|
|
ΑΡΓΑ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ περνοῦσα τὴν ξεραμένη λιμνοθάλασσα ἀντικρίζοντας τὴν ἀπομονωμένη παραλία τῆς Τρυπητῆς. Δὲν ἤμουν μόνος. Κατευθύνθηκα στὸν ἀπόσκιο ἑνὸς βράχου κάτω ἀπὸ τὸ ἀκρωτήρι. Ἔστησα τὴν τέντα μου μερικὲς δεκάδες μέτρα μακρύτερα ἀπὸ τὴ σκηνὴ ποὺ εἶχα δεῖ καθὼς πλησίαζα. Διέκρινα ἕνα ζευγάρι. Κάθισα ἐξαντλημένος στὴν ἄμμο μὲ τὴν πλάτη στὸν βράχο. Ἀποκοιμήθηκα. Ξύπνησα ἀπὸ κραυγὲς ἡδονῆς. Ἦταν ὁλοσκότεινα. Ἔκαναν ἔρωτα. Ἀπροκάλυπτα, ἔντονα, ὁριακά, ἀπελευθερωμένα. Τὸ ἑπόμενο πρωῒ ποὺ κατέβηκαν στὴν παραλία γιὰ μπάνιο, τοὺς πλησίασα. Πρόσφερα κονσέρβα κομπόστα γιὰ πρωϊνό. Ἦταν κι οἱ δύο πολὺ ὄμορφοι, ὄχι πάνω ἀπὸ τριάντα πέντε ἐτῶν. Ἐκείνη μελαχρινή, ψιλόλιγνη, μὲ μακριὰ ἄκρα. Μαλλιὰ κατάμαυρα ποὺ ἔφταναν μέχρι τὴ μέση καὶ πρόσωπο ὀστεῶδες, θύμιζε Ἰνδιάνα. Ἐκεῖνος ἀνοιχτόχρωμος. Ἀδύνατος καὶ νευρώδης. Παρ' ὅτι κινοῦνταν μὲ πατερίτσες μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ἡ πλαστικότητα, ἡ ἁρμονία στὶς κινήσεις του. Θὰ στοιχημάτιζα πὼς ὑπῆρξε χορευτής. Βαθιὲς κι ἐκτεταμένες οὐλὲς σημάδευαν καὶ τὰ δυό του πόδια. Στὸ δεξὶ μάλιστα ἡ οὐλὴ ἦταν τόσο μεγάλη ποὺ τὸ εἶχε παραμορφώσει. Ἐκεῖνος ἦταν ἀπὸ τὸ Κάδιθ, μιὰ πόλη στὶς ἀκτὲς τοῦ Ἀτλαντικοῦ. Ἀπὸ μικρὸς λάτρευε τὶς ταυρομαχίες. Στὴ σχολὴ ἦταν ἀπὸ τοὺς καλύτερους. Ἔφτασε νὰ γίνει ματαδὸρ καὶ νὰ ταυρομαχεῖ στὶς μεγαλύτερες ἀρένες τῆς Ἀνδαλουσίας. Κάποια στιγμὴ κάτι πῆγε στραβά. Μοῦ εἶπε πὼς ἦταν τυχερός, ἕνα ἀπὸ τὰ χτυπήματα τοῦ ταύρου πέρασε μερικὰ χιλιοστὰ ἀπὸ τὴ μηριαία ἀρτηρία. Ὅμως κάποιοι μύες καὶ νεῦρα πειράχτηκαν ἀνεπανόρθωτα. Ἐκείνη ἦταν Ἑλληνίδα. Ἡ φυσικοθεραπεύτριά του ὅταν ἀνάρρωνε. Τῆς χρωστοῦσε τὰ πάντα. Ἔτσι ἔλεγε ἐκεῖνος. Ἐκείνη πίστευε πὼς ἦταν ὑπερβολικός. Τὸ ἴδιο βράδι ξαπλώσαμε στὴν ἄμμο. Σηκώνει τὸ χέρι καὶ δείχνει μιὰ συστάδα ἀστεριῶν.
«Ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Ταύρου. Τὸ πρῶτο σμῆνος εἶναι οἱ Ὑάδες, τὸ ἄλλο οἱ
Πλειάδες.» Τὰ διέκρινα. Ἔπειτα ἔστρεψε τὸ δάκτυλο πρὸς ἕνα συγκεκριμένο
ἀστέρι στὸ σμῆνος τῶν Πλειάδων.
«Ἡ Ἠλέκτρα» εἶπε.
Ἐκείνη γέλασε. Τῆς ἄρεσε ν' ἀκούει τ' ὄνομά της…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου