Τζάνετ Φρέιμ (Janet Frame) Τὰ πουλιὰ ἄρχισαν τὸ τραγούδι (The birds began to sing)
Τραγουδᾶμε, εἶπαν. Τραγουδᾶμε καὶ μόλις ἀρχίσαμε καὶ ἔχουμε
πολὺ ἀκόμα νὰ τραγουδήσουμε καὶ δὲν μποροῦμε νὰ σταματήσουμε, πρέπει
νὰ συνεχίσουμε καὶ νὰ συνεχίσουμε τὸ τραγούδι.
Τὰ πουλιὰ ἄρχισαν τὸ τραγούδι.
Ἔβαλα τὸ παλτό μου καὶ περπάτησα στὴ βροχὴ πέρα ἀπ’ τὸ
λόφο. Περπάτησα μέσα ἀπὸ ἕλη γεμάτα κόκκινο νερό, κατέβηκα χαντάκια
γεμάτα συμφορίκαρπους κι ὕστερα ἀνέβηκα πάλι μέσα ἀπὸ χαντάκια ὅπου
φύτρωναν ἀγριόχορτα κι ἀμμόφιλα καὶ πέρασα ρυάκια ποὺ δίπλα τους
φύτρωνε λινάρι, χορτάρι καὶ μανούκα.
Εἶδα ἕνα πεῦκο στὴν κορφὴ ἑνὸς λόφου.
Εἶδα ἕναν κορυδαλλὸ νὰ βουτάει μὲς στὸ νερὸ καὶ νὰ ἀναδύεται.
Εἶδα ὅτι χιόνιζε κάπου πέρα ἀπ’ τοὺς λόφους, ἀλλὰ ὄχι ἐκεῖ
ποὺ ἤμουν ἐγώ.
Στάθηκα πάνω σ’ ἕνα λόφο καὶ κοίταξα γιὰ ὥρα πολλή.
Δὲν τραγουδοῦσα. Προσπάθησα νὰ τραγουδήσω, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα
νὰ σκεφτῶ κάποιο τραγούδι.
Ἔτσι γύρισα πίσω στὸ οἰκοτροφεῖο ὅπου ἔμενα καὶ κάθησα
στὰ σκαλιὰ τῆς πόρτας κι ἀφουγκράστηκα. Ἀφουγκράστηκα μὲ τὸ κεφάλι
καὶ τὰ μάτια μου, μὲ τὸ μυαλὸ καὶ μὲ τὰ χέρια μου.
Τὰ πουλιὰ ἄρχισαν τὸ τραγούδι.
Ἦταν κότσυφες ποὺ κάθονταν πάνω στὸ τηλεγραφόξυλο καὶ
πηδοῦσαν πάνω στὶς μηλιές.
Ἦταν τέσσερεις καὶ εἴκοσι ἀπ’ αὐτοὺς τραγουδοῦσαν.
Ποιό εἶναι αὐτὸ τὸ τραγούδι, εἶπα. Πεῖτε μου τὸ ὄνομά
του.
Εἶμαι ἕνα ἀνθρώπινο ὃν καὶ διαβάζω βιβλία, ἀκούω μουσικὴ
καὶ μ’ ἀρέσει νὰ βλέπω τυπογραφημένες εἰκόνες. Μ’ ἀρέσει νὰ βλέπω
λέξεις σὲ ζωηρὸ ἀντάντε ρυθμὸ νὰ τραγουδιοῦνται, νὰ ἐκτελοῦνται στὴ
σκηνή, νὰ γράφονται. Ἔτσι εἶπα ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ τραγουδιοῦ,
πεῖτέ το μου καὶ θὰ τὸ γράψω ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖτε νὰ τὸ ἀκοῦτε ἔξω ἀπ’
τὸ παράθυρό μου παιγμένο ἀπ’ τοὺς καλύτερους μουσικούς, θὰ νιώθετε
τόσο ὡραῖα ἀκούγοντάς το, γι’ αὐτὸ πεῖτε μου τὸ ὄνομά του.
Σταμάτησαν τὸ τραγούδι. Ἔξω ἦταν σκοτεινά, ἂν καὶ ὁ ἥλιος
ἔλαμπε. Ἦταν σκοτεινὰ καὶ τὸ τραγούδι εἶχε σιωπήσει.
ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου