|
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΜΟΥ ΑΝΤΡΑΣ ἦταν ψηλὸς καὶ γεροδεμένος. Τὸ χειμώνα φοροῦσε πάντα τραγιάσκα καὶ τὸ καλοκαίρι ψάθινο παναμά. Ἔχει τύπο, ἔλεγαν οἱ φίλες μου. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς δὲν κυκλοφοροῦσε ποτὲ ἀσκεπής, τὸ κεφάλι τὸ εἶχε πάντα καλυμμένο, ὄχι γιὰ τὸ στύλ, ὅπως πίστευαν οἱ φίλες μου, μὰ μὴν καὶ φανεῖ ὁ τριχοφάγος. Ὅταν ἔβλεπε διαφημίσεις γιὰ σαμπουὰν καὶ τζὲλ μαλλιῶν, ἔβαζε πάντα τὰ κλάματα. Κι ὕστερα ἔβγαζε τὶς σχολικὲς φωτογραφίες καὶ χάζευε μὲ τὶς ὧρες τὰ μπουκλάκια του, ποὺ ἔπεφταν ἀτίθασα μέσα στὰ μάτια του. Ἡ πεθερά μου ἀκόμα καὶ στὰ σαράντα του τὸν φώναζε σγουρομάλλη μου κι ἐγὼ μετὰ βίας κρατοῦσα τὰ γέλια. Ἦταν τόσο ἀστεῖος χωμένος στὴν ἀγκαλιά της κι ἐκείνη νὰ τοῦ χαϊδεύει τὰ ἀνύπαρκτα μαλλιά. Ὅταν πέθανε φύλαξα τὴν ἀσημένια βούρτσα τῶν ἀνύπαρκτων μαλλιῶν του. Τὴν ἔβγαλα μετὰ ἀπὸ χρόνια ἀχρηστίας ἀπὸ τὸ συρτάρι – ἦταν τότε ποὺ ἄρχισα τὶς χημειοθεραπεῖες.
Ὁ δεύτερος ἄντρας μου μαλλιὰ εἶχε μπόλικα. Ἀπὸ μυαλὰ ἔπασχε. Ἀκατοίκητο τὸ ὄμορφο ξανθὸ κεφάλι του. Ὅταν τὸν πρωτοεῖδα —λίγο μετὰ ποὺ ἀνάρρωσα— εἶπα πὼς ἡ ζωή μοῦ χρωστᾶ μιὰ δεύτερη εὐκαιρία. Τὸν παντρεύτηκα μὲ δόξα καὶ τιμή. Μὰ ἡ δική του ἡ τιμὴ ἦταν ἄτιμη. Τὶς νύχτες βολόδερνε σὲ χαρτοπαιχτικὲς λέσχες καὶ τὶς μέρες σημάδευε τράπουλες. Ἡ ζωή μου ἔγινε κόλαση. Ἦρθαν μέρες ποὺ δὲν εἴχαμε δραχμὴ οὔτε γιὰ ψωμί. Κόντεψα νὰ ξεπουλήσω καὶ τὸν κῶλο μου γιὰ νὰ τὸν ξεχρεώσω. Καὶ τὰ μαλλιὰ ποὺ ξανάβγαλα ἀραίωναν καὶ πάλι. Ἕνα βράδυ ποὺ ἔφυγε γιὰ τὴν μεγάλη μπάζα ὅπως μοῦ εἶπε, τὸν φίλησα σταυρωτά, ἔκλεισα τὴν πόρτα στὸ κακὸ κι ἄλλαξα μέσα στὴ νύχτα τὴν κλειδαριά. Τὸ μόνο πού μοῦ ἔμεινε ἀπὸ κεῖνον ἦταν μιὰ σημαδεμένη τράπουλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου