Μαρία Ἰωάννου : Καλοτζαίρι στὸ χωριὸ
ΤΟ ΠΕΤΑΛΛΙ κρέμμεται σὰν στραμπουλισμένος
ἀστράγαλος, ὁ ἄνεμος τὸν σπρώχνει πρὸς τὴ μιὰ πλευρά, κάτι μπαίνει ἀπότομα
στὰ ρουθούνια του, κάποιος μόλις ἔψησε κουλλούρι, πρέπει νὰ τὸ βιδώσει
μόλις πάει πίσω, «σκατοπετάλλι», νὰ τὸ στερεώσει, εἶναι ἐπικίνδυνο,
λακκούβα, «ὤπ», ἀριστερὴ στροφή, ἂν ὅμως πάει πίσω θὰ τὸν σπάσει στὸ
ξύλο, δὲν θὰ ἀντέξει, θὰ τὸν σπάσει στὸ ξύλο, θὰ τοῦ ἀνοίξει τὰ μυαλά,
μόλις τὸν δεῖ μπροστά του, θὰ τοῦ γυρίσει τὴν καρέκλα, τὴν καρέκλα ποὺ ἔκαμε
ὁ μακαρίτης ὁ παπποῦς, τὴν ὥρα ποὺ ὁ μαλάκας θὰ ἔχει γυρισμένη τὴν
πλάτη θὰ τοῦ σπάσει τὴν καρέκλα τοῦ παπποῦ στὸ κεφάλι,
κι ὁ παπποῦς τὸ ἴδιο
θὰ ἔκαμνε ἂν ζοῦσε, νὰ πεθάνει, «νὰ κορτώσει νοῦρον», νὰ σταματήσει ἡ
μάνα του νὰ τοῦ τρίφκει τὰ σώβρακα, τὰ σκατά, «νὰ πεθάνει, μάμμα, νὰ πεθάνει
πέρκι ἡσυχάσουμε», ἄλτ, κλειστὸ τὸ παράθυρο τῆς Λίνας, τί μαλλιά, ἀτέλειωτα,
πάλι τοῦ χαμογέλασε χτές, τὸν σένιαρε ἀπ’ τὸ παράθυρο, κόλλησε τὰ
μμάθκια της πάνω του, τοῦ σηκώθηκε, δὲν μπόρεσε νὰ συγκρατηθεῖ, τῆς ἔπαιξε
τὸ κουδούνι κι ἐκείνη σταμάτησε τὸ χτένισμα, τὸν κοίταξε ἀπ’ τὸν καθρέφτη,
τὰ δόντια της μεγάλα, κάτασπρα, χείλη ζουμερά, τόσο ζουμερὰ ποὺ τ’ ἄκουσε
ἀπ’ τὸν δρόμο, πρώτη φορὰ τοῦ ’στειλε φιλί, «κάττε, ππίσσιιιιι»*, ἡ
Λίνα, ἡ Λίνα χτενίζει τὰ μαλλιὰ της τὴν ἴδια ὥρα κάθε μέρα, ἔχει πάντα
τὸ παράθυρο ἀνοικτό, χάνεται μέσα στὰ μμάθκια της, μέσα στὰ μαλλιά
της, μιὰ μέρα θὰ κάμει τὸ βῆμα, θὰ τὴ ζητήσει κι ἄς μὴν τὸν θέλουν, «ὤπ»,
ἄλλη λακούβα, στροφή, μόνο νὰ δουλέψει λίγο ἀκόμα στὶς σταφίδες, νὰ
μαζέψει λεφτὰ καὶ θὰ πάει νὰ τὴ ζητήσει, «σκατοπετάλλι, ἄντεξε», ἄς
τὸν θκιώξουν μὲ τὸ κυνηγετικό, θὰ τὸν σκοτώσει τὸν μαλάκα, μιὰ μέρα
θὰ τὸν σκοτώσει κι ἂς τὸν πάρουν φυλακή, «νὰ φύει τούτη ἡ ρετσινιὰ ποὺ
πάνω μου, ὁ γιὸς τοῦ πελλοῦ, ὁ γιὸς τοῦ μεθύστακα», κάμνει ὅ,τι μπορεῖ,
«σκατοπετάλλι», θέλει βίδωμα, κινεῖται χωρὶς σπόνδυλο ἐδῶ καὶ μέρες,
κάμνει ὅ,τι μπορεῖ, κάμνει ὅ,τι μπορεῖ, πόσο ν’ ἀλλάξει γιὰ νὰ τὸν συμπαθήσουν,
ἔκοψε τὰ μαλλιά του, ἀγόρασε καινούρια ροῦχα, βοηθᾶ τὶς γειτόνισσες,
μὰ ὁ παπὰς τῆς Λίνας πάντα τὸν βλέπει μὲ τὸ μισό του, κάθεται στὸ τρακτέρ
του καὶ τὸν καρφώνει μὲ τὴν ἄκρη τοῦ μαθκιοῦ, βασιλιάς, «ὤπ», στροφή, ὅμως
θὰ τὸν συμπαθήσει ποῦ θὰ πάει, θὰ ξεχάσει πὼς εἶναι ὁ γιὸς τοῦ μεθύστακα,
θὰ τὸν δεῖ γιὰ αὐτὸ ποὺ εἶναι, «ἔεε», κορμός, δὲν τοῦ ἔμεινε μυαλὸ μ’ αὐτὰ
ποὺ βλέπει, τὸ πετάλλι ἐπαναστάτησε, κινεῖται μεθυσμένο, θέλουν
φούσκωμα καὶ τὰ λάστιχα, νὰ κόψει ταχύτητα καλύτερα, νὰ ἐπιστρέψει
σπίτι σῶος καὶ ἀβλαβής, γερός, δυνατός, νὰ προλάβει νὰ ζητήσει τὴ Λίνα
σὲ γάμο, νὰ σώσει ἐπιτέλους τὴ μάνα του, τὸν χρειάζεται, τὸν χρειάζεται,
«ναί, μάμμα, ἐν ζήτημα ζωῆς τζαὶ θανάτου», νὰ σταματήσουν οἱ σοῦζες,
τὰ διαλυμένα τιμόνια, τὰ σκατοπετάλλια, τὸν χρειάζεται, ὁ κόσμος,
ἡ Λίνα, ἡ μάνα του, προπάντων ἡ μάνα του· τὸ πρωί, στὸ βάθος τοῦ διαδρόμου,
ἡ μύτη της ἔσταζε σὰν κόκκινο κερί.
* «κάττε, ππίσσιιιιι»:
«γάτε, φύγε ἀπὸ δῶ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου