του Άντη Ροδίτη
«Είναι απαραίτητο για να τραφεί πολιτιστικά ο υπαρξιακά πεινασμένος και αποξηραμένος Κυπραίος, να ξεδιψάσει το πολιτιστικό του αισθητήριο που έχει φλομώσει από τις ανοησίες, φρούδες και κάλπικες εκφάνσεις "πολιτισμού" με τις οποίες μας βομβαρδίζει καθημερινά η άρχουσα τάξη εκπέμποντας από τα υποχθόνια σπήλαια (ρ/τηλεοπτικοί σταθμοί) με τους μηχανισμούς του χυδαίου και νοοφθόρου θεάματος. Δόσεις πυκνής, συγκεντρωμένης ελληνικής φαντασίας - όπως αυτήν που συνέθεσε τα «Τέσσερα Διηγήματα» - μπορούν να κάμουν θαύματα δρώντας φαρμακευτικά για την πολιτιστική και υπαρξιακή αποχαύνωση του λαού».
Είναι όλα σωστά όπως τα καταλαβαίνει και τα γράφει πιο πάνω ο Πέτρος Ευδόκας, με τη διαφορά ότι η «άρχουσα τάξη» είναι κι εκείνη ένα υποπροϊόν της υπεράνω άρχουσας αγραμματοσύνης και επαρχιωτισμού, που παράγοντας την τροφή που τους κρατά στη ζωή αναπαράγουν όλο το σύστημα, κι όχι μόνο μια «τάξη». Δηλαδή αναπαράγουν τους κυβερνώντες, τους αντιπολιτευόμενους και τους κυβερνημένους. Όλοι τους είναι έναν «κόψιμο», και μάλιστα εισαγόμενο. Το εισαγόμενο πρότυπο όλων είναι ο τυφλός «καταναλωτής». Ακόμα και οι οργανώσεις «προστασίας του καταναλωτή» υπηρετούν το εισαγόμενο σύστημα. Η τρέχουσα, κυρίαρχη «κατανάλωση», δεν ασχολείται με τη λογοτεχνία. Τη θεωρεί άχρηστη. Ό,τι γίνεται, γίνεται για το θεαθήναι, από μια τυπικότητα, ένα παλιό ήθος, κενό περιεχομένου σήμερα. Ότι και ο φιλόλογος-κριτικός Σάββας Παύλου έπαιζε αυτό το παιγνίδι, εν αγνοία του, αποτελεί σπουδαία απόδειξη το κείμενό του «Οι Εξωγήινοι ως λογοτεχνική προειδοποίηση» (στο διαδίκτυο).
Αυτό το κείμενό του, όχι μόνο σκόπιμα αγνοεί την ντόπια λογοτεχνία, που κάνει καλύτερα τη δουλειά που χρειάζεται ο τόπος παρά τα ξένα παραδείγματα που αναφέρει, αλλά λειτουργεί και στην κατεύθυνση εξουδετέρωσης της ντόπιας λογοτεχνίας, π.χ. των «Τεσσάρων διηγημάτων» ή ακόμα και της «Νουβορδίας» του 1975. Και τα δύο αυτά βιβλία κάνουν ακριβώς τη δουλειά που χρειάζεται η Κύπρος, όπως την περιγράφει ο Ευδόκας στην κριτική του των «Τεσσάρων διηγημάτων», 44 χρόνια μετά την κυκλοφορία τους.
Ο Σάββας Παύλου, όμως, περιορίζεται στο να περιγράφει τη δουλειά που κάνει στο εξωτερικό (και στο εσωτερικό) η ξένη λογοτεχνία, αποφεύγοντας να μιλήσει για τη ντόπια, λες και είναι ανύπαρκτη. Κι όχι μόνο. Το 1980 έγραψε κι εναντίον της «Νουβορδίας», κι όταν του υπέδειξαν οι φίλοι του το λάθος του, δεν φρόντισε να το διορθώσει. Γιατί; Γιατί έπασχε από την ασθένεια των φιλολόγων, που νομίζουν ότι επειδή αναλύουν στα εξ ων συνετέθησαν (κατά την άποψή τους) διάφορα λογοτεχνικά έργα, υπολογίζουν ότι έχουν στο χέρι το κλειδί της… επιτυχίας και άρα μπορούν να γράψουν κι εκείνοι λογοτεχνία! Είναι πολλά τα παραδείγματα. Για την ώρα μένουμε στην επισήμανση ότι αυτοί οι φιλόδοξοι φιλόλογοι, που νομίζουν ότι το ταλέντο είναι επιστήμη κι άρα μπορούν να το μιμηθούν ή να χρησιμοποιήσουν τις «φόρμουλές» της, καταντούν στο τέλος να μισούν εκείνο που λατρεύουν αλλά δεν μπορούν να φτάσουν: Τη δουλειά των λογοτεχνών, με αποτέλεσμα να ξεπέφτουν και να τη θεωρούν ανταγωνιστική τους, και κατά συνέπεια την αποφεύγουν και να την παραχώνουν!
Ο Αλέξης Ζήρας, ένας Αθηναίος κριτικός, μπλεγμένος όπως όλοι οι Ελλαδίτες διανοούμενοι μόνο με το κυπριακό κατεστημένο (αδυνατούν να μυριστούν άλλη κυπριακή πραγματικότητα), κατόρθωσε εντούτοις να περιγράψει έστω τη «Νουβορδία» με τη λέξη «δυστοπική», που είναι ταυτόχρονα έπαινος αλλά και σκώμμα, επειδή περιγράφει, τάχα, μια κατάσταση εκτός πραγματικότητας, τη στιγμή που ο ίδιος, όπως και τόσοι άλλοι, είναι εκτός πραγματικότητας.
Στην κρατική έκδοση της «Ιστορίας της Νεότερης Κυπριακής Λογοτεχνίας» (χιλίων σελίδων), των Κεχαγιόγλου-Παπαλεοντίου, (Ελλαδίτης ο πρώτος, Κύπριος ο δεύτερος) Λευκωσία 2010, δεν θα βρεις τίποτε από όλα τα πολύ σωστά που ο Ευδόκας γράφει για τα «4 Διηγήματα». Επιπλέον, στη βιασύνη τους οι συγγραφείς της «Ιστορίας» να περάσουν στα γρήγορα τους συγγραφείς που θέλουν να αποκλείσουν για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας έκαναν τρομερά λάθη, όπως να πιστώσουν κάποιους με έργα που δεν έγραψαν (ανάφεραν ανύπαρκτους τίτλους) και να παρέλειψαν των ιδίων έργα που έγραψαν!
Η κορύφωση ήταν το «Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» Πατάκη που φιλοδόξησε να περιλάβει όλους τους σημαντικούς Έλληνες λογοτέχνες. Συγγραφείς του οι Παπαλεοντίου-Ζήρας. Απουσιάζουν από το λεξικό σημαντικά ονόματα πάλι από πολιτική σκοπιμότητα ενώ περιλαμβάνονται ονόματα Κυπρίων που έγραψαν κάποια «ποιήματα» στα νιάτα τους (όπως σχεδόν όλος ο κόσμος) κι ύστερα εξαφανίστηκαν.
Οι περιπτώσεις παρόμοιας συμπεριφοράς πολιτικών προκαταλήψεων από τις ίδιες τις Κριτικές Επιτροπές του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου δεν είναι λίγες και αρκετά γνωστές ανάμεσα στους «λογοτέχνες», που σιωπούν όμως μήπως και τους πάρει από κακό μάτι το Υπουργείο και χάσουν βραβεία στο μέλλον. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις που οι επίσημες Κριτικές Επιτροπές αλλάζουν τις αποφάσεις τους με οδηγίες του «αρμόδιου» Υπουργού από «υπέρ» σε «εναντίον» ενός βιβλίου, όπως και οι περιπτώσεις που παράπονα συγγραφέων στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως δικαιώνονται, αλλά το Υπουργείο πετά στον κάλαθο των αχρήστων την απόφαση του Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως.
Αυτές είναι λίγες από τις περιπέτειες της λογοτεχνίας στον τόπο μας, της λογοτεχνίας, που όπως γράφει ο Πέτρος Ευδόκαςκριτικός, «είναι απαραίτητη για να τραφεί πολιτιστικά ο υπαρξιακά πεινασμένος και αποξηραμένος κυπραίος, να ξεδιψάσει το πολιτιστικό του αισθητήριο που έχει φλομώσει από τις ανοησίες, φρούδες και κάλπικες εκφάνσεις "πολιτισμού" με τις οποίες μας βομβαρδίζουν καθημερινά».
Αυτά, βεβαίως, τα ήξερε πολύ καλά κι ο Σάββας Παύλου. Αλλ’ ούτε ενοχλήθηκε ούτε έγραψε ποτέ οτιδήποτε μέσα σε αυτό το πνεύμα. Αντίθετα υπάρχουν και οι περιπτώσεις που συνέδραμε τις κυβερνητικές παρανομίες είτε με λόγια είτε με τη σιωπή του. Περιοριζόταν, όπως και πολλοί άλλοι, στους ξένους συγγραφείς ή σε πεθαμένους δικούς μας, που δεν αποτελούσαν ανταγωνιστικό κίνδυνο στις δικές του λογοτεχνικές φιλοδοξίες, κι ας υπήρχε λογοτεχνία δική μας, ντόπια, κυπριακή κι ελληνική που έκανε μια χαρά και καλύτερα από τους ξένους το καθήκον της, όπως πολύ σωστά γράφει ο Ευδόκας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου