|
|
AΦΟΥ Ο ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ μετάφερε τὴν καθέδρα
του ἀπὸ τὴν Αἴγινα στὸ Ναύπλιο, οἱ ἀξιωματικοὶ τῶν ξένων πολεμικῶν,
ποὺ ἦταν ἀραγμένα στὸ λιμάνι, ζητῆσαν ἄδεια καὶ στήσανε μιὰ μεγάλη
μπαράκα ξύλινη ἀπάνου στὴν τάπια τοῦ ὁπλοστασίου γιὰ νὰ προσφέρουνε
στὸν Κυβερνήτη καὶ τῆς πόλης τοὺς προκρίτους χορό. Ὁ Κυβερνήτης ὅμως,
φιλότιμος, εἶπε πὼς ἔπρεπε νὰ δώσῃ αὐτὸς πρῶτος κ' οἱ πολῖτες τοῦ
Ναυπλίου χορὸ στοὺς ξένους.
Τἄκαμε ὅλα ἕτοιμα ὁ Κυβερνήτης, καὶ τότε κάλεσε τοὺς προκρίτους
τῆς πόλης καὶ τοὺς ἄλλους ἐπίσημους καὶ τοὺς εἶπε:
— Ἀναγκάσθηκα ἀπὸ τοὺς ξένους νὰ δώσω Εὐρωπαϊκὸ χορό, ἂν καὶ
τονὲ θαρρῶ γιὰ τὰ ἑλληνικά μας ἤθη ἀταίριαστο· θ' ἀκούσετε ὅμως καὶ
θὰ φυλάξετε πιστὰ τὴς ὁδηγίες ποὺ θὰ σᾶς δώσω: Στὴς 9 μ.μ. θἀρθοῦν οἱ
ξένοι στὸ χορό, ὅπου θὰ εἴσαστε σεῖς συναγμένοι· μετὰ μισὴ ὥρα θὰ μπῇ
ὁ Κυβερνήτης καὶ θὰ μείνῃ δυὸ ὧρες σωστές, ὄχι περισσότερο. Μισὴ ὥρα
ἀφοῦ φύγῃ ὁ Κυβερνήτης θὰ πάρετε τὴς οἰκογένειές σας καὶ θὰ φύγετε
καὶ σεῖς. Μὲ καταλάβατε;
Τὸ πρωῒ μαθαίνει ὁ Κυβερνήτης πὼς οἱ Ἕλληνες καλεσμένοι του μὲ
τὴς κυράδες καὶ τὴς κυράτσες τους εἴχανε μείνει ὡς τὴν αὐγὴ γιὰ τὸ χατίρι
τῶν θηλυκῶν τους, ποὺ θέλανε κι' αὐτὰ νὰ κάνουν τὸ χατίρι τῶν ξένων ἀξιωματικῶν,
καὶ μάλιστα τῶν πειὸ ἄξιων στὰ χοροπηδήματα. Αὐτὸ λύπησε πολὺ τὸν
Κυβερνήτη.
Σὲ λίγες μέρες ἐπιτροπὴ ἀπὸ τοὺς προκρίτους ζήτησε ἀπὸ τὸν Κυβερνήτη
ἄδεια νὰ δώσουνε κι' αὐτοὶ χορό. Ὁ Κυβερνήτης εἶπε:
— Ἂν ἤξερα πὼς οἱ οἰκογενειάρχες τοῦ Ναυπλίου ἔχουνε λιγώτερο
μυαλὸ ἀπὸ τὰ παλιοκόριτσα, οὔτε ἐγὼ χορὸ δὲν ἔδινα, ὅμως τώρα δὲ
σᾶς δίνω τὴν ἄδεια.
Ἔδωσαν
ὅμως οἱ Ναύαρχοι τῶν Προστατίδων Δυνάμεων χορό, καὶ πῆγε ὁ Κυβερνήτης
τὴς δυό του ὧρες, μὰ ὁ χορὸς κράτησε πάλι ὡς τὰ ξημερώματα, καὶ κάμποσα
σκάνταλα καὶ παρατράγουδα γενήκανε μὲ τὴς Ἀναπλιώτισσες καὶ τὴς Ἀναπλιωτοποῦλες.
Εἶδε ὁ Κυβερνήτης τέλος πὼς οἱ Ἀναπλιῶτες ἦταν ἀδιόρθωτοι
καὶ ζήτησε ἀπὸ τοὺς Ναυάρχους νὰ χαλάσουν τὴ μπαράκα γιατὶ τάχα ἤθελε
νὰ διορθώσῃ τὸν προμαχῶνα [ντάπια].
Ἔτσι
ὁ χορὸς δὲν τριπλώθηκε.
ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου