|
|
Μικρο-αφηγήσεις γιὰ τὴν Μεγάλη Ἑλληνικὴ
Ἐπανάσταση
καὶ ποιός θ’ ἀρνηθῇ πὼς τὸ ἀνέκδοτο
τὸ ἀληθινὰ ἱστορικὸ εἶναι μάθημα ἱστορίας;
Γιάννης Βλαχογιάννης
I. Ἱστορικὴ προβολὴ τοῦ Εἰκοσιένα στὸ παρόν
Ι ΕΠΕΤΕΙΟΙ εἶναι ἴσως ὁ χειρότερος
τρόπος νὰ τιμήσεις ἕναν σπουδαῖο ἀγώνα τοῦ ἀνθρώπου γιὰ ἀξιοπρέπεια. Μέσα
σὲ μιὰ σχέση κυριαρχίας ἡ αἱματηρὴ προσπάθεια ὑποδεέστερου κοινωνικοῦ
συνόλου νὰ ἀποκτήσει αὐτοπροσδιορισμὸ καὶ αὐτονομία ἀπέναντι
στὸν ἱστορικὸ κοινωνικὸ ἐξουσιαστή του, παραμένει πάντα μιὰ τέτοια
σπουδαία ὑπόθεση, ὅσο κι ἂν αὐτὴ στὴν πορεία της, ἀντιστρέφοντας
τοὺς ὅρους της, κινδυνεύει (καὶ κάποτε συμβαίνει) νὰ γίνει μιὰ μεγάλη
ὑπόθεση ντροπῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο, μιὰ μαύρη σελίδα κατεξουσίασης τῶν
ἄλλων. Ὁ μεγάλος ξεσηκωμὸς τῶν ὀρθόδοξων Ρωμιῶν καὶ Ἀρβανιτῶν τῶν
ἀρχῶν τοῦ 19ου αἰώνα, ἀπέναντι στὸν Ὀθωμανὸ δυνάστη τους, δικαιολογημένα
ἀναρρίπισε στὰ στήθη τῶν φιλελεύθερων ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς, ἀνεξαρτήτως
ἐθνισμοῦ καὶ δόγματος χριστιανικοῦ, κρίσιμα γιὰ τὴν ὕπαρξη τῶν ἀνθρώπων
τοῦ καιροῦ αἰσθήματα ἀπελευθέρωσης καὶ αὐτοπροσδιορισμοῦ ἀπὸ παρόμοιους
ἢ ἀνάλογους κοινωνικοὺς δεσποτισμούς. Δηλαδή: ἀπὸ τὴ σκλαβιά.
Ὁ
νεοελληνικὸς ἐθνισμὸς τοὺς τελευταίους δύο αἰῶνες, μ’ ὅλες τὶς ἐθνικιστικὲς
του ἀντιφάσεις καὶ τὶς ὁλοκληρωτικὲς ἐκτροπές του στὴν μεταξικὴ καὶ
ἀπριλιανὴ δικτατορία, κατάφερε νὰ διασώσει στὰ προτάγματά του
κρίσιμους πυρῆνες πατριωτικούς, ἀντιστασιακοὺς καὶ δημοκρατικούς,
ἐνῶ μὲ τὴν προϋπάρχουσα ὀρθόδοξη παράδοσή του, τὴν λειτουργικὴ καὶ
θεολογική, ὅσο καὶ μὲ τὴν βιωμένη μέσῳ τῆς γλώσσας του ἱκανότητα ὄσμωσης
τοῦ μεγαπληθοῦς χωροχρονικῶς ἱστορικοῦ ἑλληνισμοῦ, ἀπέκτησε,
ταυτοχρόνως, καὶ δυνατότητα ὑπέρβασης τοῦ νεοελληνικοῦ του κρατισμοῦ
καὶ τῆς ἀνακλαστικῆς περιορισμένης του ἑλληνοκεντρικότητας πρὸς
διεξόδους φύσεως οἰκουμενικῆς. Σπουδαῖες μορφὲς τοῦ δευτέρου ἡμίσεως
τοῦ προηγούμενου αἰώνα, σὰν ἐκεῖνες τοῦ Κώστα Παπαϊωάννου, τοῦ
Κορνήλιου Καστοριάδη, τοῦ Παναγιώτη Κονδύλη, τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ,
μᾶς ἔδειξαν μὲ τὴν σκέψη τους ὅτι τέτοιες διέξοδοι εἶναι ἐφικτές.
Ἡ παραπάνω οἰκουμενικὴ διέξοδος, ὡς ὑπερεθνικὸ ἀξιακὸ σύμπαν εἶναι ἡ πρώτη καὶ μεγαλύτερη πρόκληση γιὰ τὴν συγκρότηση ἀντιστασιακῆς πολιτισμικῆς ταυτότητας τοῦ σύγχρονου Νεοέλληνα ἀπέναντι σὲ μιὰ ἀδιέξοδη καὶ ἀνθρωποκαταστροφικὴ ἐκμεταλλευτικὴ τεχνοκαπιταλιστικὴ παγκοσμιοποίηση ποὺ μὲ τὰ ἐξόχως ἑλκυστικὰ τεχνολογικὰ σημεῖα ταύτισης πρὸς τὴν ἴδια, ὁδηγεῖ παντοῦ σὲ μιὰ διαδικασία ἀποσυναρμολόγησης ὁποιασδήποτε παραδοσιακῆς διαφοροποιητικῆς συλλογικότητας σὲ ὁλόκληρο τὸν πλανήτη, μετατρέποντας κάθε ἱστορικὴ χώρα σὲ ἑνιαῖο ἀδιαφοροποίητο γεωγραφικὸ χῶρο καὶ κάθε ἱστορικὸ κοινωνικὸ ὑποκείμενο σὲ ἀπρόσωπη μάζα ἀγοραστῶν καὶ καταναλωτῶν.
Ἡ
δεύτερη ἐξίσου σπουδαία πρόκληση γιὰ τὴν συγκρότηση μιᾶς παρόμοιας
ταυτότητας, καθὼς εἶναι ἐξίσου ἱστορική, ὡς ἡ ἄλλη μετωπικὴ ὄψη
τοῦ Ἰανοῦ, κοιτάζει αὐτὴ τὴ φορὰ πρὸς τὰ πίσω καὶ τὸ παρελθόν, ἀνασύροντας,
μετὰ τὴν κατάρρευση τοῦ παγκόσμιου πολιτικοῦ διπολισμοῦ τὸ 1989, ἀρχαϊκὲς
πολιτισμικὲς ἐμμονὲς ποὺ λίγες δεκαετίες πρὶν φαινόντουσαν στὰ μάτια
τῶν περισσοτέρων μας παρωχημένες. Ἡ ἀνακατανομὴ τῆς παγκόσμιας
κυριαρχίας τὶς τρεῖς τελευταῖες δεκαετίες, φέρνει στὸ ἱστορικὸ
προσκήνιο τὶς χῶρες τῆς Ἀνατολῆς, ἄλλοτε ‘εἰρηνικά’ (ἂν καὶ πάντοτε
ἀνταγωνιστικά) μὲ τὶς εὐλογίες καὶ τὴν στήριξη τῆς Δύσης, ὅπως στὶς
μεγάλες οἰκονομίες τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς, καὶ ἄλλοτε ἐπιθετικά, καὶ
κάποτε ὀδυνηρῶς βίαια, μὲ τὴν ἀνάκαμψη τῆς ἰσλαμικῆς ἰδεολογίας,
ὅπως στὶς περισσότερες χῶρες τῆς Ἐγγὺς καὶ Μέσης Ἀνατολῆς. Ἡ ἐπανεμφάνιση,
μέσα στὴν κίνηση αὐτή, τοῦ νεο-οθωμανικοῦ ἀναθεωρητικοῦ ἐπεκτατισμοῦ,
ὑποχρεώνει τὸν Νεοέλληνα ἰσομοίρως πρὸς μιὰ ἀπέθαντη πολιτισμικὴ
ἐμμονὴ τοῦ «Graecia capta ferum victorem cepit et artes intulit agresti
Latiο» τοῦ Ὁράτιου καὶ τοῦ τόσο ὀδυνηρὰ ἐπίκαιρου «Ἕλληνες ἀποδημοῦσι
καὶ θάλασσαν περῶσι ἵνα γράμματα μάθωσι»[1]
τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου νὰ σκεφτεῖ ὡς ἱστορικὴ «Μοίρα τοῦ Τόπου» καὶ
τὴν Μοίρα τῆς Γεωγραφίας!
Πράγματι, τὸ Αἰγαῖο μὲ τὰ νησιά του, εἴτε Αἰγαῖο Πέλαγος τὸ ὀνομάσουμε
ἐμεῖς εἴτε Θάλασσα τῶν
Νησιῶν ὅπως οἱ Ἀπέναντι, δὲν παύει νὰ εἶναι μιὰ θάλασσα
ποὺ ἱστορική της μοίρα, ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ ψάρια της, ἦταν καὶ παραμένει
νὰ ἑνώνει καὶ ὄχι νὰ χωρίζει τὶς τέσσερις ἐδαφικὲς πλευρὲς τοῦ νοητοῦ
ὀρθογώνιου παραλληλόγραμμου ποὺ τὴν περικλείουν. Ἡ ἀκατάπαυστη ἐπικοινωνία
τῶν λαῶν τῆς περιοχῆς πρὸς κάθε κατεύθυνση τοῦ τετραπλεύρου, σχεδὸν
πάντοτε ὁδηγοῦσε, ἄλλοτε βίαια διὰ τῶν ὅπλων ἄλλοτε διὰ τῆς οἰκονομίας
εἰρηνικά, σὲ ἀξιώσεις κυριαρχίας πρὸς τὶς ὑπόλοιπες πλευρὲς τοῦ ἰσχυρότερου
ἰδιοκτήτη τῆς μιᾶς ἐξ αὐτῶν. Ἕξι χιλιάδες χρόνια προϊστορίας καὶ ἱστορίας,
ἀπὸ τοὺς αἰῶνες τῆς Ὕστερης Μεσολιθικῆς Ἐποχῆς ὣς τὴν Τέταρτη Βιομηχανικὴ
Ἐπανάσταση, ποὺ μόλις ἀρχίσαμε νὰ διανύουμε, μονότονα ἐπιβεβαιώνουν
τὸ ἴδιο: Εἴτε μὲ τὴν Μινωϊκὴ καὶ Μυκηναϊκὴ αὐτοκρατορία, εἴτε μὲ
ἐκείνη τῶν Περσῶν ἢ τὴν Ἀθηναϊκὴ Ἡγεμονία, εἴτε τὴν Μακεδονικὴ
καὶ κατόπιν σειραϊκῶς μὲ τὴν Ρωμαιο-Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία καὶ τὴν
ἑτερογενῆ θρησκευτικῶς διαδοχό της Ὀθωμανική, τὸ Τετράπλευρο δὲν
ἡσύχαζε παρὰ μόνον ὅταν πρωτίστως δυτικὴ καὶ ἀνατολική του πλευρὰ
ἀποκτοῦσαν τὸ ἴδιο ἀφεντικό. Ἡ τελευταία ἱστορικὴ εὐκαιρία νὰ ἀποκτήσουν
εἰρηνικῶς οἱ δύο πλευρὲς ἕνα ἴδιο
ἀφεντικὸ στὸ Εὐρώ[2],
φαίνεται πὼς χάθηκε, ἂν ὄχι διὰ ‘παντός’ πάντως γιὰ τὶς ἀμέσως ἑπόμενες
γενιές.
Τὸ δεύτερο, λοιπόν, στοιχεῖο συγκρότησης νεοελληνικῆς ταυτότητας
ὡς ἀντιστασιακῆς ἐπιβίωσης καὶ συνέχειας τῶν ὑποκειμένων της στὸν
συγκεκριμένο ἱστορικὸ χῶρο, εἶναι ἡ πλήρης καὶ δραστικὴ συνειδητοποίηση
αὐτῆς τῆς ἱστορικῆς γεωγραφικῆς ἰδιαιτερότητας καὶ τῶν συνεπειῶν
της. Ἡ τάση τοῦ ἰσχυρότερου κατόχου τῆς μίας πλευρᾶς νὰ ἐπεκταθεῖ
πρὸς κάθε ἄλλη κατεύθυνση, ὅσο, ὅπως καὶ ὅποτε μπορεῖ νὰ τὸ ἐπιτελέσει,
ἀποδεικνύεται ἱστορικῶς ἀκατάσχετη. Καὶ ὅλοι ξέρουμε ποιό εἶναι
—καὶ κυρίως ποιό θὰ εἶναι,
μὲ βάση τὶς δημογραφικὲς προβολές— τὸ ἰσχυρότερο ἀφεντικὸ στὴν περιοχή!
Τὸ ἀποτροπαϊκὸ τροπάρι-μάντρα τῶν πτοημένων ἑλλαδικῶν ἐλίτ Τὰ σύνορα τῆς Ἑλλάδος εἶναι
καὶ σύνορα τῆς Εὐρώπης εἶναι βαθειὰ ἀνιστόρητο γιὰ νὰ ἐλπίζει
κανεὶς ὅτι θὰ ἐφαρμοστεῖ ποτέ – ἀκόμη καὶ ἂν ἡ ΕΕ γινόταν πράγματι
κάτι ἀντίστοιχο μὲ τὶς ΗΠΑ στὴν περιοχή!
Μ’ ὅλη τὴν κοσμοϊσμορικὴ ἥττα ποὺ ὑπέστη τὸ 1922 ὁ μικρασιατικὸς
ἑλληνισμός, στὴν πράξη διατηροῦσε, ἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ νεοελληνικοῦ
κράτους τὸ 1832, τὴν ἐπικοινωνία τῶν δύο πλευρῶν ἀνοιχτή. Ἡ Συνθήκη
τῆς Λωζάνης, ποὺ ἐπισφράγισε τὴν διάρρηξη αὐτῆς τῆς συνέχειας, μπορεῖ
νὰ ὑπῆρξε μιὰ ἀνυπολόγιστης σημασίας ἑλληνικὴ ἐθνικὴ ἐπιτυχία
μὲς στὴν Καταστροφή (κάτι ποὺ σήμερα τὸ καταλαβαίνουμε καλύτερα),
πλὴν ὅμως καὶ ἐξαιρετικὰ δυσβάστακτη, καθὼς ταυτοχρόνως συνιστοῦσε
ἕναν γεωστρατηγικῶς ἀντι-ιστορικὸ συμβιβασμό, τὸ ἀδιέξοδο τοῦ ὁποίου
ἦταν ζήτημα χρόνου νὰ ἀντιληφθεῖ ὁ ἰσχυρότερος καὶ πλέον ρεαλιστὴς
παίκτης τῆς περιοχῆς.
Ἐπειδὴ
χιλιετίες τώρα, καὶ ὅσο ἡ Γεωγραφία δὲν προβλέπεται νὰ ἀλλάξει,
στὸ νοητὸ τετράπλευρο τοῦ Αἰγαίου ἡ κάθε Μία Ἀκτὴ θὰ ζητάει πάντα
νὰ συναντηθεῖ μὲ τὴν Ἄλλη!
II. Τὸ Ἀρχεῖο τοῦ Αἵματος: Γιάννης Βλαχογιάννης
Ὁ Μητσάκης γράφων πρὸ ἐτῶν ἕνα
ἀπὸ τὰ περίφημα κομμάτια του «Ἡλίου δύσις» καὶ βλέπων ἀπὸ τὴν παραλίαν
τῶν Πατρῶν τὰ βουνὰ τῆς Ναυπάκτου ἀπέναντι ἐφώναξε: «Γειά σου, Βλαχογιάννη!»
ὡς νὰ ἤθελε νὰ συνδέσῃ μίαν πόλιν, ἡ ὁποία δὲν εἶχε εἰς τὴν σημερινήν
της ἀφάνειαν νὰ ἐπιδείξῃ τίποτε ἄλλο, μὲ μίαν δόξαν.
Γεράσιμος Βῶκος, «Γιάννης Βλαχογιάννης»,
περ. Καλλιτέχνης,
ἔτος Β’, ἀρ. 23, Φεβρουάριος 1912, σελ. 384.
ΞΕΚΙΝΗΣΑΜΕ τὸ παρὸν κείμενο μὲ μιὰ ἔκφραση
καταφρόνησης πρὸς τὶς ἐπετείους.
Περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ Εἰκοσιένα, ποὺ ὁ γράφων σὲ βάθος ἀγνοεῖ,
ὅπως ἄλλωστε οἱ περισσότεροι σὲ τούτη τὴ χώρα, φανταστήκαμε τοῦτο
τὸ κείμενο, μαζὶ μὲ τὴ μακρὰ σειρὰ μικρο-ἀφηγήσεων ποὺ τὸ συνοδεύουν
ὡς παρατεταμένο πλὴν εὐφραντικό μας ἐλάχιστο φόρο τιμῆς σὲ ἕναν ἄνθρωπο
ποὺ ἀποτελοῦσε ὁλοζώντανη προβολή ἐκείνου τοῦ Μεγάλου Ξεσηκωμοῦ
βαθειὰ μέσα στὸν Εἰκοστὸ Αἰώνα, ἕως τὸν θάνατό του τὸ 1945: στὸν Γιάννη Βλαχογιάννη
καὶ τὴν Ἱστορικὴ Ἀνθολογία
του ἀπὸ ἱστορικὰ ἀνέκδοτα τῆς περιόδου 1820–1864, ποὺ ἀποτέλεσε
στὸ μέγιστο μέρος τὴν βάση καὶ τῆς δικῆς μας ἀνθολόγησης. Ἡ συναίσθηση
τῆς συνέχειας ποὺ ὑποβάλλει ἡ ἀνάσα ἑνὸς τέτοιου ἀνθρώπου αἰσθητὴ
ἀκόμη στὰ χρόνια τοῦ γράφοντος εἶναι πολλαπλασίως παρηγορητικὴ
γιὰ τὴν ἐξακολουθητικὴ ζωντανὴ παρουσία τῆς Ἱστορίας, περισσότερο
ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἐπέτειο!
Ἐξάλλου
εἶναι ἐξαιρετικῶς διδακτικὴ ἡ τοποθέτηση στὸ προκείμενο μιᾶς τέτοιας
προσωπικότητας, τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ ἀντίστοιχες πολιτικὲς ἐλίτ αὐτοῦ
τοῦ Τόπου, ἀποφάσισαν, ὅπως ἀναμενόταν, νὰ ἑορτάσουν 100 χρόνια
πρίν, δηλαδὴ τὸ 1921, τὴν ἑκατονταετηρίδα τῆς μεγάλης Ἑλληνικῆς Επανάστασης.
Χωρὶς νὰ ὑποκύψει στὴν δεοντολογία τῆς ἐτικέτας —ποὺ θεωρητικὰ
‘ἐπέβαλλε’ σ’ αὐτόν, ἡ ἰδιότητα τοῦ Ἱδρυτῆ (μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ
παντοδύναμου Βενιζέλου τὸ 1914) τῶν Γενικῶν Ἀρχείων τοῦ Κράτους, ὅσο
καὶ ἐκείνη τοῦ Διευθυντῆ τους ὣς τὸ 1937— στὴν εἰσαγωγικὴ «Ἀφιέρωσι»
τοῦ τόμου ποὺ προαναφέραμε, καὶ ὁ ὁποῖος ἐκδόθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ
1927 μὲ τὴν «πατριωτικὴ χορηγία» τοῦ Ἐμμανουὴλ Μπενάκη, ὁ συντάκτης
του Γιάννης Βλαχογιάννης σημείωνε μετ’ ἐμφάσεως τὰ παρακάτω:
Τὸ Ἑλληνικὸν Κράτος ἤρχισεν
ἀπὸ τοῦ 1921 καὶ ἐξακολουθεῖ κάθε χρόνον νὰ τελῇ ἑορτὰς ἀναμνηστικὰς
τῶν Θεμελιωτῶν τῆς ὑπάρξεώς του, κατὰ τὸν ἰδικόν του ἐντελῶς τρόπον,
τὸν πολὺ γνωστὸν εἰς κάθε Ἕλληνα. Ἐξαποστέλλει ἐπὶ τόπου τὰ πολεμικά
του πλοῖα, φιλοξενεῖ πλουσίως τοὺς ἐπισήμους καὶ τοὺς ἄλλους καλεσμένους
του, προσφέρον πρὸς αὐτοὺς πολυέξοδα γεύματα, καὶ ἀπαγγέλει λόγους
πανηγυρικούς. Δαπανᾷ ὅμως, κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, καὶ θὰ δαπανήσῃ ἀκόμη
ἑκατομμύρια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τίποτα δὲν θὰ μείνῃ ποῦ νὰ ἐνθυμίζῃ εἰς
τοὺς μεταγενεστέρους τὸν βίον καὶ τὰ ἔργα τῶν Ἀνδρῶν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι
ἵδρυσαν τὸ Ἑλληνικὸν Κράτος, τίποτε ποῦ νὰ διαφωτίζῃ πληρέστερα
τὴν ἱστορίαν τοῦ Ἱεροῦ μας Ἀγῶνος, τῆς ὁποίας τὸ μεγαλύτερον μέρος
μένει ἀκόμη σκοτεινόν.
Διὰ τοῦτο ἡ εὐγενὴς ἀπόφασις τοῦ Κυρίου Ἐμ. Ἀ. Μπενάκη νὰ τυπώσῃ
καὶ τὴν παροῦσαν συλλογήν, εἰς τὴν ὁποίαν ἀναζοῦν χαρακτηριστικὰ
σημεῖα τοῦ βίου τῶν Ἀνδρῶν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔπλασαν καὶ ἐστερέωσαν
τὴν πολιτικήν μας ὕπαρξιν, ἔρχεται πάλιν νὰ ταράξῃ τὴν λιθίνην ἀδιαφορίαν
τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Ἐσύστησε μὲν τοῦτο πρὸ χρόνων Ἐπιτροπὴν τῆς Ἑκατονταετηρίδος,
συσταίνει δὲ κάθε φορὰν καὶ ἰδιαιτέρας ἑορταστικὰς ἐπιτροπάς, ἀλλ’
αὐτὸ τὸ κάμνει πρὸς φενακισμὸν τοῦ πατριωτικοῦ αἰσθήματος τοῦ Ἑλληνικοῦ
Λαοῦ καὶ πρὸς σπατάλην τοῦ χρήματός του.
Βαρύτατη ἡ ἀπόφανση
τοῦ ρουμελιώτη ἱστοριοδίφη, μᾶς ὁδηγεῖ κατευθείαν, 100 χρόνια μετά,
στὶς τωρινές μας φιέστες, μὲ τὴν Γιάννα Ἀγγελοπούλου καὶ τὴν Ἐπιτροπὴ
«Ἑλλάδα 2021», γιὰ νὰ ὑπογραμμιστεῖ καλύτερα μὲ τὴ μαύρη της βεβαιότητα
τὸ πόσο βαθειὰ καὶ ἐμμονικὴ ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα
στὶς πραγματικὲς ἀνάγκες τῆς κοινωνίας καὶ τὶς κρατικὲς πολιτικές,
τῶν ὁποίων οἱ οἰκονομικὲς σπατάλες μὲ τὶς πανηγυριώτικες ρητορεῖες
ποὺ τὶς συνοδεύουν, καθὼς συνέβη καὶ στὴν παγκόσμια φιέστα τῶν Ὀλυμπιακῶν
τοῦ 2004 στὴν Ἀθήνα, προϋποθέτουν καὶ συνάμα ἐμπεδώνουν τὸν ἐκφενακισμὸ
θεμελιωδῶν κοινωνικῶν συναισθημάτων ὅπως εἶναι στὴν παρούσα συγκυρία
τὸ ἐθνικό –
ἀλλὰ καὶ ὅπως κάνουν πάντα τιμὲς πανηγυρικὲς καὶ βραβεῖα ἀνέργως, ἐκεῖ
ποὺ τὴν μόνη ἁρμόζουσα στάση ὑποβάλλει ἐκεῖνο τὸ παλαιὸ ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἔργῳ γενομένων
ἔργῳ καὶ δηλοῦσθαι τὰς τιμάς.
Μόνον ἔτσι θὰ
μποροῦσε νὰ τοποθετηθεῖ στὴ δική του συγχρονία ἕνας ἄνθρωπος ποὺ μὲ
τὸ τεράστιο σὲ ὄγκο καὶ σπουδαιότητα ἔργο
του τίμησε τὸ ἔργο
τῶν Θεμελιωτῶν,
κατὰ τὴν ἔκφρασή του, τῆς πολιτειακῆς μας ὑπάρξεως, γενάμενος μὲ τὸν
τρόπο του κι αὐτὸς ἕνας πραγματικὸς ἥρωας τῆς νεώτερής μας Ἱστορίας
ποὺ τόσο ἀφοσιωμένα ἀγάπησε καὶ ὑπηρέτησε. Ὄχι ἄδικα, στὸν ἐπιτάφιο
ὕμνο ποὺ τοῦ ἀφιέρωσε ὁ Σικελιανός, βλέπει στὸν Βλαχογιάννη ἕναν
σύγχρονο Διγενῆ Ἀκρίτα ποὺ ἔσχατο πρόταγμά του στὸ κρεβάτι τοῦ θανάτου
μᾶς ἀφήνει τὴ Λευτεριὰ
ὣς τὰ ὕψη /
τὴ Λευτεριά ὣς τὸ θάνατο, ποὺ ἂν αὐτὴ ὑπάρχει καὶ τ’ ἄλλα εἶναι καλά, στὸν
ἀπάνω ἢ τὸν κάτω κόσμο!
Ὁ
ἐκδότης τῶν Ἀπομνημονευμάτων
τοῦ Μακρυγιάννη, τοῦ Κασομούλη καὶ τοῦ Σπυρομίλιου, τοῦ
πεντάτομου Χιακοῦ Ἀρχείου,
ἀλλὰ καὶ πάμπολλων ἄλλων ἱστοριοδιφικῶν ἐργασιῶν, δὲν ὑπῆρξε ἕνας
τυπικός, ἀποστασιοποιημένος ‘ἀντικειμενικὸς’ ἢ ‘ἀμερόληπτος’,
ἱστορικὸς καὶ ἑρμηνευτὴς τοῦ κόσμου τοῦ Εἰκοσιένα, ἕνας ‘ἀπαθὴς’
ἐρευνητής του. Εἶναι γνωστὸς καὶ μαρτυρεῖται πολλαχῶς ὁ ἁδρὸς κι ἁψὺς,
μονοκόμματος καὶ ὑπερήφανος χαρακτήρας του, τὸ ἐκπληκτικὸ αὐτοσυναίσθημα
ἀσφάλειας ποὺ τοῦ ἔδινε ἡ σουλιώτικη ἀπὸ τὴ μάνα του καὶ ἡ ρουμελιώτικη
ἀπὸ τὸν πατέρα του καταγωγή, τόσο ποὺ νὰ χρειάζεται νὰ ἀναλογιζόμαστε
συχνὰ παρόμοιες μορφὲς (καὶ δὲν ἔχει λίγες ὁ 19ος αἰώνας) προκειμένου
νὰ κατανοήσουμε σήμερα πόση Πρωτεύουσα ἤθους καὶ πολιτισμοῦ ἔκρυβε
ἡ κατόπιν λεγόμενη ‘Ἐπαρχία’ καὶ πόση παραμορφωτικὴ δύναμη ἐπαρχιώτικης
εὐρωπαϊκῆς ξιπασιᾶς ἐπεφύλασσαν στοὺς νεήλυδες ἀφελεῖς αἱ νέαι Ἀθῆναι, ποὺ
τὸν κοινωνικό τους τύπο προδιέγραψε ὡς σὲ μονοκοντυλιὰ ἡ λαϊκὴ παροιμία
«Εἶδε κάποτε παλάτι κι ἔκαψε τὸ σπίτι του»!
Ἰδοὺ
ἐλάχιστο παράδειγμα ἀπὸ τὴν καθημερινότητα τοῦ ἱστοριοδίφη:
στὴν συνέντευξη ποὺ τοῦ πῆρε γιὰ τὴν ἐφ. Ἑστία
τῆς 10.03.1937, κατὰ τὴν ἔρευνά του μὲ τίτλο «Νὰ σωθοῦν τὰ ἱστορικά
μας ὅπλα», ὁ δημοσιογράφος Κ. Γεννιώτης (φ.ψ. τοῦ Κωνσταντίνου Κουκίδη[3]),
ὑποχρεωμένος ἀπὸ τὸν Βλαχογιάννη νὰ μεταφέρει αὐτολεξεὶ τὰ λεγόμενά
του, προκειμένου νὰ καλυφθοῦν δημοσιογραφικῶς τὰ νῶτα καὶ τῶν δύο,
σημειώνει: «Ἡ ἐπαγγελματικὴ φορὰ μοῦ ἔδωκε τὴν εὐκαιρίαν ν’ ἀκούσω
ἀπὸ τοῦ βήματος τῆς Γενεύης τὴν ἱστορικὴν, ἀλλὰ καὶ τόσον ἀσυμβίβαστον
μὲ τὴν σημερινὴν διεθνῆ κατάστασιν φράσιν τοῦ Μπριὰν διακηρύσσοντος,
ὅτι τὰ κανόνια καὶ ὅλα τὰ ὅπλα πρέπει νὰ τοποθετηθοῦν εἰς μουσεῖον.
Ὁ διευθυντὴς τῶν γεν. ἀρχείων τοῦ Κράτους κ. Βλαχογιάννης, μοῦ ἔκαμε
πρό τινων ἡμερῶν τὸ ἴδιον κήρυγμα, ἀλλ’ ὑπὸ ἄλλο πνεῦμα, πολὺ διαφορετικόν,
τόσον μάλιστα, ὥστε νὰ λάβῃ, πρὸ κάθε ὁμιλίας του, ὅλα τὰ μέτρα του.
Ἔκρινε τὸ ζήτημα σοβαρώτατον καὶ πολὺ ἐπεῖγον. Καὶ μοῦ ἐζήτησε νὰ
μὴ τὸ χειρισθῶ μὲ τὸ “Γαλλικὸν” ὕφος τοῦ γραψίματός μου, ποὺ τὸ διαποικίλλουν
πολυειδεῖς “τζιριτζάντζουλες”, ὡς μὴ συμβιβαζόμενον, καθὼς εἶπε,
πρὸς τὸ ὑπὸ συζήτησιν θέμα. Κατεχόμενος ἀπὸ τὸν ἴδιον φόβον, μοῦ ἐζήτησε
νὰ καταγράψω αὐτούσια ὅσα μοῦ εἶπεν, ὥστε ὁ ρόλος μου νὰ περιορισθῇ
περίπου εἰς μίαν ἐπιβεβαίωσιν τοῦ πιστοῦ τῆς ἀντιγραφῆς των.»
Ἡ
ἔμμεση παρακειμενικὴ ἀναφορὰ τοῦ δημοσιογράφου φωτογραφίζει
μὲ σπαρταριστὸ τρόπο τὸ ἦθος τοῦ συνεντευξιαζόμενου. Νὰ προστεθεῖ
σχετικῶς τὸ θρυλούμενο ὅτι σὲ παλαιότερους καιροὺς ὁ ἐπαχτίτης λογοτέχνης
διέκοψε τὴν συνεργασία του μὲ τὸ σπουδαῖο περιοδικὸ τῆς ἐποχῆς Παναθήναια, ἐπειδὴ
ὁ ἐκδότης του του Κίμων Μιχαηλίδης τοῦ ἄλλαξε σὲ κείμενό του μία λέξη!
Δύσκολα συμβιβάζεται μὲ τὰ σημερινὰ ἀνθρωπολογικὰ ἀκαδημαϊκὰ
ἤθη ἡ εἰκόνα τοῦ κουμπουροφόρου χειμερινοῦ κολυμβητὴ τοῦ Φαληρικοῦ
Δέλτα μὲ τὸν παθιασμένο ἐρευνητή, συλλέκτη, μελετητὴ καὶ ἐκδότη ἐγγράφων
καὶ ἱδρυτὴ ἀρχείων, καὶ δὴ τοῦ θεμελιωδέστερου γιὰ τὸν μεταγενέστερο
ἱστορικὸ ἐρευνητὴ τοῦ Εἰκοσιένα. Λίγο νοιάζει ἡ κριτικὴ τῶν μελετητῶν
τοῦ ἔργου του γιὰ «ἐγγραφολαγνεία» καὶ ἀδυναμία «ἱστορικῆς συνθέσεως»,
προκειμένου γιὰ ἄνθρωπο ποὺ δὲν τὴν ἐπεδίωξε, μὲ ὁλοφάνερη τὴν μεροληψία
ὑπὲρ Ἀγωνιστῶν εἰς βάρος Φιλικῶν, λογίων, Φαναριωτῶν, ἐπαγγελματιῶν
πολιτικῶν, ἀλλὰ καὶ πάλιν ὑπέρ... Ρουμελιωτῶν Ἀγωνιστῶν εἰς βάρος
Μωραϊτῶν! Κανεὶς ὅμως δὲν ἀμφισβήτησε τὸν πλοῦτο, τὴν ἐντιμότητα,
αὐθεντικότητα καὶ ἀκρίβεια τῶν μαρτυριῶν του, ποὺ δίκαια τὸν κατατάσσουν
ὡς τὸν σπουδαιότερο ἱστοριοδίφη καὶ ἐκδότη πηγῶν τοῦ Μεγάλου Ἀγώνα[4].
Ὁ
Κ. Δ. Γεωργούλης, ἕνας ἀπὸ τοὺς κριτικὰ μετρημένους μελετητές του,
στὸ δοκίμιό του «Ὁ ἐθνισμὸς τοῦ Βλαχογιάννη» γράφει:
Ἔδειχνε
ἔτσι ὅτι τὴ συλλογὴ καὶ τὴν ἔκδοση τῶν ἱστορικῶν πηγῶν τὴν εἶχε θεωρήσει
ὡς τὴ σοβαρώτερη ἀπασχόληση τῆς ζωῆς του. Δὲν τὸν ἔφερνε πρὸς αὐτὴ
κανένα ἄλλο κίνητρο παρὰ μονάχα ἡ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση. Στὴν ἐργασία
του τὸν ἐφώτιζε θεϊκὸς ἔρως καὶ λατρεία πρὸς τὴν ἱστορούμενη ἐποχή.
Δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ προστρέξη στοὺς ἐπαγγελματίες ἱστοριογράφους
γιὰ νὰ βοηθηθῆ ἀπὸ τὴν τεχνικὴ τῶν μεθοδολογικῶν τους ὁδηγιῶν. Τὸν
ὁδηγεῖ μὲ ἀσφάλεια ἡ στοργή, ἡ ἐσωτερικὴ ἐσώψυχη σύνθεση μὲ τὰ ἱστορούμενα
καὶ τὴν κριτική του ὀξυδέρκεια ἐνδυναμώνει καταπληκτικὴ ἐναισθητικὴ
ἱκανότητα. Ὁ Βλαχογιάννης εἶχε τὸ χάρισμα, νὰ ἐναισθάνεται ἄμεσα
καὶ ἐνορατικὰ μὲ τὴν πρώτη ματιὰ τὴ γνησιότητα καὶ τὴ ἀξιοπιστία
τῶν μαρτυριῶν. Εἶχε τόσο γνήσια καὶ ἀληθινὰ ζήσει τὴν ἰδιοτυπία
τῆς ἐποχῆς τοῦ Εἰκοσιένα, ὥστε τὸ ἐσωτερικό του κριτήριο ποτέ του
δὲν ἐλάθευε. Στηριγμένος στὶς ἱκανότητές του αὐτὲς καὶ στὸ θεϊκό
του ζῆλο ἀνεδείχτηκε ὄχι μόνο ἀκαταπόνητος συλλέκτης ἱστοριογραφικοῦ
ὑλικοῦ ἀλλὰ καὶ ὁ σημαντικώτερος ἐκδότης τῶν ἱστορικῶν πηγῶν τῆς Ἐθνεγερσίας.
Καὶ ἀλλοῦ: Ἡ ἱστορικὴ
ματιὰ τοῦ Ἐπαχτίτη ἱστοριογράφου μας κατευθύνεται πάντοτε στὸ
συγκεκριμένο καὶ μερικό. Ἡ φλογερή του ἐπιθυμία εἶναι νὰ ἀναπαραστήση
τὸ μερικὸ περιστατικὸ στὴν ἰδιάζουσα ἰδιοτυπία του. Δὲν ἀνέχεται
καμιὰ ἀπολύτως προκατάληψη. Ἡ ἀξία τῆς ἐπιμέρους μαρτυρίας, ὅταν
ἀποδειχθῆ ἀληθινή, εἶναι γι’ αὐτὸν ὁριστικὴ καὶ ἀπόλυτη. Περιμένει
πάντοτε ὅτι ἡ ἔρευνά του θὰ τοῦ δώσει στοιχεῖα ποὺ ἠμποροῦν νὰ ἔχουν
ἀπρόβλεπτες συνέπειες γιὰ τὴν ἐκτίμηση καὶ ἀνασύνθεσή του ἱστορικῶν
γεγονότων. «Ἂν ἀξιωθῶ νὰ τελειώσω τὸν Καραϊσκάκη», ἔγραφε λίγο
καιρὸ πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατο του, «ὁ Ἕλληνας ἀναγνώστης θὰ ἰδῆ νέα ἄγνωστη
καὶ ἀπίστευτη ἱστορία τοῦ Εἰκοσιένα». Ἡ δίψα γιὰ ἀνακάλυψη ἀγνώστων
δεδομένων τὸν παρασύρει σὲ ὁλοκληρωτικὸ περιγραφισμὸ ποὺ καθιστᾶ
δύσκολη ἂν ὄχι ἀδύνατη τὴ γενικὴ σύνθεση. (Νέα Ἑστία, ἀρ. 515,
Χριστούγεννα 1948.)
Ἡ
ροπὴ πρὸς τὸ συγκεκριμένο
καὶ τὸ μερικὸ
σώζει τὸ τόδε
τι τῆς ἱστορίας, αὐτὸ ποὺ συνήθως χάνεται στὶς ἱστοριογραφικὲς
συνθέσεις, τὶς συνήθως ἰδεολογικοποιημένες μὲ τὰ ὑστερόπρωτα
κριτήριά τους. Ἡ ἀλήθεια τῆς μαρτυρίας εἶναι ἡ ἀλήθεια τῶν προσώπων
καὶ τῶν πραγμάτων, ὅπου τὸ προτέρημα ἢ τὸ ἐλάττωμα, οἱ συγκρούσεις,
τὰ πάθη, οἱ στιγμὲς τῆς μικρότητας ἢ τοῦ μεγαλείου, καθὼς αὐτὲς συνδέονται
μὲ ἀπρόβλεπτες ὅσο κι ἀσήμαντες πτυχὲς τῆς καθημερινότητας, οἱ ἰδιαίτεροι
τρόποι τῆς ἔκφρασης ἢ τῆς βιοτῆς, ὅλα τους εἶναι ἀναπόσπαστα δεμένα
μὲ τὸ πραγματικὸ καὶ μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ ἐγγυῶνται ὅτι δὲν θὰ εἶναι
διόλου εὔκολο πράγμα ἡ φαλκίδευσή του, ἰδίως ἀπὸ ἀλλότριες ἑρμηνευτικὲς
σκοπιμότητες, ποὺ διαρκῶς ἀνακατασκευάζουν κατὰ τὰ ἰδεολογικὰ
συμφέροντά τους τὴν ἱστορία.
Μένοντας ὁ Βλαχογιάννης πιστὸς στὶς ἱστοριοδιφικὲς του ἐργασίες,
προσηλωμένος στὸ συγκεκριμένο
καὶ τὸ μερικὸ
τῶν μαρτυριῶν καὶ στὸ μοναδικὸ ἦθος που ἀναδύεται ἀπὸ
κάθε μιά τους, στὴν οὐσία μένει κοντὰ στὸν δαίμονά του, ζεῖ σὲ μέγα βάθος
καὶ πλάτος τὴν ἱστορική του ταυτότητα, δηλαδὴ τὸ πολύτιμο αἴσθημα
τῆς ἰθαγένειάς του,
διαδικασία ποὺ ἐπιτελεῖ σὲ καιροὺς ψυχικῆς ξενιτειᾶς τὸ μέγα θαῦμα τῆς οἰκειότητας, τροφοδοτώντας
ταυτόχρονα τὴν ὑπερηφάνεια τῶν ἀνθρώπων καὶ στηρίζοντάς τους σὲ ἐποχὴ
νεωτερικὴ τόσο διαλυτικὴ γιὰ ὅλα αὐτά – ἐποχὴ ποὺ σχεδὸν σὲ τίποτα
δὲν διαφέρει κι ἀπὸ τὴ δική μας, πέρα ἀπὸ τὸ γεγονὸς πὼς στὸν καιρό
μας ἔγινε ἀκόμη πιὸ διαλυτικὴ γιὰ παρόμοιες στάσεις!
Τὰ 724 ἀνέκδοτα τῆς Ἱστορικῆς
Ἀνθολογίας του, ξεδιαλεγμένα ἀπὸ τὸ ἀπίθανο εὗρος τῆς
ἱστοριοδιφικῆς του ἐμπειρίας, μὲ τὸ συχνὰ χαμηλὸ ξεχωριστό τους
προφίλ, τὰ ἑστιασμένα ἀφηγηματικὰ χαρακτηριστικά, τὴν ἀντισυμβατικὴ
ματιὰ ποὺ ἀποτυπώνει τόσο τὸν γνωστὸ ὅσο καὶ τὸν ἄγνωστο ἥρωα μὲ τὰ
σώψυχα ἀλλὰ καὶ τὰ σώβρακά του (καὶ σὲ κάποιες ἐμβληματικὲς στιγμὲς
καὶ δίχως αὐτά), μὲ τὴν μεταφορικὴ σχεδὸν μυθοπλαστικὴ τάση τῶν πολυειδῶν
ἀφηγητῶν τους, πέρα ἀπὸ τὴν μεγάλη τους πατριωτικὴ ἀλλὰ καὶ παιδαγωγικὴ
προσφορὰ καὶ ἀξία, συνιστοῦν γιὰ τὸ Ἱστολόγιό μας καὶ ἕνα πρώτης τάξεως
γραμματειακὸ ὑλικὸ ποὺ τὴν εἰδολογική του ἰδιαιτερότητα καὶ προσφορότητα
θὰ ἐξετάσουμε ἀμέσως μετά.
.
III. Τὸ εἶδος τῆς μικρο-αφήγησης:
τὸ Ἱστορικὸ Ἀνέκδοτο
Ἡ ὑπερβραχεία λογοτεχνία ὑφίστατο
ἀπὸ τότε ποὺ ξεκίνησε ἡ συγγραφὴ καὶ ἀποτυπώνεται ὡς ἀφορισμός,
ἀλληγορία, ἀπόλογος, σκηνή, περιστατικό, παράδειγμα, ἐπίγραμμα,
γκραβούρα, μύθος, παραβολή, παροιμία, ἀπόφθεγμα, βινιέτα καὶ μιὰ
ἀτελείωτη ποικιλία πολὺ σύντομων ἀρχαίων λογοτεχνικῶν κειμένων.
Καὶ ποιά εἶναι ἄραγε ἡ διαφορὰ μὲ τὴ μικρομυθοπλασία; Καμία ἢ
πολλές. Ἡ μικρομυθοπλασία εἶναι λογοτεχνία τοῦ 20οῦ αἰώνα καὶ ἑξῆς,
καὶ ἔχει τὶς ἴδιες διαφορὲς μὲ τοὺς προγόνους της, ὅπως ἔχουν τὸ μυθιστόρημα,
ἡ ποίηση ἢ τὸ δοκίμιο τοῦ 20οῦ καὶ τοῦ 21ου αἰώνα μὲ τοὺς δικούς τους προγόνους.
Βιολέτα Ρόχο (Violeta Rojo): «Ἡ
μικρομυθοπλασία δὲν εἶναι πιὰ αὐτὸ ποὺ ἦταν: προσέγγιση στὴν ὑπερβραχεία
λογοτεχνία» (βλ. ἐδῶ).
ΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ μία στενάχωρη
πτυχὴ στὴ ζωὴ τοῦ παρόντος Ἱστολογίου, ποὺ φέτος ἔκλεισε τὰ δέκα
του χρόνια, εἶναι γιὰ τὸν ἱδρυτὴ καὶ ἐκδότη του ἐκείνη τῆς μονοείδειάς του.
Γεννημένο, ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῆς λογοτεχνικῆς δημιουργίας,
ἀλλὰ πρωτίστως, κατὰ τὴν ἑτερογονία τῶν σκοπῶν, ἀπὸ τὴν ἀνάγκη νὰ
δοκιμαστοῦν οἱ ἀντοχὲς παλιῶν ἐκδοτικῶν πρακτικῶν καὶ ἀξιῶν στὰ
νέα μέσα, ὁδήγησε, κατὰ τὴ λειτουργία του, σ’ ἕνα ἐπιπρόσθετο ἐνοχλητικὸ
αἴσθημα: στὸ συγκεκριμένο εἶδος, ὅπως τείνει παγκοσμίως νὰ διαμορφωθεῖ
σήμερα, μπορεῖ, ἂν δὲν τὸ προσέξει κανείς, ἡ συστατική ἔνταση καὶ διαφορά πρὸς τὸν λεγόμενο
πολιτισμὸ ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν καλλιτεχνικὴ
δημιουργία, ἢ ἁπλᾶ τὴν Τέχνη,
νὰ ὑποκατασταθεῖ εὔκολα ἀπὸ τὴν ἐργαλειακὴ συμπόρευση καὶ συγχώνευση
μαζί του! Μόνιμο παρακολούθημα τῆς τέχνης ὅταν αὐτὴ τείνει νὰ γίνει
εὔκολη καὶ μαζική. Ἡ ἐξακολουθητικὴ ἐπικέντρωση τῆς προσοχῆς
μας στὴν ἀναδυόμενη ἐλάσσονα
λογοτεχνία τοῦ καιροῦ μας μὲ τοὺς ἀπειράριθμους ‘συγγραφεῖς’
τῆς μιᾶς σελίδας, τοὺς ἀναρίθμητους διαγωνισμοὺς σὲ ὁλόκληρο τὸν
κόσμο καὶ τὰ ἀπίθανα βραβεῖα ποὺ τοὺς συνοδεύουν, οὕτως ὥστε τὰ 15
λεπτὰ δημοσιότητας ποὺ κατὰ τὸν Γουῶρχολ ἀντιστοιχοῦν στὸν καθένα
μας νὰ βρίσκουν τὸ ἰσοδύναμό τους στοὺς ποικιλώνυμους τίτλους διάκρισης
τῶν ἐπιτυχόντων σ’ αὐτούς, μαζὶ μὲ τὸ θέριεμα τῶν ἀκαδημαϊκῶν
σπουδῶν παντοῦ, τὰ συμπόσια καὶ τὰ σεμινάρια, τὶς σχολὲς δημιουργικῆς
γραφῆς καὶ τὶς ἐπαγγελματικὲς θέσεις καὶ καριέρες ποὺ στήνονται γύρω
τους, ὅλα αὐτὰ τὰ παραλογοτεχνικὰ κινδυνεύουν νὰ πλήξουν στὴν καρδιὰ
τὴν τέχνη ποὺ
ἀγαπήσαμε καὶ στὴν ὁποία ἀφιερώσαμε πολλὰ ἀπὸ τὰ πλέον ζωντανὰ
κομμάτια τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἂν ἐξακολουθοῦμε νὰ μένουμε ἀνυποψίαστοι
καὶ ἐφησυχαμένοι ὡς πρὸς τοὺς κινδύνους ποὺ τὴν ἀπειλοῦν.
Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς, προσπάθησε καὶ προσπαθεῖ χρόνια τώρα τοῦτο τὸ
Ἱστολόγιο, ὑπηρετώντας τὸν ὑψηλὸ ἐρασιτεχνισμό, νὰ ἐξευρίσκει
τρόπους καὶ μέτρα ἀντισταθμιστικὰ τῶν κινδύνων αὐτῶν, μακριὰ ἀπὸ τοὺς
αὐτοματισμοὺς καὶ τὶς εὐκολίες τοῦ διαδικτύου, ἐνθαρρύνοντας ἐμβαθύνσεις
καὶ προβληματισμοὺς γιὰ τὸ εἶδος, ψηλαφώντας τὶς ἐπιστημολογικές
του διασυνδέσεις, διερευνώντας ὅρια καὶ ἀντοχές, εὐνοώντας, μὲ τὶς
ὅσο τὸ δυνατὸν ἀπαιτητικότερες ἐπιλογές του, ἐκφράσεις ποὺ διασώζουν
τὴν πολυπλοκότητα καὶ ἀντινομικότητα τῶν καιρῶν ἢ συντηροῦν ἔστω
καὶ ἐν σμικρῷ τὸ χρονικῶς ἀναλλοίωτο τραγικὸ αἴσθημα τῆς ζωῆς. Ἐπειδὴ
συνεχὴς προσκόλληση στὸ καινούργιο ἢ ἐπικαιρικὸ μᾶς κάνει εὐκόλως
ἀναλώσιμους, προσπαθήσαμε νὰ διευρύνουμε τὴν εὐαισθησία τῶν ἀναγνωστῶν
καὶ τὴ δική μας παλιώνοντας τὸν χρόνο τῶν ἀφηγήσεων μὲ τὴν προσφυγὴ
σὲ κείμενα παλαιοτέρων συγγραφέων καὶ ἐποχῶν, ὅπως κάναμε συμβολικῶς
ἐκκινώντας τὴν ἱστοσελίδα μας στὶς 5 Ἀπριλίου 2010 μὲ τὸν Αἴσωπο, εἴτε υἱοθετώντας διαφορετικὲς
κατανοήσεις τοῦ πραγματικοῦ, ὅπως στὸ μεγάλο πρόσφατο ἀφιέρωμα
στὴν ὀρθόδοξη ἀσκητική μας παράδοση μὲ τὰ Μικρὰ Πατερικά.
Μέσα στὴν ἴδια λογικὴ ἀντίστασης ἀπέναντι σὲ ἕνα εἶδος ποὺ πάει
νὰ γίνει μόδα,
ἐγκαινιάζουμε σήμερα Τὰ
Μικρὰ τοῦ Μεγάλου Ἀγώνα, μιὰ ἐκτεταμένη σειρὰ ἱστορικῶν
μικρο-αφηγήσεων ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ μεγάλου ἐθνικο-απελευθερωτικοῦ
ἀγώνα τοῦ λαοῦ μας. Ἡ συγκυρία φέτος τῶν διακοσίων ἐτῶν ἀπὸ τὴν ἔναρξή
του τὸ 1821 εἶναι μόνον προσχηματική. Ἡ οὐσία βρίσκεται στὸ ἦθος ποὺ
ἀντιπροσωπεύουν καὶ τὴν αὐτογνωσία στὴν ὁποία καλοῦν. Ἐὰν ἡ μικρομυθοπλασία
εἶναι ἡ ταυτότητα τῆς σύγχρονης πολιτισμικῆς παγκοσμιοποίησης,
τῆς ἀναγνωρίσιμης καὶ μεταφράσιμης παντοῦ, τὸ Ἱστολόγιό μας μὲ Τὰ Μικρὰ τοῦ Μεγάλου Ἀγώνα
εἰσηγεῖται στὸ Ἱστορικὸ
Ἀνέκδοτο τὸ μικρο-αφήγημα τῆς ἱστορικῆς ἐντοπιότητας ἢ
τῆς Ἰθαγένειας,
αὐτὸ ποὺ σὰν τὸ βαθύτερα ἐγκυστωμένο στὴ γλώσσα του ποίημα θὰ ἀντιστέκεται
πάντα στὴν ὁλοκληρωτική του μετάφραση.
Στὴν προσπάθειά μας νὰ
σκεφτοῦμε τὸ συγκεκριμένο μικρο-αφήγημα μὲ ὅρους γραμματειακούς,
διαπιστώνουμε πρὸς μεγάλη μας ἔκπληξη ὅτι τὸν Γραμματολόγο ἔχει ἤδη
προλάβει ὁ Ἱστοριοδίφης!
Σὲ ἕνα ἐκτεταμένο πρόλογο τριάντα σελίδων, μὲ τὸν γενικὸ τίτλο
«Παραμυθόλογα» ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης προσπαθεῖ νὰ κατανοήσει,
καὶ νὰ ἐξηγήσει καὶ σὲ μᾶς, τὸ γραμματειακὸ εἶδος τῶν κειμένων τῆς συλλογῆς
του, ἀναζητώντας τὸ εὐρύτερο γραμματολογικὸ πλαίσιο στὸ ὁποῖο θὰ
μπορούσανε νὰ ἐνταχτοῦν.
Ἀπέναντι
στοὺς παραμυθόλογους,
τοὺς λαϊκοὺς μύθους γιὰ ζῶα ἢ ἀνθρώπους (μὲ τὴ στενότερη στὴ δεύτερη
περίπτωση σημασία τοῦ ἀπόλογου),
συνήθως ἀγνώστου συγγραφικῆς ταυτότητας, ὁ Βλαχογιάννης παραθέτει
τὸ ἱστορικὸ ἀνέκδοτο,
μὲ τὴ σημασία «ἱστορικὸ παρακατινῆς τάξης περιστατικό, ποὺ οἱ ἐπαγγελματικοὶ
ἱστορικοὶ τὸ παραλείπουν». Ἀποπειρᾶται μάλιστα τὸν ὁρισμό του:
«Λόγος ἢ πράξη ἱστορικοῦ προσώπου μὲ νόημα σύντομο (σοβαρὸ εἴτε ἀστεῖο)
ποὺ χρησιμεύει ὡς παράδειγμα καὶ τύπος σὲ περίσταση βιωτικὴ ἀνάλογη
μ‘ ἐκείνη ποὺ τὸ γέννησε.»
Ἀφοῦ
κάνει μιὰ σύντομη ἀναδρομὴ μὲ ἀρκετὰ χαρακτηριστικὰ παραδείγματα
τόσο στοὺς παραμυθόλογους
(ἱστορίες γιὰ ζῶα), ἀνατολικοὺς καὶ ἑλληνικοὺς ὅσο καὶ
στοὺς ἀπόλογους (ἱστορίες
γιὰ ἀνθρώπους), ἑλληνικοὺς καὶ ἀνατολικοὺς ἐπίσης, δείχνοντας μὲ τὰ
πλούσια παραδείγματά τους ποὺ παραθέτει τὴν ἐσωτερικὴ ἐπικοινωνία
τους, περνᾶ στὸ κύριο μέλημά του ποὺ εἶναι τὸ Ἱστορικὸ Ἀνέκδοτο,
μὲ τὴν περιγραφή, κατανόηση κι ἐπιμέτρηση τῆς ἀξιοπιστίας του.
Δεκαπέντε μῆνες δηλώνει ὁ ἀνθολόγος ὅτι χρειάστηκε νὰ δουλέψει,
ἀπὸ τὸν Νοέμβριο τοῦ 1924 ὣς τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1926 γιὰ νὰ συνθέσει τὸ ὑλικὸ
τῆς Ἀνθολογίας του, ποὺ καλύπτει μόνο τὴν περίοδο 1821-1864 τῆς ἱστορίας
μας – ἔργο ποὺ καὶ πάλι δὲν θὰ τὸ ἀναλάμβανε ἂν δὲν τοῦ ἔδινε τὴν ἀφορμὴ
ὁ χορηγός του Μπενάκης. Τονίσαμε τὸ «νὰ συνθέσει», ἐπειδὴ αὐτονοήτως
τὴν ἔρευνα, μελέτη καὶ κριτικὴ ἀξιολόγηση τῶν πλούσιων πηγῶν του,
ὁ ἀνθολόγος ἐξηγεῖ ὅτι τὴν εἶχε ἤδη κάνει ἐπὶ τριανταπέντε χρόνια!
Τὴν σπουδαιότητα ποὺ ἀποδίδει ὁ Βλαχογιάννης στὸ ἱστορικὸ ἀνέκδοτο
γιὰ τὴν συμβιωτικὴ κατανόηση καὶ οἰκειοποίηση τῆς ἱστορίας μας,
τὴν γνώση τῆς ἀλήθειας της, καταλαβαίνουμε ἀπὸ τὴν ἐπίκριση ποὺ ἐπιχειρεῖ
γιὰ τὴν σπάνιδά του στὶς γραπτὲς πηγές, λόγιες ἢ λαϊκές:
Μέσα πάλι στὴς ἱστορίες
τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης καὶ τῶν παρακάτω χρόνων, καθὼς καὶ στ’ ἀπομνημονέματα
τῆς ἴδιας ἐποχῆς, τὸ ἀνέκδοτο λίγον τόπο πιάνει. Οἱ περισσότεροι
γραφιάδες ἀντὶ νὰ μᾶς παραδώσουν ὅσα εἶδαν ἢ πράξαν ἢ ἀκούσανε μὲ
ζωντανὴ περιγραφή, νομίσανε τὸν ἑαυτό τους πολὺ σπουδαιότερο ὑποκείμενο
ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἱστορία ποὺ γράφανε καὶ προτιμήσανε νὰ παίξουν πρόσωπο
τρανοῦ ἱστοριογράφου, Θυκυδίδη καθαυτό, ἢ νομίσαν πὼς θὰ χάνανε
πολὺ ἀπὸ τὴ σοβαρότητά τους, ἂν μᾶς παραδίνανε πιστὰ καὶ φυσικὰ τὰ
διάφορα περιστατικὰ τῆς ἱστορίας. Ἔτσι προτιμήσανε μὲ τὴ σοφή
τους νεκρὴ γλώσσα καὶ τὸ ἄψυχό τους ὕφος, ἂν καὶ θουκυδιδικό, ν’ ἁπλώσουν
ἕνα σάβανο ψυχρὸ καὶ νὰ σκεπάσουν τὸ ἐξαίσιο θέατρο τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνα
μας, ἐνῷ ἔργο τους ἀληθινὸ ἤτανε νὰ μᾶς τὸ παραδώσουν ὁλοζώντανο.
Ἐξαίρεση
κάνει γιὰ τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Φωτάκου καὶ τοῦ Μακρυγιάννη (ἀπὸ
τὸν ὁποῖο ἐλάχιστα σταχυολογεῖ, ἐπειδὴ τὰ γραπτά του θεωρεῖ πλέον
γνωστά, δίνοντας προτεραιότητα σὲ ἄλλες σπάνιες πηγές) ἐνῶ ἀπὸ τὶς
ἀναμνήσεις τῶν λογίων, γιὰ κεῖνες τοῦ Νικολάου Δραγούμη, τοῦ Ραγκαβῆ
καὶ τοῦ Τερτσέτη. Ἰδιαίτερο ἐγκώμιο ἀφιερώνει στὴν ἀπομνημονευματογραφία
τοῦ Λάκωνος πολιτικοῦ τοῦ 19ου αἰώνα Δημήτριου Γ. Δημητρακάκη, ἀπὸ
τὸν ὁποῖο ἀντλεῖ ἀναλογικῶς τὶς περισσότερες ἐγγραφὲς τῆς ἀνθολογίας
του.
Γιὰ νὰ προβάλει τὴν κριτική του ἐξέταση τῶν πηγῶν, ποὺ ἐξασφαλίζει
τὸ κύρος τῆς ἀνθολογίας του, παραθέτει σειρὰ παραδειγμάτων πλαστῆς
ταυτοποίησής τους, ὅπως ἐκεῖνο τὸ καὶ σήμερα πιστευτὸ ἀπὸ πολλοὺς
σχετικὰ μὲ τὸν τρόπο εἰσαγωγῆς τῆς καλλιέργειας τῆς πατάτας στὴν Ἑλλάδα
ἀπὸ τὸν Καποδίστρια.
Ἀλλὰ
καὶ τὶς πηγὲς ποὺ ἔτσι ἐπιλέγει νὰ συμπεριλάβει στὴν ἀνθολογία του
δὲν τὶς ἀφήνει πάντοτε ἀπείραχτες! Ὁ ἔντονος δημοτικισμός του, ἐπικουρούμενος
ἀπὸ τὴν ἄλλη ἥσσονα συγγραφική του ἰδιότητα, τὴ λογοτεχνική, τὸν
ὁδηγεῖ, ἂν καὶ «σπάνια» ὅπως ἐξηγεῖ, στὴν αἰσθητική τους ἀνάπλαση,
φροντίζοντας σχολαστικὰ νὰ διατηρηθεῖ ἀπείραχτος ὁ ἱστορικὸς πυρήνας
τους μὲ τὸ πληροφοριακό του φορτίο. Μὲ εἰλικρίνεια, λοιπόν, προειδοποιεῖ
τὸν ἀναγνώστη γιὰ τὴν ἐκδοτική του μέθοδο:
Πρέπει ἀμέσως νὰ δηλώσω
πὼς ἡ ἡ συλλογὴ τούτη ποὺ δίνω στὸ κοινὸ δὲν εἶναι συλλογὴ ἀπὸ ἱστορικὰ
ἀνέκδοτα κατὰ τὸν αὐστηρὸν ὁρισμό τους. Ἴσα-ἴσα γιὰ νὰ φύγω ἀπὸ τὸν
κίντυνο τῆς τεχνητῆς μεταμόρφωσης τῶν ἱστορικῶν περιστατικῶν σ’ ἀνέκδοτα,
πρόσεξα πολὺ τὸ σκόπελο τῆς «ἀνεκδοτοποίησης» ποὺ μίλησα πιὸ πάνω·
δὲν ξεμάκρυνα οὔτε ἀπὸ τὸ γράμμα οὔτε ἀπὸ τὸ νόημα τῆς πηγῆς, ποὺ μοὔδωσε
κάθε φορὰ τὴν ὕλη· δὲν παραμόρφωσα λοιπὸν παρὰ ξανάπλασα ὅ,τι ηὗρα,
κι ὅπου ηὗρα ἀνέκδοτο, ἀνέκδοτο πάλι ἔδωσα, ὅπου ηὗρα σύντομο
γνωμικό, ἔτσι πάλι τ’ ἄφησα κτλ. καὶ μοναχὰ σπάνια, ὅπου ἀπάντησα ἄψυχο
ὑλικὸ σχολαστικὰ διατυπωμένο μὲ ἀχρωμάτιστη περιγραφή, σαχλὸ
διάλογο, μ’ ἑλληνικοῦρες βαλμένες στὸ στόμα ζωντανῶν ἀνθρώπων, θέλησα
νὰ τοῦ δώσω χρῶμα μὲ τὴ γλῶσσα τὴν ἀληθινή, με τὴ φραστικὴ μορφὴ ποὺ
πάει σὲ πρόσωπα καὶ σὲ ἤθη περασμένα. Διάλογο πουθενὰ δὲν ἔβαλα τῆς
φαντασιᾶς μου παρὰ ἐκεῖ ὅπου τὸ κείμενο τὸν ἔδειχνε καθαρὰ εἴτε σὲ ἄπλαστη
μορφή.
Γι’ αὐτὸ τὸ τελευταῖο εἶδος «ἀνάπλασης» δίνει ὁ Βλαχογιάννης
καὶ δυὸ παραδείγματα γιὰ νὰ τὸν ἐλέγξουμε. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἄλκης Ἀγγέλου
γιὰ τὰ ἱστορικά του ἀνέκδοτα «ἐπειδὴ ἡ αὐστηρὴ ἐπιστημονικὴ συνείδησή
του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ τὰ παρεμβάλει στὸ κυρίως ἔργο του, τὰ συγκρότησε
σὲ ἕνα σῶμα καὶ μᾶς τὰ προσέφερε ὄχι ὡς ἀποσπόρια, ἀλλὰ ὡς συμπλήρωση
τοῦ κυρίως ἱστορικοῦ ἔργου του».
Μιὰ τέτοια, λοιπόν, συμπληρωματικὴ πρὸς τὸ ἱστορικὸ ἔργο ἀνάπλασή τους, εἶναι
ἕνας ἐπιπλέον λόγος ποὺ κάνει τὰ συγκεκριμένα ἱστορικὰ ἀνέκδοτα
ἕνα ἐνδιαφέρον ἀφηγηματικὸ εἶδος κατάλληλο γιὰ τὸ ἱστολόγιό
μας.
* * *
ΠΕΡΑΙΝΟΝΤΑΣ στὶς 20 Νοεμβρίου
τοῦ 1926 ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης τὴν εἰσαγωγή στὴν Ἱστορικὴ Ἀνθολογία του,
μᾶς ἀποχαιρετᾶ δίχως νὰ κρύβει τὶς πολὺ ἀπαισιόδοξες σκέψεις του
γιὰ τὴν «κακὴ μοίρα» ποὺ τὴν περιμένει ἀπὸ τὸ κοινὸ τῆς ἐποχῆς του, καὶ
ἰδίως ἀπὸ ἐκείνη τὴν ρητορικὴ
ἀγυρτεία στὴν Ἑλλάδα ποὺ ἑκατὸ
χρόνια ἔχει ποὺ ἔκανε τρεχούμενη παλιομονέδα τὰ ἐθνικὰ ἰδανικά,
τὴν ἱστορία, τὴ γλῶσσα, καὶ τὰ μοιράζει τάχα φυλαχτὰ θαματουργὰ στοὺς
χάχηδες ποὺ τὴν πιστεύουν...
Ἀντὶ
γι’ αὐτούς, τὴν χαρίζει,
ὅπως λέει:
μ’ ἀλαφρὴ καρδιὰ ὄχι σ’ ἄλλους, μὰ στὴ καινούργια μας γενιά, γιατὶ
ἀπ’ αὐτὴ μονάχα περιμένω...
Ἀλίμονο!
Χρειάστηκαν ἑβδομῆντα τέσσερα (74) χρόνια καὶ περίπου τεσσερισήμισι
(!) γενιές, στὸ κατώφλι πιὰ τοῦ 21ου αἰώνα, γιὰ νὰ ξαναδεῖ τούτη ἡ Ἀνθολογία τὸ φῶς τῆς
δημοσιότητας τὸ 2000 σὲ μιὰ αὐτοτελῆ
φροντισμένη ἔκδοση μὲ τὴν ἐπιμέλεια τοῦ Ἄλκη Ἀγγέλου ἀπὸ
τὶς ἐκδόσεις τοῦ Βιβλιοπωλείου τῆς «Ἑστίας», ἂν ἐξαιρέσουμε τὴν δίχως
τὸν πρόλογο συμπερίληψή της στοὺς ἑπτὰ τόμους τῶν «ἁπάντων» τοῦ συγγραφέα
στὴ δεκαετία τοῦ ἑξήντα.
Καὶ τώρα σ’ ἐμᾶς ποὺ ξανασκεφτόμαστε
τὸ παρὸν ξαναζέσταμά της,
ἐν
μέσῳ πανδημίας, μὲ τὰ τούρκικὰ F16 νὰ ἁλωνίζουν πάνω ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ
νησιά, τὰ γεωτρύπανα τῆς ‘γείτονος’ νὰ ἔχουν κωλοκαθίσει γιὰ
τὰ καλὰ καὶ μὲ τὸ ἔτσι
θέλω τους στὰ νερὰ τῆς ἑλληνόφωνης Κύπρου, τοὺς δῆθεν πιὸ ὑποψιασμένος
τῆς γενιᾶς μας νὰ ἐπαίρονται γιὰ τὸν ἐθνομηδενισμό τους, καὶ τὴν πολιτικὴ
ἐλὶτ τῆς χώρας μὲ ἐπικεφαλῆς ἕνα νεοφιλελεύθερο μεταπρατικὸ
τζάκι καὶ μιὰ φαντασμένη πλουτοκράτισσα νὰ ἑτοιμάζεται νὰ χορέψει
μὲ τὴ σειρά της καὶ μὲ τὸ πρόσχημα τῆς Παλιγγενεσίας πάνω στὰ ἡμιθανῆ
ὁράματα γιὰ ἐθνικὴ ἀνεξαρτησία, πολιτικὴ ἀξιοπρέπεια καὶ κοινωνικὴ
δικαιοσύνη αὐτῶν ποὺ ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γι’ αὐτὰ πρὶν ἀπὸ 200 χρόνια,
σὰν μιὰ διαδικτυακὴ πολυτονικὴ ἀνορθογραφία καὶ ἐκδοτικὴ
παραξενιὰ τοῦ ἐξωτικοῦ λογοτεχνικοῦ εἴδους μπονζάϊ μᾶς φαίνεται,
καὶ ἕνα λάθος ἀταβιστικὸ ὄνειρο τοῦ ὑπερήλικος διευθυντῆ τοῦ ἱστολογίου
ποὺ τὰ φιλοξενεῖ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου