Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2020

Ρέ­να Σα­μα­ρᾶ-Μά­ϊ­να : Φω­το­γρα­φί­ες γά­μου


Ο ΠΡΩΤΟΣ ΜΟΥ ΑΝΤΡΑΣ ἦ­ταν ψη­λὸς καὶ γε­ρο­δε­μέ­νος. Τὸ χει­μώ­να φο­ροῦ­σε πάν­τα τρα­γιά­σκα καὶ τὸ κα­λο­καί­ρι ψά­θι­νο παναμά. Ἔ­χει τύ­πο, ἔ­λε­γαν οἱ φί­λες μου. Ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι πὼς δὲν κυ­κλο­φο­ροῦ­σε πο­τὲ ἀ­σκε­πής, τὸ κε­φά­λι τὸ εἶ­χε πάν­τα κα­λυμ­μέ­νο, ὄ­χι γιὰ τὸ στύλ, ὅ­πως πί­στευ­αν οἱ φί­λες μου, μὰ μὴν καὶ φα­νεῖ ὁ τρι­χο­φά­γος. Ὅ­ταν ἔ­βλε­πε δι­α­φη­μί­σεις γιὰ σαμ­που­ὰν καὶ τζὲλ μαλ­λι­ῶν, ἔ­βα­ζε πάν­τα τὰ κλά­μα­τα. Κι ὕ­στε­ρα ἔ­βγα­ζε τὶς σχο­λι­κὲς φω­το­γρα­φί­ες καὶ χά­ζευ­ε μὲ τὶς ὧ­ρες τὰ μπου­κλά­κια του, ποὺ ἔ­πε­φταν ἀ­τί­θα­σα μέ­σα στὰ μά­τια του. Ἡ πε­θε­ρά μου ἀ­κό­μα καὶ στὰ σα­ράν­τα του τὸν φώ­να­ζε σγου­ρο­μάλ­λη μου κι ἐ­γὼ με­τὰ βί­ας κρα­τοῦ­σα τὰ γέ­λια. Ἦ­ταν τό­σο ἀ­στεῖ­ος χω­μέ­νος στὴν ἀγ­κα­λιά της κι ἐ­κεί­νη νὰ τοῦ χα­ϊ­δεύ­ει τὰ ἀ­νύ­παρ­κτα μαλ­λιά. Ὅ­ταν πέ­θα­νε φύ­λα­ξα τὴν ἀ­ση­μέ­νια βούρ­τσα τῶν ἀ­νύ­παρ­κτων μαλ­λι­ῶν του. Τὴν ἔ­βγα­λα με­τὰ ἀ­πὸ χρό­νια ἀ­χρη­στί­ας ἀ­πὸ τὸ συρ­τά­ρι – ἦ­ταν τό­τε ποὺ ἄρ­χι­σα τὶς χη­μει­ο­θε­ρα­πεῖ­ες.

       

Ὁ δεύ­τε­ρος ἄν­τρας μου μαλ­λιὰ εἶ­χε μπό­λι­κα. Ἀ­πὸ μυα­λὰ ἔ­πα­σχε. Ἀ­κα­τοί­κη­το τὸ ὄ­μορ­φο ξαν­θὸ κε­φά­λι του. Ὅ­ταν τὸν πρω­το­εῖ­δα —λί­γο με­τὰ ποὺ ἀ­νάρ­ρω­σα— εἶ­πα πὼς ἡ ζω­ή μοῦ χρω­στᾶ μιὰ δεύ­τε­ρη εὐ­και­ρί­α. Τὸν παν­τρεύ­τη­κα μὲ δό­ξα καὶ τι­μή. Μὰ ἡ δι­κή του ἡ τι­μὴ ἦ­ταν ἄ­τι­μη. Τὶς νύ­χτες βο­λό­δερ­νε σὲ χαρ­το­παι­χτι­κὲς λέ­σχες καὶ τὶς μέ­ρες ση­μά­δευ­ε τρά­που­λες. Ἡ ζω­ή μου ἔ­γι­νε κό­λα­ση. Ἦρ­θαν μέ­ρες ποὺ δὲν εἴ­χα­με δραχ­μὴ οὔ­τε γιὰ ψω­μί. Κόν­τε­ψα νὰ ξε­που­λή­σω καὶ τὸν κῶ­λο μου γιὰ νὰ τὸν ξε­χρε­ώ­σω. Καὶ τὰ μαλ­λιὰ ποὺ ξα­νά­βγα­λα ἀ­ραί­ω­ναν καὶ πά­λι. Ἕ­να βρά­δυ ποὺ ἔ­φυ­γε γιὰ τὴν με­γά­λη μπά­ζα ὅ­πως μοῦ εἶ­πε, τὸν φί­λη­σα σταυ­ρω­τά, ἔ­κλει­σα τὴν πόρ­τα στὸ κα­κὸ κι ἄλ­λα­ξα μέ­σα στὴ νύ­χτα τὴν κλει­δα­ριά. Τὸ μό­νο πού μοῦ ἔ­μει­νε ἀ­πὸ κεῖ­νον ἦ­ταν μιὰ ση­μα­δε­μέ­νη τρά­που­λα.

        Ὁ τρί­τος μου ἄν­τρας εἶ­ναι γκέ­ι. Τὸ ξέ­ρω πὼς μὲ πῆ­ρε μό­νο γιὰ ξε­κάρ­φω­μα. Κα­θη­γη­τὴς στὸ σχο­λεῖ­ο, φι­λό­λο­γος, μὴ δί­νει δι­και­ώ­μα­τα. Κι ἡ δό­λια ἡ μά­να του, νὰ γλι­τώ­σει ἀ­πὸ τὰ σχό­λια τῶν φαρ­μα­κό­γλωσ­σων τῶν φι­λε­νά­δων της. Τί­μιος ὅ­μως, μοῦ ξη­γή­θη­κε σπα­θὶ ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χή. Στὸ σπί­τι ὅ­λα δου­λεύ­ουν ρο­λό­ι. Νοι­κο­κυ­ρο­σύ­νη, χα­μό­γε­λα, κα­τα­νό­η­ση κι ἀ­πο­δο­χή. Σὲξ δὲν κά­νου­με, ἀλ­λὰ σι­γὰ τὸ πρό­βλη­μα. Στὴν ἐμ­μη­νό­παυ­ση ἀρ­κοῦν τὰ χά­δια, τὰ φι­λιὰ καὶ δυ­ὸ κα­λὲς κου­βέν­τες. Τὰ κρύ­α χει­μω­νι­ά­τι­κα βρά­δια μοῦ χτε­νί­ζει τὰ μαλ­λιὰ μὲ τὴν ἀ­ση­μέ­νια βούρ­τσα μου καὶ παί­ζου­με ξε­ρὴ μὲ τὴ ση­μα­δε­μέ­νη τρά­που­λα. Δὲν εἶ­ναι τε­λι­κὰ ἄ­πια­στη ἡ εὐ­τυ­χί­α.


Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ 

Ρέ­να Σα­μα­ρᾶ–Μά­ϊ­να. (Κο­μο­τη­νή, 1969). Σπού­δα­σε Κλα­σι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ ΑΠΘ, ἐρ­γά­ζε­ται γιὰ εἴκοσι ἑπτὰ χρό­νια στὴν φρον­τι­στη­ρια­κὴ ἐκ­παί­δευ­ση. Τὰ τελευταῖα πέν­τε χρό­νια διοργάνωσε καὶ συντονίζει τὴν Λέ­σχη Φι­λα­να­γνω­σί­ας Κο­μο­τη­νῆς. Κεί­με­νά της δη­μο­σι­εύ­τη­καν σὲ ἱ­στο­σε­λί­δες.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου