Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Aπό τα "Γράμματα στη μητέρα του Μόντη"

 του Άντη Ροδίτη

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήνα
Κεφάλαιο 6 "Η επέμβαση των μετάλλων" (απόσπασμα)
Ο T. S. ELIOT, είκοσι περίπου χρόνια μετά την «Έρημη Χώρα», μιλά πια πολύ λιγότερο συγκεκαλυμμένα για τη χριστιανική πίστη, με ορολογία ανοικτά θεολογική, μιλά για όλους και τον εαυτό του μαζί ως «ασθενείς», ενώ στην ποίηση του Μόντη δεν ανιχνεύεται ένα τόσο οξύ υπαρξιακό, αλλά ένα ευρύτερο πρόβλημα κοινωνικής προσαρμογής, από το οποίο, καθόλου δεν λείπει η πολιτική διάσταση.

Ο κόσμος μέσα στον οποίο ζει ο Έλιοτ, όπως περιγράφεται και στην «Έρημη Χώρα», πάσχει, γενικά δεν νιώθει καλά, αλλά τραβά ανίδεος για την πάθησή του τον δρόμο του κι όπου τα πράγματα «αγριεύουν» αναζητεί ψυχικές «θεραπείες» στην αναγνωρισμένη επιστήμη ή στην «επιστημονική» τσαρλατανιά, σε εξωτικές θρησκείες της Ανατολής, στις χιλιάδες αιρέσεις, παραθρησκείες, διδασκαλίες, τεχνικές ή ακόμα και σε γυρολόγους και χαρτορίχτρες, ενώ ο κόσμος μέσα στον οποίο ζει ο Μόντης είναι ξεστρατισμένος πρωτίστως πολιτικά, ζει στην ευφορία μιας παραπλάνησης ότι τάχα όλα «βαίνουν καλώς», αν εξαιρέσεις μια αδίστακτη εξωτερική συνωμοσία εναντίον τής Κύπρου, προς την οποία κατευθύνουν την προσοχή τού κόσμου οι εξουσιαστές ηγέτες του, ενθαρρύνοντας την αίσθησή τού κόσμου ότι συνεχίζει έναν «αγώνα», που από καιρό οι ίδιοι έχουν εγκαταλείψει ή από την αρχή έχουν προδώσει, κι αλλού, καταστροφικά, τον οδηγούν.
Ένα συγκεκριμένο ποίημα του Μόντη εικονογραφεί μια μέγιστη διαφορά μεταξύ των δύο ποιητών, που αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ των δύο πολιτισμών:
Η πιο καλή γειτόνισσα
η Παναγιά είν’ η Χρυσοζώνισσα.
Στο τόσο δα σπιτάκι της κλεισμένη
όποτε πας θα ’ν’ πάντα μέσα να προσμένη
να της ανοίξης την καρδιά σου
τη λύπη να της πης και τη χαρά σου
κι απ’ το παλιό της πίσω το μανουάλι
να γνέφη «ναι» με το κεφάλι.
Ένα την έχει μοναχά πάντα στενοχωρήσει
που δεν μπορεί ένα καφεδάκι να σου ψήση.
Και τις ζεστές του Αυγούστου νύχτες
που δε λέει πια να πάρη τ’ αγεράκι
βγαίνει κι αυτή με μια καρέκλα στο σοκάκι
και τα κουτσομπολια των άλλων τα τρελλά
τ’ ακούγει και κρυφά-κρυφά γελά.
Ώσπου με το «άντε για ύπνο μας
κι είν’ η ώρα περασμένη»
σηκώνεται κι η Παναγιά και παίρνει
την καρέκλα της και μπαίνει.*
Αλλά, ακόμα και στους πιο «άθεούς» του στίχους ο Μόντης, στους πιο «εχθρικούς» για τον Θεό, που τους φέρνει η ανεμπόδιστη δυστυχία και η αγριότητα που νέμεται τον κόσμο, δεν υπάρχει η άρνηση ή η υπερφίαλη, η τελεσίδικα «διαφωτισμένη» απόφαση αποποίησης του Θεού και ανάληψης από τον ίδιο τον άνθρωπο της μοίρας και του μέλλοντός του, αλλά μόνο η μεγάλη και «αναπάντητη» απορία, όσο δεν βρίσκουμε τον δρόμο μας προς την Πίστη.
* Ο τίτλος του ποιήματος είναι ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟ ΜΟΡΦΟΥ, στη συλλογή "Και τότ’ εν ειναλίη Κύπρω", 1974.
Βλ. επίσης: “Η Παναγία αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ γης και ουρανού. Συνδέει με την τεκνογονία την «οικογένεια» των Ανθρώπων με τη Θεία «οικογένεια». Μέσω της Παναγίας, οι άνθρωποι, για να το πούμε έτσι, αποκτούν «συγγενική» σχέση με τα Θεία”. A. Marina Iossifides "Sisters in Christ: Metaphors of kinship among Greek nuns", στο Ed. By Peter Loizos and E. Papataxiarchis "Contested Identities, Gender and Kinship in Modern Greece", Princeton University Press, σ. 150.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου