Στὸν
Θ.Β.
ΔΕΡΜΑ. Τὸ μεγαλύτερο
σὲ ἔκταση ὄργανο τοῦ σώματος. Αἰσθητήριο ὄργανο.
Τέσσερα ἑκατομμύρια αἰσθητήριοι ὑποδοχεῖς. Σκέψου!
Κάθε φορὰ ποὺ μὲ πλησίαζες τέσσερα ἑκατομμύρια αἰσθητήριοι
ὑποδοχεῖς σοῦ στρώνανε χαλὶ νὰ μὲ πατήσεις. Τέσσερα ἑκατομμύρια
ἐπιτροπὴ ὑποδοχῆς εἶχα γιὰ τὸ πλησίασμά σου.
Ἀπ’ τὰ δικά σου τέσσερα ἑκατομμύρια, πές μου, πόσα; πόσα ἐμένα
καρτεροῦσαν; πόσα στὰ μάγουλα; πόσα στὰ χείλη; πόσα στὰ μπράτσα; πόσα
στὰ δάχτυλα; πόσα στὴν κοιλιά; πόσα στὴ ράχη; στὰ γόνατα πόσα;
Κάτσε νὰ τοὺς μετρήσεις τοὺς ὑποδοχεῖς σου ἕναν-ἕναν. Μόνος
σου κάνε τὴν ἀπογραφή σου.
Ἐγὼ τοὺς ἔχω μετρημένους τοὺς δικούς μου. Ἕναν-ἕναν. Τέσσερα ἑκατομμύρια.
Ἕνα μικρὸ κράτος. Γιὰ σκέψου! Μόνο ἐσένα ἀναγνώριζε. Τίποτα ἄλλο.
Ποιό κρύο; Ποιά ζέστη; Ποιόν ἥλιο; Ποιά βροχή; Τίποτα. Ἀπόλυτη ὑποτέλεια.
Ἔπρεπε ν’ ἀντιδράσω. Σιγὰ μὴν ἄφηνα τὸ δέρμα νὰ μὲ κουμαντάρει.
Καὶ τὸ ‘λυσα τὸ πρόβλημα. Τὸ ‘γδαρα πόντο-πόντο. Ξετομαριάστηκα. Ὕστερα
τό ‘βαλα σ’ ἕνα κουτὶ καὶ τό ‘δεσα μὲ κόκκινη κορδέλα. Τὸ πέταξα στὸ
βάθος τῆς σοφίτας, ἐκεῖ πού ‘χω στοιβάξει ὅλη τὴ σαβούρα, ἀποκριάτικες
στολές, κάτι φιγοῦρες καραγκιόζη καὶ παρτιτοῦρες ἀπὸ μουσικὲς
ποὺ δὲν ἀκούω πιά.
Τώρα δὲν νιώθω τίποτα.
Ἀφάνισα τέσσερα ἑκατομμύρια αἰσθητήριους ὑποδοχεῖς. Ἕνα
μικρὸ κράτος.
Δὲν νιώθω τίποτα.
Οὔτε κὰν τὰ δάκρυα ποὺ κυλοῦν ἀπὸ τὰ μάτια. Ἕνα γιὰ τὸν καθένα
τους κι ὅλα μαζὶ γιὰ σένα.
Δακρυγόνοι ἀδένες. Βρίσκονται στὴν ἐξωτερικὴ ἄκρη τοῦ ματιοῦ.
Παράγουν τὸ ὑγρὸ μὲ τὸ ὁποῖο οἱ βλεφαρίδες καλύπτουν κάθε τόσο τὰ
μάτια. Τὸ ὑγρὸ κυλᾶ σ’ ἕναν μικρὸ σωλήνα. Μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ τὸ ἄνοιγμά
του (μιὰ πολὺ μικρὴ τρυπίτσα) ἀρκεῖ νὰ τραβήξει, ἁπαλά, τὴν ἐσωτερικὴ
ἄκρη τοῦ ματιοῦ πρὸς τὰ ἔξω.
Δακρυγόνοι ἀδένες λοιπόν.
Τοὺς ἀφαιρεῖς καὶ γλιτώνεις κι ἀπ’ τὰ δάκρυα.
Κι ἂν δὲν πετύχει τὸ πολὺ-πολὺ νὰ βγάλω καὶ τὰ μάτια μου. Ἔχω ἀκόμα
χῶρο στὴ σοφίτα.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Γιώτα Ἀναγνώστου (Ἀθήνα). Τελείωσε τὴ Νομικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν
καὶ ζεῖ ἀπὸ τὴ δικηγορία.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου