(Ἀληθινὴ ἱστορία)
ΣΑΡΑΝΤΑ
ΠΕΝΤΕ. Τέσσερα γιὰ τὶς δεκαετίες καὶ πέντε γιὰ τὰ ἔτη. Γιὰ τὶς μονάδες
αὐτὲς ποὺ πέφτουν ἅπαξ κάθε χρόνο, μειώνοντας κατὰ τί τὸ παράστημά
της – ὄχι μόνον τὸ δικό της, φυσικά, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἄλλων· ἐλαττώνοντας
τὴν ἀπόσταση ποὺ τὴν χωρίζει ἀπὸ τὸ ἔδαφος, ἀπὸ τὴ φιλόξενη γῆ.
Σαράντα πέντε. Παράξενο – ἀλλὰ πάλι, ὄχι καὶ τόσο, ἂν τὸ
καλοσκεφτεῖς καὶ τὸ φιλοσοφήσεις – πῶς αὐτὲς οἱ μονάδες, ποὺ ἐπαναλαμβάνονται
ἀπαράλλακτα προκειμένου νὰ ὁλοκληρώσουν τὴν ἑκάστοτε δεκαετία,
ἄρχισαν, μετὰ τὰ σαράντα, νὰ βαραίνουν στὸ σῶμα της καὶ τὸ μυαλὸ της
περισσότερο, ὅλο καὶ περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι παλαιότερα. Ἡ πρώτη ἦταν
καὶ ἕνα πρῶτο μεγάλο σόκ· ξεπεράστηκε, ὅμως, εὔκολα, γιατί ἦταν πολὺ
κοντὰ στὴν ἀρχή, σχεδὸν ἡ ἀρχὴ ἡ ἴδια. Ἡ δεύτερη χρειάστηκε τὸν δικό
της χρόνο γιὰ νὰ ἐμπεδωθεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ μέση ἡλικία ἦταν ἐδῶ,
παρούσα καὶ ἀμείλικτη, ἀλλά, πάντως, καὶ πάλι, ὄχι πολὺ φανερή. Ἡ
τρίτη ἄρχισε νὰ ψελλίζει ὅτι τὰ ψέματα τελείωναν καὶ ὅτι ὁδεύουμε
σταθερὰ πρὸς τὴν κορύφωση καί, ἄρα, ἔπειτα, πρὸς τὸν δρόμο τὸν κατηφορικό
του βίου. Ἡ τέταρτη, σὰν ἀποφασισμένη πιὰ ἀπὸ καιρό, προδιέθετε
σιγὰ σιγὰ γιὰ τὴν γεύση τῆς πίκρας, τῆς πικρῆς συνειδητοποίησης ὅτι
πολλὲς ἄλλες καὶ εἶναι καὶ φαίνονται νεότερες, καὶ εἶναι καὶ φαίνονται
πιὸ ποθητές, καὶ ἔχουν καὶ φαίνονται πὼς ἔχουν μεγαλύτερα χρονικὰ
περιθώρια νὰ πραγματώσουν τὸν ἑαυτό τους στὴν ζωή· ἀρκεῖ νὰ τὸ θέλουν.
Τὸ κουδούνισμα τοῦ τηλεφώνου, σὲ στιγμὴ ὄχι πολὺ ἀκατάλληλη,
τὴν ὑποχρέωσε νὰ σταματήσει τὸ μεμψίμοιρο μέτρημα καί, ἀφοῦ κοιτάξει
τὴν ἀναγνώριση κλήσης, νὰ σηκώσει τὸ ἀκουστικό.
— Παρακαλῶ.
— Ἡ κυρία Ἀγγελική;
— Μάλιστα, ἀπάντησε ἀνόρεχτα. Ἡ ἀναγνώριση, πρίν, τῆς
κλήσης καί, τώρα, τῆς ἐπαγγελματικῆς εὐγένειας τὴν προετοίμαζαν γιὰ
μία ἀκόμη μονόλεπτη συνδιάλεξη.
— Πῶς εἶστε, κυρία Ἀγγελική μου; Εἶστε καλά;
Ἡ ἐρώτηση, καὶ κυρίως ὁ τρόπος τῆς ἐκφώνησής της, τὴν ξαφνίασε
λίγο. Ἐνῶ ἡ ἄμεση, προσωπικὴ ἕως καὶ φιλικὴ ἀπεύθυνση τῶν σύγχρονων
τηλεπλασιὲ παντοειδῶν προϊόντων καὶ ὑπηρεσιῶν εἶχε καταλήξει
πιὰ νὰ εἶναι μία ἀναμενόμενη ὅσο καὶ εὐερμήνευτη διαφημιστικὴ
στρατηγική, τὸ θερμὸ ἐνδιαφέρον ποὺ ἐπεδείκνυε ἡ συγκεκριμένη ἐρώτηση
καὶ ὁ ἀπρόσμενος τόνος της ἦταν μᾶλλον ἀσυνήθιστα. Ἡ ἐπαγγελματικὴ
εὐγένεια ἐξελισσόταν, λοιπόν, σὲ εὐγένεια ψυχῆς; Δυσκολευόταν νὰ
τὸ πιστέψει.
— «Πόθεν ἡ οἰκειότης;», σκέφθηκε, ὡς ἐκ τούτου, νὰ ρωτήσει,
ἀλλὰ ἀμέσως τὸ μετάνιωσε. Ἀντ’ αὐτοῦ, μία πολὺ πιὸ ἐρεθιστικὴ ἀτάκα
πέρασε κατευθείαν ἀπὸ τὸν νοῦ στὴν γλώσσα της.
— Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς δὲν εἶμαι καὶ πολὺ καλά, τώρα τελευταῖα.
— Μὰ γιατί; ὑποχρεώθηκε νὰ συνεχίσει τὴν ἐπίδειξη ἐνδιαφέροντος
ἡ τηλεπλασιέ.
— Θὰ σᾶς πῶ – ὑποθέτω πὼς ἔχετε λίγο χρόνο. Ἐπιτρέψτε
μου, κατ’ ἀρχάς, μιὰ ἐρώτηση. Πόσων χρονῶν εἶστε;
— Εἴκοσι ἕξι.
— Παντρεμένη;
— Φρεσκοπαντρέμενη κιόλας.
— Ἄ, τί ὡραῖα! Νὰ ζήσετε!
— Εὐχαριστοῦμε!
— Ἄρα παιδάκια δὲν ἔχετε. Ἢ μήπως κάνατε ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς
γαμοβαφτίσεις ποὺ συνηθίζονται τὸν τελευταῖο καιρό;
— Χά, χά.
— Γελᾶτε ἐ;
— Γελάω, ναί. Ἁπλά, ξέρετε… ἐγὼ σᾶς τηλεφώνησα γιὰ νὰ σᾶς
ἐνημερώσω γιὰ ἕνα οἰκονομικὸ πακέτο…
— Βέβαια, βέβαια. Τὸ γνωρίζω, τὴν διέκοψε. Μοῦ ἔχουν ξαναμιλήσει
σχετικά. Δὲν μὲ πολυενδιέφερε τότε. Ἀλλὰ ποῦ ξέρετε; Σήμερα μπορεῖ
καὶ νὰ μὲ πείσετε, συμπλήρωσε μὲ πονηριά.
— Λοιπόν…
— Λοιπόν, δὲν μοῦ ἀπαντήσατε. Ἔχετε ἢ δὲν ἔχετε παιδάκια;
— Ὄχι ἀκόμα. Λοιπόν, γιὰ τὸ πακέτο…
— Θὰ τὰ ποῦμε καὶ γιὰ τὸ πακέτο. Μοῦ δημιουργήθηκε ἡ
ἐντύπωση, δεσποινίς… κυρία… μὲ συγχωρεῖτε, μοῦ δημιουργήθηκε, ποὺ
λέτε, ἡ ἐντύπωση, στὴν ἀρχὴ τοῦ τηλεφωνήματός σας, διορθῶστε με ἂν
κάνω λάθος, ὅτι εἴχατε ἕνα πιὸ προσωπικὸ ἐνδιαφέρον. Θὰ γελάστηκα…
— Ὄχι, ὄχι, δὲν γελαστήκατε.
— Ἀπὸ τὴν ἄλλη, τώρα ποὺ τὸ σκέφτομαι… Γιατί νὰ ἔχετε πιὸ
προσωπικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ μένα εἰδικά; Ἀφοῦ δὲν μὲ ξέρετε.
— Ναί, δὲν σᾶς ξέρω. Ἀλλὰ γιὰ ὅλους τοὺς πελάτες μας ἤ, τέλος
πάντων, τοὺς ὑποψήφιους πελάτες μας ἐνδιαφερόμαστε. Σωστά τὸ ἀντιληφθήκατε.
— Ἄ, τί καλά. Τυχεροὶ οἱ πελάτες σας.
— Εὔχομαι νὰ γίνετε καὶ ἐσεῖς μία ἀπὸ τὶς πελάτισσές
μας. Λοιπόν, ἡ ἑταιρεία μας…
— Ὤχου πάλι γιὰ τὴν ἑταιρεία σας, δυσανασχέτησε.
— Μὰ αὐτὴ εἶναι ἡ δουλειά μου, ἀπάντησε δειλὰ ἡ τηλεπλασιέ.
— Ἐφόσον αὐτὴ εἶναι ἡ δουλειά σας, δεσποινίς, κυρία, μὲ
συγχωρεῖτε, νὰ περιοριστεῖτε σ’ αὐτήν, παρακαλῶ. Καὶ ὄχι νὰ μᾶς παραμυθιάζετε
μὲ τὸ ψεύτικο ἐνδιαφέρον σας – ἔκανε τὴν ἀγανακτισμένη. Καὶ συνέχισε,
ἀνεβάζοντας τοὺς τραγικοὺς τόνους τοῦ ὑποκριτικοῦ ταλέντου της
(γιατί, ὅπως φαίνεται, εἶχε ταλέντο): Σᾶς πίστεψα, ξέρετε.
— Καὶ πολὺ καλὰ κάνατε. Ἀλλὰ ὁ χρόνος ποὺ ἔχουμε γιὰ
τὶς τηλεφωνικὲς κλήσεις εἶναι περιορισμένος.
— Θὰ θέλατε νὰ βρεθοῦμε κάπου ἔξω, λοιπόν; Γιὰ ἕναν
καφέ;
Διαβολεμένη ἰδέα. Ἡ ἄλλη θὰ πρέπει νὰ εἶχε στριμωχτεῖ
γιὰ τὰ καλά. Πόσο πολὺ τὸ ἤθελε, νὰ πουλήσει αὐτὸ τὸ ρημάδι τὸ οἰκονομικὸ
πακέτο;
— Γιατί ὄχι;
— Ἐκτὸς ἂν μὲ παίρνετε γιὰ γριά. Εἶμαι 45 χρονῶν.
— Γριά; Μὰ τί λέτε; Τὸ πακέτο μας…
— Ὤχ, ἀφῆστε με πιὰ μὲ τὸ πακέτο σας.
Δὲν εἶχε προλάβει νὰ ὁλοκληρώσει τὴν, ὑποκριτικὰ ἀγανακτισμένη
καὶ πάλι, φράση της, ὅταν ἀντιλήφθηκε ὅτι ἡ γραμμὴ εἶχε κλείσει στὴν
ἄλλη ἄκρη. Ἡ συνομιλήτριά της εἶχε ἀγανακτήσει – στ’ ἀλήθεια ὅμως.
Δὲν πειράζει. Εἴκοσι ἕξι. Μόνον δύο γιὰ τὶς δεκαετίες
καὶ ἕξι γιὰ τὰ ἔτη. Ἔχει πολὺ χρόνο νὰ τὸ ξεπεράσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου