|
|
[Ἡ Μικρομυθοπλασία Παντοῦ.
Τρίμηνη Διεθνὴς Ἐπισκόπηση.
Δελτίο#14] από το ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Η ΠΑΡΑΠΑΝΩ φωτογραφία τῶν Evan Ingersoll καὶ Gael McGill[1]
ἀπεικονίζει τὴ μοντελοποίηση ἑνὸς εὐκαρυωτικοῦ κυττάρου σὲ
τρισδιάστατη μορφὴ ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὸν συνδυασμὸ βιοπληροφορικῆς,
δομικῆς βιολογίας, γενετικῆς καὶ ὀπτικῆς τέχνης. Θεωρεῖται ἀπὸ
τὶς πιὸ ὁλοκληρωμένες ἀπεικονίσεις ποὺ διαθέτουμε μέχρι τώρα, ἐπειδὴ
ἀπεικονίζει μὲ ἀκρίβεια τὰ περισσότερα στοιχεῖα στὴ βάση δομικῶν
καὶ μοριακῶν ἀναλύσεων τῶν συστατικῶν κάθε ὀργανιδίου[2]
καὶ ἂν ἀνατρέξει κανεὶς στὴν πηγὴ
μπορεῖ νὰ παρακολουθήσει τὸν μετασχηματισμὸ τοῦ κυτταρικοῦ τοπίου.
Ἰδιαίτερα ἐντυπωσιακὴ εἶναι ἡ ἀπεικόνιση τοῦ μιτοχονδρίου (ὅρος ἀπὸ τὴν λέξη «μίτος»
[νῆμα] καὶ «χόνδρος» [σφαιρικὸ σωμάτιο]), τοῦ ὀβὰλ ὀργανιδίου ἀριστερὰ
στὴ φωτογραφία, μὲ τὶς πτυχώσεις τῆς ἐσωτερικῆς μεμβράνης καὶ τὴ μὼβ
ἐπιχρωμάτιση, τὸ ὁποῖο ἐξακολουθεῖ νὰ φυλάει πολλὰ μυστικὰ κι ἐκπλήξεις
γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ τὸν θάνατο. Οἱ Ingersoll καὶ McGill βασίστηκαν
στὶς ἀπεικονίσεις κυτταρικῶν δομῶν τοῦ David
Goodsell. Στὸ ἱστολόγιο τοῦ τελευταίου ἐμφανίζεται ὡς μότο
τὸ ποίημα μὲ τίτλο «Φύση» (1863) τῆς Emily Dickinson: «Φύση εἶναι
αὐτὸ ποὺ βλέπουμε / Τὸ Ἀπόγευμα – ὁ Λόφος - / Ὁ Σκίουρος – Ἡ ἔκλειψη
– […] Φύση εἶναι αὐτὸ ποὺ ξέρουμε– / Τὴν τέχνη ὅμως δὲν ἔχουμε γιὰ
νὰ τὸ ποῦμε– / Τόσο ἀδύναμη ἡ Σοφία Μας»[3].
«Γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, ἀνάμεσα στὴν ὑψηλότερη κοινωνία, τὴ διαδικασία τοῦ τεμαχισμοῦ (τῶν πουλερικῶν) ἀναλάμβανε ὁ κύριος τοῦ σπιτιοῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο ἦταν ζήτημα τιμῆς νὰ γνωρίζει πῶς νὰ τὰ κομματιάζει καὶ νὰ τὰ παρουσιάζει μὲ ἄψογο τρόπο. Πιθανότατα ἐμεῖς δὲν πρόκειται νὰ ξαναδοῦμε ἕνα ὑψηλὸ πρόσωπο νὰ τὴν ἐκτελεῖ κατὰ τὴ διάρκεια ἑνὸς ὑπέροχου γεύματος, ὅπως τὴν ἐκτελοῦσε θαυμάσια ὁ βασιλιὰς Λούις Φελίπε, μπροστὰ στὰ ἔκθαμβα μάτια τῶν καλεσμένων του. Ὅλο αὐτὸ ἔχει ἁπλοποιηθεῖ γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἡ κυρία τοῦ σπιτιοῦ ἀλλὰ καὶ οἱ συνδαιτυμόνες ἀπὸ τὴ νευρικὴ ἔνταση ποὺ προκαλεῖται μπροστὰ στὶς δυσκολίες ποὺ συνεπάγεται αὐτὴ ἡ διαδικασία.» Αὐτὴ εἶναι ἡ μικρομυθοπλασία[4] μὲ τίτλο «Νεῦρα», τῆς δημοφιλοῦς Ἀργεντινῆς Petrona C. de Gandulfo, γνωστῆς ὡς Doña Petrona, ποὺ περιλαμβάνεται στὴ διεθνῆ ἀνθολογία μικρομυθοπλασιῶν ἀναφορᾶς μὲ τίτλο «Antología del cuento breve y oculto» (ἔκδ. Suramericana, Buenos Aires, 2001), σὲ ἐπιμέλεια τῶν Ἀργεντινῶν καλλιεργητῶν καὶ θεωρητικῶν τοῦ εἴδους Raúl Brasca καὶ Luis Chitarroni. Τὸ κείμενο ἀποτελεῖ μιὰ συρραφὴ ἀποσπασμάτων ἀπὸ τὴν ἑνότητα γιὰ τὴν τέχνη τοῦ τεμαχισμοῦ καὶ τὴν ἱστορική της διάσταση στὸ βιβλίο μαγειρικῆς τῆς Doña Petrona μὲ τίτλο «El libro de Doña Petrona» ποὺ πρωτοεκδόθηκε τὸ 1933 στὴν Ἀργεντινὴ καὶ ἐπέδρασε καταλυτικὰ στὴ διαμόρφωση κοινωνικῶν συμπεριφορῶν, διατροφικῶν συνηθειῶν κι αἰσθητικῆς πολλῶν γενεῶν τῆς χώρας[5].
Σύμφωνα
μὲ τὴν κριτικὸ Violeta Rojo ἡ ἀνθολογία τῶν Brasca καὶ
Chitarroni εἶναι ἀπολαυστική, γεμάτη μυστικὰ κι ἐκπλήξεις· κανεὶς
δὲν μπορεῖ νὰ προβλέψει τί τὸν περιμένει στὴν ἑπόμενη σελίδα. Σκοπὸς
τῶν ἐπιμελητῶν ἦταν νὰ ἀνακαλύψουν καὶ νὰ ἀναδείξουν τὴν ἔνταση
τοῦ μικροῦ μὲ στοχαστικὴ καὶ χιουμοριστικὴ διάθεση. Ἔχουν ἀναμείξει
αὐτούσια κείμενα μὲ κείμενα ποὺ ἔχουν ἐπεξεργαστεῖ οἱ ἴδιοι, ἄγνωστων
ἀλλὰ καὶ διακεκριμένων δημιουργῶν, ὅπως τῶν Proust, Sawyer, Joyce,
Nabokov, Salinger, Borges, Bioy, Piñera, Cortázar, Felisberto Hernández,
Yeats, Rulfo, Musil, Greenaway, Stoppard, Bertrand Russell, Ana María Shua, Paviç, κ.τ.λ.
Στὴν ἀνθολογία συμπεριλαμβάνονται δύο κείμενα τοῦ Ἀμερικανοῦ
συνθέτη John Cage, δημιουργοῦ τῆς πιὸ ἀμφίσημης
μουσικῆς σύνθεσης τοῦ 20ου αἰ., 4’33’’
(1952), στὴν ὁποία ὑμνεῖται ἡ σιωπὴ καὶ ἡ διάδραση καλλιτέχνη – ἀποδέκτη.
Τὰ δύο κείμενά του ἔχουν ἐπιλεχθεῖ ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ A
year in Monday: New Lectures and Writings (1967). Σὲ αὐτὸ ἐντοπίζονται πολλὰ ἐνδιαφέροντα
σημεῖα, ὄχι μόνο γιὰ τὴ θεωρία τῆς μικρομυθοπλασίας. Γιὰ παράδειγμα,
σὲ μιὰ πολὺ σύντομη καταχώρηση ὁ Cage ἀναφέρει τὴν ἱστορία μὲ τὸν
Κινέζο ποὺ ὀνειρεύτηκε ὅτι ἦταν πεταλούδα καὶ ὅταν ξύπνησε ἀναρωτήθηκε
ἐὰν ἦταν πεταλούδα ποὺ ὀνειρευόταν ὅτι ἦταν ἄνθρωπος. Στὸ δοκίμιό του (1975) μὲ τίτλο «Where are we
eating? And what are we eating?» ὁ Cage μνημονεύει τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ διάσημος
Ἀμερικανὸς χορευτὴς καὶ χορογράφος Merce
Cunningham ἔλαβε τὴν ὑποτροφία Guggenheim καὶ ρωτήθηκε
τί θὰ ἔκανε μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ χρήματα κι ἐκεῖνος ἀπάντησε μονολεκτικὰ
«θὰ φάω!». Στὸ ἴδιο γράφει ὅτι ὅσο γερνοῦσε, τόσο καταλάβαινε τί εἶχε
στὸ μυαλὸ του ὁ Wittgenstein ὅταν εἶχε πεῖ ὅτι ἂν ἔβρισκε κάτι ποὺ θὰ
μποροῦσε νὰ φάει (μὲ εὐχαρίστηση), δὲ θὰ τὸ ἄλλαζε ποτέ. Ὁ Cage, ἦταν
δεινὸς μελετητὴς τοῦ συγκεκριμένου φιλοσόφου, ἰδιαίτερα προβληματισμένος
γιὰ τὸν ρόλο τῆς διατροφῆς μας ὡς κοινωνικὴ πράξη καὶ λάτρης τῶν μανιταριῶν.
Φημολογεῖται ὅτι μυήθηκε ἀπὸ τὸ θρυλικὸ ζεῦγος Lennon-Ono
στὶς διατροφικὲς συνήθειες ποὺ πρότειναν οἱ ἀνατολικὲς θρησκεῖες
καὶ ἡ πολυπολιτισμικὴ κουλτούρα ποὺ ἄρχισε νὰ καλλιεργεῖται τὴ δεκαετία
τοῦ ’70 καὶ ὅτι κέρδισε τουλάχιστον δέκα χρόνια ζωῆς ὅταν ἔκοψε μαχαίρι
τὸ ἀλκοὸλ καὶ τὰ λιπαρὰ τῆς μεσοδυτικῆς ἀμερικανικῆς διατροφῆς.
Στὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο κείμενά του ποὺ περιλαμβάνονται στὴν ἀνθολογία
οἱ ἐπιμελητὲς ἔχουν δώσει τὸν τίτλο «Αὐταπάτη[6]».
Ὁ Cage ἀφηγεῖται μιὰ σύντομη συνομιλία του μὲ τὸν Ἀμερικανὸ εἰδικὸ
στὴν μυκητολογία Alexander Η. Smith: «[…] Τοῦ εἶπα ὅτι ἕνα
ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ μοῦ ἄρεσε στὴ βοτανικὴ ἦταν ὅτι ἦταν ἀπαλλαγμένη
ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὸν φθόνο ποὺ ἀποτελοῦν μάστιγα γιὰ τὴν τέχνη, ὅτι
γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, ἂν ὄχι γιὰ κανέναν ἄλλο, θὰ ἔδινα τὴ ζωή μου προκειμένου
νὰ ξαναζοῦσα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς βοτανολόγος, παρὰ ὡς μουσικός. Ἐκεῖνος
εἶπε, “Αὐτὸ δείχνει πόσα λίγα γνωρίζεις περὶ βοτανικῆς”. Στὴν πορεία
τῆς κουβέντας ἀνέφερα τυχαῖα τὸ ὄνομα ἑνὸς μυκητολόγου ἀπὸ ἕνα ἄλλο
πανεπιστήμιο τοῦ Μιντγουέστ. Ὁ Σμίθ, μὲ κοφτερὸ τόνο εἶπε: “Μὴν ἀναφέρεις
αὐτὸ τὸ ὄνομα στὸ σπίτι μου”.»
Ἡ
«Πεταλούδα» εἶναι μία ἀκόμα ἐνδιαφέρουσα μικρομυθοπλασία[7]
ποὺ συμπεριλαμβάνεται στὴν ἀνθολογία καὶ εἶναι ὁλόκληρη ἡ ἑξῆς:
«Ἡ πεταλούδα εἶναι ἕνα ζῶο τῆς στιγμῆς ποὺ ἐφηῦραν οἱ Κινέζοι». Εἶναι
τοῦ Μεξικανοῦ Salvador Elizondo, ἰδιαίτερα δημοφιλοῦς
συγγραφέα τὴ δεκαετία τοῦ ’60, ἀπὸ τὴ συλλογὴ μικρομυθοπλασιῶν
του —σημεῖο ἀναφορᾶς στὴ διεθνῆ βιβλιογραφία τοῦ εἴδους— μὲ τίτλο
«El
retrato de Zoe y otras mentiras» (ἔκδ. Joaquin Mortiz, 1969). Τὸ ὕφος
τοῦ Elizondo, ἐμφανίζει συσχετισμοὺς μὲ τὸ ὕφος τῶν Joyce, Pound, Cortázar,
Rulfo καὶ Bataille. Στὸ περιοδικὸ Hispania
εἶχε γίνει ἕνα σημαντικὸ ἀφιέρωμα
τὸ 1967 ὄχι μόνο γιὰ τὴ δεινότητά του στὴν πολὺ σύντομη πεζογραφικὴ
φόρμα καὶ τὶς νέες δυνατότητες ποὺ ἀνέδειξε ὁ Elizondo στὴν ἀφήγηση,
ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ βραβευμένο μυθιστόρημά του μὲ τίτλο Farabeuf, o la cronica de un
instante, μιὰ σπουδὴ εὑρηματικότητας, ἀφηγηματικῆς οἰκονομίας,
ἀκρίβειας καὶ πύκνωσης. Ὁ Luis Farabeuf ἦταν ὁ σημαντικότερος Γάλλος
χειρουργὸς τοῦ 19ου αἰ. καὶ τὸ πάθος του γιὰ τὴν ἀνατομία ἀποτυπώθηκε
ἀκόμα καὶ στὰ ἐγχειρίδιά του, γνωστὰ ὡς Precis de manuel operatoire.
«Λιμασμένη» εἶναι ὁ τίτλος τῆς μικρομυθοπλασίας[8]
τῆς Ἀμερικανο-κινέζας καθηγήτριας Φυσικῆς Samantha Xiao Cody, νικήτριας περσινοῦ
διαγωνισμοῦ στὸ περιοδικὸ The Master’s Review, κριτὴς τοῦ ὁποίου ἦταν
ἡ Kimberly King Parsons. «Φίδι καὶ βάτραχο
καὶ ἄλογο καὶ ἀγγούρι τῆς θάλασσας καὶ τριζόνια καὶ σκουλήκια. Τὰ ἔχω
φάει ὅλα, ἀρπάζοντάς τα ἀπὸ τὸ περιστρεφόμενο κέντρο ἑνὸς ἐπίσημου
τραπεζιοῦ· τὰ ἔχω χώσει στὸ στόμα μου στὸ πεζοδρόμιο. Αὐτὸς ὁ τύπος
βαρβαρότητας, λένε, εἶναι ἀπ’ ὅπου προέρχονται οἱ νέοι θανατηφόροι
ἰοί. Λευκὲς μητέρες διαμαρτύρονται στὴν Τσάινατάουν τοῦ Μανχάταν
μὲ φωτογραφίες τῶν σκύλων τους, ἀπαιτώντας μὲ μανία τὴν ἀπέλαση τῶν
οἰκογενειῶν ποὺ ρίζωσαν μέσα στὴν ἀμερικάνικη μικροσκοπικὴ περιοχή
τους πρὶν δεκαετίες. […]». Αὐτὰ ἀναφέρει ἡ ἡρωίδα τῆς Cody, ὥσπου ἡ
καχεκτικὴ μητέρα της ἀνακαλύπτει τὴν ὁμοφυλοφιλία τῆς κόρης της
καὶ γιὰ πρώτη φορὰ τὴν ἀντιμετωπίζει ὡς πραγματικὸ μίασμα, ἐμμένοντας
στὴν ἄποψή της ὅτι οἱ ἄνθρωποι κάνουν ἄσχημα πράγματα ὅταν πεινᾶνε.
Ἡ κόρη ἐξακολουθεῖ νὰ τρώει τὰ πάντα, καταπίνοντας ἀκόμα καὶ τὴν ἀπόρριψη,
τὴν ἀποστροφὴ καὶ τὸν κοινωνικὸ ἀποκλεισμό.
«Ὅταν ἡ πείνα μπαίνει ἀπὸ τὴν πόρτα, ὁ ἔρωτας βγαίνει ἀπὸ τὸ παράθυρο,
εἶπε ἡ γιαγιὰ στὸν ἐγγονό της. Τώρα αὐτὸς ἔχει σφραγίσει ὅλα τὰ παράθυρα
τοῦ σπιτιοῦ. Κι ἐδῶ καὶ σαράντα ἡμέρες, δὲ βγαίνει κανείς, ἂν καὶ οἱ ἦχοι
δυναμώνουν ὅλο καὶ περισσότερο στὴν εἴσοδο.» Αὐτὴ εἶναι ὁλόκληρη
ἡ μικρομυθοπλασία[9]
μὲ τίτλο «Ἕνα ἄλλο ρητό», τοῦ Περουβιανοῦ συγγραφέα Ricardo Calderón
Inca, ἡ ὁποία συμπεριλαμβάνεται στὴν ἀνθολογία μὲ τίτλο «Microbios: Minificcionistas Pandémicos» (ἔκδ.
Dendro, Lima, 2020). Στὴν τελευταία συμμετέχουν 19 συγγραφεῖς ἀπὸ χῶρες
τῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς καὶ τὴν Ἱσπανία καὶ τὴν προλογίζει ἡ Ἀργεντινὴ
ἐκπρόσωπος τοῦ εἴδους Patricia Nasello. Η Nasello ἐπισημαίνει ὅτι
ἂν καὶ τὰ κείμενα γράφτηκαν καὶ συγκεντρώθηκαν μὲ ἀφορμὴ τὴν πανδημία
ποὺ σαρώνει ἀκόμα τὴν ἀνθρωπότητα, θίγουν καὶ ἄλλα κοινωνικὰ θέματα,
ὅπως ἡ κακοποίηση ἀνηλίκων κι ἐνηλίκων, ἡ οἰκονομικὴ ἀνέχεια, ἡ
ἀνασφάλεια. Ὑπορρητα, ὅμως, φαίνεται ὅτι τὰ ἑνώνει θεματικὰ τὸ
νερό, ὅλες οἱ μικρομυθοπλασίες κολυμποῦν στὴν ἄβυσσο τῆς ἀνθρώπινης
κατάστασης καὶ τὴ φωτίζουν. Ἡ Χιλιανὴ συγγραφέας Patricia
Martín Rivas στὴ μικρομυθοπλασία[10]
της «Νερό» γράφει: «Βρίσκομαι βυθισμένη στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας μου,
τὰ νερά της εἶναι ζεστὰ καὶ ἀτάραχα. Εἶμαι μικρὴ ἀκόμα, ἔτσι καταλαμβάνω
ὅλο τὸ χῶρο γιὰ νὰ κολυμπῶ καὶ νὰ παίζω. Ἡ ἕνωση τῆς κοιλιᾶς μου μὲ τὴ
δική της εἶναι ὅλο καὶ ὅλο ὅ,τι χρειάζομαι: μὲ τρέφει, μὲ προστατεύει
καὶ μὲ ἀναμένει, γεμάτη ἀπέραντη ἀγάπη γιὰ τὴν παρουσία μου. Κολυμπῶ
εὐγνώμων γιὰ τὴν τόση φροντίδα της, ὁ σχηματισμὸς φυσαλίδων ἀπὸ τοὺς
καρδιακοὺς παλμούς μας εὐνοεῖ τὴν ἀνάπτυξή μου. Ὅλα ρέουν εἰρηνικά,
καὶ ἡ καρδιά μου καταλαβαίνει ὅτι τὸ νερό, τὸ δικό μου/μας στοιχεῖο,
εἶναι ἱερό. Τώρα εἶμαι ἐνήλικη καὶ τὸ σημαντικὸ ὑγρὸ ἔχει ἐξαφανιστεῖ.
Πεθαίνω τῆς δίψας.»
Τὸν περασμένο Ὀκτώβριο
στὸ ἐπιστημονικὸ περιοδικὸ Soft Matter τῆς Βασιλικῆς Ἑταιρείας Χημείας
τοῦ Λονδίνου ἀνακοινώθηκαν οἱ ἐξελίξεις στὶς ἔρευνες
γιὰ τοὺς συνθετικοὺς «μικροκολυμβητές». Πρόκειται γιὰ τὰ μικροσκοπικὰ
σωματίδια τὰ ὁποῖα οἱ ἐπιστήμονες εὐελπιστοῦν ὅτι θὰ ἀναλάβουν
καὶ ρόλο μεταφορέων φαρμάκων μέσα στὸ ἀνθρώπινο σῶμα στὸ ἐγγὺς μέλλον.
Ἐκτός των ἄλλων μελετᾶται καὶ ποιό θὰ ἦταν τὸ ἰδανικότερο σχῆμα
τους. Ἀνάμεσα στὰ νέα μοντέλα ποὺ παρουσιάστηκαν σὲ ἐκτύπωση 3D
βρίσκεται καὶ τὸ μικρότερο σκάφος τοῦ κόσμου.
Στὴ συλλογὴ 83 μικρομυθοπλασιῶν
καὶ 2 διηγημάτων τοῦ Ἀργεντινοῦ Martín Gardella μὲ τίτλο Los chicos crecen (Editorial Macedonia, 2015), συναντᾶμε
παιδιὰ νὰ ἀντιμετωπίζουν τὴ ζωὴ ὡς ἐνήλικες μεγαλώνοντας μετ’ ἐμποδίων,
ἥρωες ποὺ μᾶς μιλοῦν ἀπὸ τὴ μεταθανάτια ζωή, ἀλλὰ καὶ ἐνήλικες ποὺ
ἐξακολουθοῦν νὰ φοβοῦνται νὰ κοιτάξουν κάτω ἀπὸ τὸ κρεβάτι τους ἢ τὴν
πραγματικότητα στὰ μάτια. Στὴ μικρομυθοπλασία[11]
μὲ τίτλο «Ἡ διασκέδαση» διαβάζουμε: «Στὴν πλατεία ἑνὸς ἐρημικοῦ
χωριοῦ ὑπάρχει ἕνα παράξενο καρουζὲλ στὸ ὁποῖο ὁ χρόνος κυλάει μυστηριωδῶς
καθὼς περιστρέφεται σύμφωνα μὲ τοὺς δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ. Κάθε στροφὴ
γύρω ἀπὸ τὸν ἄξονα του ἰσοδυναμεῖ μὲ ἕνα ἡμερολογιακὸ ἔτος. Ἀρχικὰ
εἶναι διασκεδαστικὸ νὰ βλέπει κανεὶς πῶς μεταμορφώνονται τὰ παιδιὰ
σὲ ἐνήλικες. Εἶναι ἀκόμη συναρπαστικὸ γιὰ ὁρισμένες μητέρες νὰ
βλέπουν ὅτι τὰ παιδιά τους διατηροῦν αὐτὰ τὰ χαρούμενα χαμόγελα παρὰ
τὰ γκρίζα μαλλιά τους. Εἶναι τρομακτικό, ὅμως, κάθε φορὰ ποὺ ἕνα ξύλινο
ἄλογο παίρνει τὴ στροφὴ χωρὶς τὸν ἀναβάτη του.»
Στὸ κέντρο τῆς Κολομβίας,
στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Chiribiquete National Park, ποὺ ἀποτελεῖ
τμῆμα τοῦ τροπικοῦ δάσους τοῦ Ἀμαζονίου καὶ εἶναι σχεδὸν ἀπρόσιτη
λόγῳ τῆς πυκνῆς βλάστησης, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐμφυλίου ποὺ μαινόταν ἐκεῖ,
Βρετανοὶ καὶ Κολομβιανοὶ ἀρχαιολόγοι ἔχουν ἀνακαλύψει ἀπὸ τὸ 2015 προϊστορικὲς
τοιχογραφίες στὶς προσόψεις κάθετων, πανύψηλων βράχων. Ἤδη ἀπὸ τότε
ὁ κινηματογραφιστὴς Mike Slee μὲ τὴ βοήθεια ἑλικοπτέρων κι ἐκπαιδευμένου
προσωπικοῦ εἶχε συγκεντρώσει ὀπτικὸ ὑλικὸ γυρίζοντας τὸ ντοκιμαντέρ
του, Colombia: Wild Magic καὶ εἶχε σημειώσει
ὅτι πρόκειται γιὰ ἕναν τόπο ἐντελῶς ξεχασμένο ἀπὸ τὸ χρόνο. Σὲ συνέχεια
αὐτῶν τῶν ἀνακαλύψεων μόλις στὰ τέλη τοῦ περασμένου Νοεμβρίου ἀνακοινώθηκαν
κι ἄλλα εὐρήματα, μὲ τὸν διεθνῆ κι ἐγχώριο τύπο νὰ ἀναφέρεται πλέον στὴν
«Καπέλα Σιξτίνα τῶν ἀρχαίων». Πρόκειται γιὰ ἀπεικονίσεις πολεμιστῶν
καὶ κυνηγῶν νὰ χορεύουν ἢ νὰ συμμετέχουν σὲ τελετές, ἐξαφανισμένων
ζώων πάνω ἀπὸ 12.500 χρόνια (μαστόδοντες, παλαιολάμα, βραδύποδες,
ἄλογα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν παγετώνων, κ.ἄ.): μιὰ ἐξιστόρηση ἀμέτρητων
μικρῶν ἐπεισοδίων ποὺ ἐκτείνεται γύρω στὰ 8 μίλια καὶ θὰ χρειαστεῖ
πολλὲς γενεὲς ἐρευνητῶν προκειμένου νὰ καταγραφεῖ καὶ νὰ μελετηθεῖ.
Ἡ πολιτογραφημένη Οὐαλὴ
ποιήτρια Pascale Petit, γνωστὴ ἀπὸ τὴν συλλογή της
μὲ τίτλο The Zoo Father (Seren, 2001), στὴ συλλογὴ ποιημάτων
της Mama Amazonica[12]
(Bloodaxe, 2017) παραλληλίζει μὲ καθηλωτικὸ τρόπο τὴν καταστροφὴ τοῦ
τροπικοῦ δάσους τοῦ Ἀμαζονίου μὲ τὴν κακοποίηση. Εἰδικὰ στὸ ὁμότιτλο
ποίημα παρακολουθοῦμε πῶς ἡ ψυχασθένεια ἕπεται τῆς κακοποίησης
καὶ πῶς βιώνεται ἀπὸ τὴν κόρη τῆς κακοποιημένης μητέρας μέσα σὲ ἕνα
ψυχιατρεῖο ποὺ μεταμορφώνεται σὲ ζούγκλα. Ἰαγουάροι, κροκόδειλοι,
βραδύποδες κρεμασμένοι σὲ φουντωτὲς κεκροπίες, ὁρμητικὰ ρεύματα,
ἄνθη καὶ πτηνά, τὴν παρατηροῦν νὰ νανουρίζει τὴ μητέρα της ἡ ὁποία
προσπαθεῖ νὰ ξεπεράσει τὸν ψυχολογικὸ καὶ διανοητικὸ διαμελισμό
της, τελώντας ὑπὸ θεραπεία ὕπνωσης, κουλουριασμένη σὲ μιὰ καπιτονὲ
κουβερτούλα, μέσα στὸ φύλλωμα ἑνὸς νούφαρου, μὲ «μιὰ ταμπέλα γύρω ἀπὸ
τὸν καρπό της – Victoria Amazonica[13]».
Τὰ παραπάνω φαίνεται νὰ συνομιλοῦν μὲ τοὺς δύο στίχους τοῦ Τάσου
Λειβαδίτη «Συνήθως τὶς περισσότερες ὧρες μου τὶς περνῶ στὸ ζωολογικὸ
κῆπο / καὶ σκέφτομαι πράγματα τόσο θλιβερὰ ποὺ τὰ ζῶα γρυλίζουν φοβισμένα»,
στὸ ποίημά του μὲ τίτλο «Ἡ δίκη τοῦ αἰῶνος» (Μικρὸ βιβλίο γιὰ μεγάλα ὄνειρα, Κέδρος,
1987).
Ἡ
ἱστορία μᾶς εἶναι γενικὰ γνωστή: «Μεταξὺ τῶν ἄγριων θηρίων, τὸ χειρότερο
εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Τὸ ξέρω γιατὶ χθὲς τὸ βράδυ μπόρεσα νὰ ἐπιβεβαιώσω
αὐτὴ τὴ δήλωση. Τὸ κοπάδι μου ἦταν ἀτελὲς καὶ τώρα, ἕνα ἄλλο ἀρσενικὸ
θὰ εἶναι ὑπεύθυνο γιὰ τὴ φροντίδα τῶν νέων. Αὐτὸ τὸ σῶμα ἀποσύρεται
στὸν παράδεισο τῶν λιονταριῶν, χάρη στὸν ἄντρα ποὺ εἰσέβαλε ἀθόρυβα
στὴ φωλιὰ μὲ τὸ ὅπλο του.» Αὐτὴ εἶναι ὁλόκληρη ἡ μικρομυθοπλασία[14]
τῆς Ἀργεντινῆς συγγραφέα Ildiko Nassr μὲ τίτλο «Ἄγρια θηρία 1» ἀπὸ τὴ
σχεδὸν ὁμότιτλη συλλογή της. Ἐνῶ στὴ μικρομυθοπλασία[15]
με τίτλο «Αδάμ[16]»
ὁ Raúl Brasca μᾶς δίνει τὴ δική του ἐκδοχὴ γιὰ τὸ εἶδος μας: «Τὴν ἡμέρα
πού, μὲ ἱερὴ ἔκπληξη, ἐκείνη ἡ μαϊμοῦ συνειδητοποίησε ὅτι αὐτὸ
ποὺ ἔτρωγε πάντα, αὐτὸ ποὺ δάγκωνε, ἦταν ἕνα μῆλο, ἐκδιώχθηκε ἀπὸ
τὸν ἐπίγειο παράδεισο.»
θεωρητικὲς διακλαδώσεις
Ἀλλάζουν τὰ πάντα γύρω
μας. Πῶς θὰ μποροῦσε ἡ ἀφήγηση νὰ παραμείνει ἴδια σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ
βιώνουμε τὴν ἀφηγηματικότητα ὡς κατάσταση; Κάτω ἀπὸ
τὸ μικροσκόπιο τῆς θεωρίας τῆς μικρομυθοπλασίας ἡ τελευταία μοιάζει
μὲ τὸ αἰνιγματικὸ μιτοχόνδριο, ἢ φαίνεται νὰ λειτουργεῖ σὰν μικροκολυμβητὴς
στὸν σύγχρονο ἀφηγηματικὸ ὠκεανό, στὸν ὁποῖο κυκλοφοροῦν ἄπειρες
ἀφηγήσεις, ποὺ ἀναμειγνύονται καὶ μετασχηματίζονται. Ὁ Mariano Vespa, Ἀργεντινὸς πολιτιστικὸς
συντάκτης εἰδικὸς στὴ σύντομη πεζογραφικὴ φόρμα, στὴ συνέντευξη ποὺ πῆρε τὸν Ἰανουάριο τοῦ
2020 ἀπὸ τὸν Chitarroni εὔστοχα ἐπισημαίνει δύο ζητήματα: πρῶτο ὅτι
καὶ ὁ τελευταῖος διαπρέπει σὲ ἕναν διανοητικὸ λαβύρινθο μπορχεσιανοῦ
τύπου, μιὰ τροπικότητα τοῦ νοῦ ποὺ ἔχει ἐπηρεάσει σὲ μέγιστο βαθμὸ
τὴ διάδοση κι ἐξέλιξη τῆς μικρομυθοπλασίας. Δεύτερο, ἀναφέρει
τὴν ἔννοια τοῦ ἀπείρου του Ἀναξίμανδρου γιὰ νὰ ἑρμηνεύσει ἐν μέρει
αὐτὴ τὴ νοοτροπία καὶ τὸν παραφράζει λέγοντας ὅτι οἱ ἀναγνώσεις μετασχηματίζονται
ἡ μία μέσα στὴν ἄλλη ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες καὶ ἀλληλοδικαιώνονται
σὺν τῷ χρόνῳ.
Σὲ αὐτὴ τὴν ἐρευνητικὴ ὑπόθεση πιθανὸν νὰ στηρίζεται καὶ ἡ
στοχαστικὴ τοποθέτηση τοῦ Raúl Brasca ἀπέναντι στὸ διεθνὲς πολιτισμικὸ
φαινόμενο τῆς μικρομυθοπλασίας. Ἀρχικὰ φαίνεται νὰ συμφωνεῖ μὲ τὸν
Wittgenstein, ὁ ὁποῖος πρότεινε σιωπὴ γιὰ ὅσα δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε,
ἰδέα ποὺ ἀπαντᾶται καὶ στὸν Borges. Ὡς πρὸς τὴν ἀφηγηματικὴ τεχνικὴ
τοῦ εἴδους θεωρεῖ τὴ σιωπὴ —τὸ τί δὲ λέμε— δομικὸ συστατικό του. Ἰδέα
ποὺ ἐξετάζει καὶ ὁ κριτικὸς Ary Malaver στὸ βιβλίο του La brevedad como poética (ἔκδ. Micropolis, Lima 2019), μὲ
μότο τὴ φράση τοῦ Οὐρουγουανοῦ μουσικοῦ καὶ γιατροῦ Jorge Drexler:
«Δὲν εἶναι τὸ φῶς αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία στὴν ἀλήθεια, εἶναι τὰ δώδεκα
δευτερόλεπτα τοῦ σκοταδιού[17]».
Ὁ Brasca στὰ ὑποδειγματικὰ κείμενα ἐντοπίζει[18]
διαύγεια, ἀφηγηματικὴ καθαρότητα, ἔκλυση ἐνέργειας, πολυπλοκότητα,
λεπτότητα καὶ πύκνωση, τὴν ὁποία διακρίνει ἀπὸ τὴ συμπύκνωση. Θεωρεῖ,
δηλαδή, ὅτι ἡ μικρομυθοπλασία δὲν εἶναι μιὰ ἱστορία ποὺ προκύπτει
ἀπὸ τὴ συμπύκνωση μίας μεγαλύτερης κι ἐπισημαίνει ὅτι τὸ τέλος
κάθε μικρομυθοπλασίας φαίνεται νὰ λαμβάνει χώρα στὸ μυαλὸ τοῦ ἀναγνώστη,
μετὰ ἀπὸ ἕνα στιγμιαῖο ἄνοιγμα καὶ κλείσιμο στὸ χρόνο καὶ ἐπαναφορὰ
στὴν σκέψη καὶ τὸ συναίσθημα, ὑπονοώντας ὅτι ἡ φαντασία εἶναι αὐτὴ
ποὺ ἑνώνει συγγραφέα – ἀναγνώστη. «Δὲν ὑπάρχει τίποτα ποὺ μὲ ἕνα
γύρισμα τῆς φαντασίας νὰ μὴν μπορεῖ νὰ γίνει κάτι ἄλλο[19]»
ἀποφάνθηκε ἀκριβῶς πρὶν ἕναν αἰώνα ὁ W.C. Williams στὸ βιβλίο του «Kora in hell: improvisations» (The Four
Seas Press, Boston, 1920). Ὅπως ἐπίσης ὅτι «Φαντασία! Αὐτὴ εἶναι τὸ
σκουλήκι μέσα στὸ μῆλο».
Στὸ πλαίσιο τοῦ παραδοσιακοῦ ἐγκιβωτισμοῦ ἡ ἀλληλουχία ἱστοριῶν,
ὅπως στὴν «Ἀλληλουχία τῶν κήπων» τοῦ J. Cortázar, εἶναι
συνήθης ἀφηγηματικὴ τεχνικὴ στὴ μικρομυθοπλασία. Προσδίδει πύκνωση,
βάθος κι εὐνοεῖ τὴν ἀντιστροφὴ (στὸ πνεῦμα τοῦ G. Bachelard) τῆς κοινῆς ἀντίληψης
μικροῦ-μεγάλου σὲ ἕνα σύντομο κείμενο-κόσμο ἀφ’ ἑαυτοῦ. Ὑποδειγματικὴ[20]
στὴ διεθνῆ κριτικὴ θεωρεῖται ἡ μικρομυθοπλασία τῆς Lydia Davis μὲ
τίτλο «Happiest Moment», τὴν ὁποία μπορεῖ εὔκολα νὰ μεταδιηγηθεῖ κάποιος,
κύριο ζητούμενο στὸ εἶδος, παρὰ τὴν πυκνότητα καὶ τὴ συντομία της.
Σὲ αὐτή, ἕνας καθηγητὴς δημιουργικῆς γραφῆς ρωτάει μιὰ μαθήτριά
του ποιὰ εἶναι ἡ πιὸ ἀγαπημένη της ἱστορία ποὺ ἔχει γράψει κι ἐκείνη
ἀπαντάει ποιά εἶναι ἡ πιὸ ἀγαπημένη της ἱστορία ποὺ ἔχει διαβάσει:
κάποτε στὴν Κίνα ἕνας καθηγητὴς ἀγγλικῶν ρώτησε τὸν μαθητή του ποιά
ἦταν ἡ πιὸ εὐτυχισμένη στιγμὴ στὴ ζωή του κι ἐκεῖνος, μετὰ ἀπὸ πολλὴ
σκέψη, ἀπάντησε ὅτι κάποια φορὰ εἶχε πάει ἡ γυναίκα του στὸ Πεκίνο
καὶ εἶχε φάει πάπια. Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία τῆς εἶχε μείνει ἀξέχαστη καὶ
τοῦ τὴν ἀνέφερε συχνά, ὁπότε ὁ Κινέζος μαθητὴς ἀπάντησε ὅτι ἡ πιὸ
εὐτυχισμένη στιγμὴ στὴ ζωή του ἦταν ἐκεῖνο τὸ ταξίδι τῆς γυναίκας
του καὶ ἡ ἀπόλαυση τοῦ φαγητοῦ τῆς πάπιας.
Στὸ βιβλίο τοῦ J. Cage ποὺ εἴδαμε παραπάνω ὑπενθυμίζεται
συχνὰ ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι γεμάτη μυστικά, ἐκπλήξεις καὶ μικρὲς ἀπολαύσεις.
Γράφει κάπου χαρακτηριστικά: «Ἡ ζωὴ ἀλλάζει. Ἕνας ἀπὸ τοὺς τρόπους
μὲ τοὺς ὁποίους προσπαθῶ νὰ ἀλλάξω τὴ δική μου εἶναι νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ
τὶς ἐπιθυμίες μου γιὰ νὰ μὴν εἶμαι κουφὸς καὶ τυφλὸς στὸν κόσμο γύρω
μου. Ὅταν ἀναφέρομαι στὸ ἐνδιαφέρον μου στὰ μανιτάρια, οἱ περισσότεροι
μὲ ρωτοῦν ἀμέσως ἂν ἔχω νιώσει παραισθήσεις. Ἀναγκάζομαι νὰ τοὺς πῶ
ὅτι εἶμαι ἰδιαίτερα ὀπισθοδρομικός, στὴν πραγματικότητα πουριτανός,
ὅτι ὅλο κι ὅλο ποὺ κάνω εἶναι νὰ καπνίζω σὰν φουγάρο —πλέον μὲ δύο
φίλτρα καὶ μὲ ἕνα κουπόνι σὲ κάθε πακέτο— καὶ νὰ πίνω καφὲ πρωί, μεσημέρι,
βράδυ. Θὰ ἔπινα καὶ ἀλκοὸλ ἀλλὰ ἔκανα τὸ λάθος νὰ ἐπισκεφτῶ ἕναν
γιατρὸ ποὺ τὸ ἀπαγορεύει. Οἱ παραισθήσεις γιὰ τὶς ὁποῖες ἀκούω δὲ μὲ
ἐνδιαφέρουν. Ὁ Ντὶκ Χίγκινς εἶπε ὅτι ἔφαγε λίγο ἀμανίτη καὶ εἶδε ὁράματα
μὲ λαγούς. Ἡ Βαλεντίνα Γουόσον ἔφαγε τὰ θεϊκὰ μανιτάρια στὸ Μεξικὸ
καὶ φαντάστηκε ὅτι βρισκόταν στὶς Βερσαλλίες τὸν 18ο αἰ. ἀκούγοντας
Μότσαρτ. Χωρὶς ἀπολύτως καμία διεγερτικὴ οὐσία, πέραν τῆς καφεΐνης
καὶ τῆς νικοτίνης, αὔριο θὰ βρίσκομαι στὸν Σὰν Φρανσίσκο ἀκούγοντας
λίγη ἀπὸ τὴ μουσική μου καὶ τὴν Κυριακή, Θεοῦ θέλοντος, θὰ ξυπνήσω στὴ
Χαβάη μὲ παπάγιες καὶ ἀνανάδες γιὰ πρωϊνό. Θὰ ὑπάρχουν λουλούδια
ποὺ θὰ μοσχοβολοῦν, χρωματιστὰ πουλιά, ἄνθρωποι ποὺ θὰ κολυμποῦν στὰ
κύματα, καὶ (σὲ πάω στοίχημα πέντε σέντς) ἕνα οὐράνιο τόξο στὸν οὐρανὸ
ποὺ θὰ φανεῖ στὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας[21]».
προτάσεις πλοήγησης
Τὶς μικρομυθοπλασίες Τὸ ραντεβοῦ μου μὲ μιὰ Νεάντερταλ, Μιὰ ἱστορία γιὰ τὸ σῶμα καὶ Οἱ φωνὲς τῆς σιωπῆς τῶν David Galef, Robert
Hass καὶ Κώστα Ἀξελοῦ, ἀντίστοιχα.
Τὸ διήγημα τῆς Πορτογαλίδας
Teolinda Gersão Μιὰ ζακέτα ἀπὸ κόκκινη ἀλεποῦ.
Τὴ μουσικὴ σύνθεση μὲ
τίτλο The soundmaker τοῦ ντουέτου ἀκουστικῆς
κιθάρας τῶν Μεξικανῶν Rodrigo καὶ Gabriela.
Τὸ τραγούδι Movimiento
τοῦ Jorge
Drexler γιὰ τὸν στίχο «Εἴμαστε ζωντανοὶ ἐπειδὴ εἴμαστε ἐν
κινήσει».
Τὴ σειρὰ ντοκιμαντὲρ Jungle Mystery: Lost kingdoms of the Amazon
ποὺ ξεκίνησε τὸν Δεκέμβριο 2020 στὸ channel 4 καὶ περιηγεῖται στὴν περιοχὴ
καὶ τῶν πρόσφατων ἀνακαλύψεων τῶν προϊστορικῶν τοιχογραφιῶν στὴν
Κολομβία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου