|
|
ΣΟΥ ΑΡΕΣΕΙ νὰ κοιτάζεις τὸ πρωϊνὸ φῶς νὰ
διαθλᾶται ἀπὸ τὸ τζάμι τοῦ παραθύρου καὶ νὰ χρωματίζει τὸ δωμάτιο
μὲ τὸ θαλασσί τῆς κουρτίνας. Ἀκόμα περισσότερο, σοῦ ἀρέσει νὰ κάνεις
μεγάλες βόλτες μὲ τὸ ποδήλατο καὶ νὰ νιώθεις τὸν ἄνεμο νὰ σοῦ παίρνει
τὰ μαλλιά. Βέβαια, ζεῖς πάνω σε ἕνα ρολόι καὶ χρειάζεται νὰ προσέχεις
διαρκῶς γιὰ νὰ μὴν σὲ φτάσουν οἱ δεῖκτες του καὶ σοῦ κόψουν τὸ κεφάλι.
Θυμᾶσαι μιὰ ὄμορφη κοπέλα ποὺ ὁδηγοῦσε κι ἀνέμιζε τὸ μακρὺ φουλάρι
της ἀπὸ τὸ ξεσκέπαστο αὐτοκίνητο. Ὅταν τὴν ἔφτασε ὁ δείκτης, δὲν τὸν
εἶδε. Κι αὐτός, τύλιξε στὴ ρόδα τὸ φουλάρι καὶ τὴν ἔπνιξε. Μετά, ἦταν
ἐκεῖνος ὁ εὐφυὴς ἀρχιτέκτονας ποὺ ἔχτισε στὴν πόλη του πολύχρωμα
κτίρια γιὰ νὰ τὰ θαυμάζει στὸν περίπατό του. Αὐτόν, μόλις τὸν ἔφτασε ὁ
δείκτης, ἔφερε μπροστά του ἕνα τρὰμ καὶ τὸν πάτησε.
Ἴσως πιὸ τυχερὸς νὰ ἦταν ἐκεῖνος ὁ κωμικὸς μὲ τὸ βρώμικο χιοῦμορ ποὺ μιὰ μέρα τοῦ εἶπαν ἕνα τόσο προσβλητικὸ ἀστεῖο γιὰ τὴν ἀδερφή του κι ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ γελάει ἀσταμάτητα. Τότε τὸν βρῆκε ὁ δείκτης, ἔσπρωξε τὴν καρέκλα καὶ μετὰ τὸν γδοῦπο ποὺ ἔκανε τὸ κεφάλι του στὸ πάτωμα, τοῦ κόπηκε τὸ γέλιο γιὰ πάντα. Κι ἄς μὴν εἶχε κὰν ἀδερφή.
Ἐσὺ ἔχεις σίγουρα τὸ μυστικό σου. Τρέχεις πάνω στὸ ἐπίπεδο ρολόϊ κι
ὅταν φτάνει κοντά σου ὁ δείκτης, μὲ μισὸ ἅλμα, χωρίζεις τὸ σῶμα σου στὰ
δύο γιὰ νὰ περάσει ἀνάμεσα καὶ νὰ τὴ γλιτώσεις. Ὅμως, κάθε φορά, ὁ ὕπουλος
λεπτοδείκτης σοῦ κόβει μιὰ φλούδα καὶ σὲ λιγοστεύει.
Θὰ ἦταν πιὸ πρακτικὸ ἂν εἶχες βρεῖ τρόπο νὰ φτιάχνεις ἕνα ἀντίγραφο ἀπὸ
τὸ σῶμα σου ὅποτε περνοῦν ἀπὸ κοντά σου οἱ δεῖκτες. Τότε, θὰ μποροῦσες
νὰ τὸ ἀφήνεις πίσω καὶ νὰ κρύβεσαι σὲ μιὰ γωνιὰ γιὰ νὰ δεῖς τί θὰ τὸ κάνουν.
Ἴσως νὰ πετοῦσαν τὸ ποδήλατο στὴ θάλασσα καὶ νὰ φρόντιζαν νὰ καταπιεῖς
μιὰ μεγάλη ποσότητα ἀπὸ μικρὰ ψάρια γιὰ νὰ πνιγεῖς ἢ νὰ ἔριχναν τὸ
ταβάνι στὸ κεφάλι σου, ἐνῶ χαζεύεις τὸ πρωϊνὸ φῶς ποὺ μπαίνει ἀπὸ τὸ
παράθυρο. Ἴσως καὶ νὰ γελοῦσαν «τὶκ-τὰκ-τὶκ-τάκ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου