l 2):216-8.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου